Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Ιερομάρτυς Νικόλαος (Κανταούρωφ)

Κοζάκος στην καταγωγή, ο ιερομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1880 στο κοζάκικο χωριό Μπαρσουκόφσκι, στο Κουμπάν του Βορείου Καυκάσου. 
Ο πατέρας του Ανδρέας Κανταούρωφ, όπως και όλοι σχεδόν οι Κοζάκοι πρόγονοί του, ήταν αξιωματικός του στρατού. Από τους προγόνους της μητέρας του Άννας πολλοί ήταν ιερείς.

Ο Ανδρέας Κανταούρωφ ανδραγάθησε σε πολλούς πολέμους, παρασημοφορήθηκε επανειλημμένα και κατέλαβε υψηλές θέσεις στη στρατιωτική ιεραρχία. Μετά την αποστράτευσή του διορίστηκε επιθεωρητής λαϊκής μορφώσεως Βορείου Καυκάσου. Το 1898 δολοφονήθηκε από τρομοκράτες –ήταν εποχή που διάφορα επαναστατικά κινήματα και κοινωνικές συγκρούσεις συντάραζαν απ’ άκρη σ’ άκρη την απέραντη Ρωσία.

Λίγο μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ο Νικόλαος αποφάσισε να διακονήσει τον Θεό και τον λαό Του ως ιερέας. Η απόφασή του ήταν ενσυνείδητη. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσει έμπρακτα την αντίδρασή του στο αθεϊστικό ρεύμα, το οποίο τα χρόνια εκείνα απλωνόταν ανεξέλεγκτα, υποσκάπτοντας όλες τις παραδοσιακές δομές της ορθόδοξης ρωσικής κοινωνίας.

– Πρέπει και κάποιος να γίνει ιερέας! είπε με νόημα μια μέρα στη μητέρα του, σχολιάζοντας με θλίψη πως και τα παιδιά ακόμα των ιερατικών οικογενειών δεν τολμούσαν να σκεφθούν καν την αναδοχή της ιερωσύνης.

Φοίτησε, λοιπόν, στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Σταυρουπόλεως, που το τελείωσε το 1907. Σπουδαστής ακόμα νυμφεύθηκε την Ελένη, κόρη του ιερέα Ιωάννη Καραγάτσεφ. Από τον γάμο του απέκτησε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια.

Το 1908, σε ηλικία είκοσι οκτώ χρόνων, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε ως εφημέριος σε διάφοροι κοζάκικα χωριά του Βορείου Καυκάσου, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αλλά πάντοτε με αξιοθαύμαστο ζήλο και φιλοπονία.

Όταν, μετά την μπολσεβικική επανάσταση του 1917, ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, ο π. Νικόλαος τήρησε ουδέτερη στάση απέναντι στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, τους Λευκούς και τους Κόκκινους, που κυρίευαν με εναλλαγή την περιοχή. Στα κηρύγματά του έκανε λόγο για ειρήνη και συμφιλίωση, διακηρύσσοντας πως ο φυλετικός εκείνος σπαραγμός αποτελούσε αυτοκτονία του έθνους.

Μετά την οριστική επικράτηση των Κόκκινων, εγκαθιδρύθηκε το σοβιετικό καθεστώς και στον Βόρειο Καύκασο το 1920. Αμέσως άρχισε σκληρός διωγμός κατά της Εκκλησίας, που εκδηλώθηκε πρώτα-πρώτα με τις αρπαγές εκκλησιαστικών ειδών από τους ναούς και τις συλλήψεις κληρικών. Οι τοπικές αρχές του Κουμπάν, ωστόσο, επειδή σέβονταν και εκτιμούσαν τον π. Νικόλαο για την ακεραιότητά του, αρκετές φορές τον προειδοποίησαν με απεσταλμένους τους για την επικείμενη σύλληψή του και τον παρακίνησαν να διαφύγει έγκαιρα.

– Νικόλαε Αντρέγεβιτς, του έλεγαν, συγκεντρώνονται στοιχεία για τη δικαιολόγηση της συλλήψεώς σας. Μη χάνετε καιρό! Θα σας δώσουμε άλογα. Παρτε τα και φύγετε!

Αλλά και οι ενορίτες, αναστατωμένοι, τον παρακαλούσαν να κρυφτεί, πηγαίνοντας σ’ άλλον τόπο για ένα χρονικό διάστημα.

Ο π. Νικόλαος δεν άκουσε κανέναν. Έμεινε κοντά στο ποίμνιό του και συνέχισε να κηρύσσει, όπως πρώτα, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη, τη μετάνοια. Δεν δίσταζε, μάλιστα, να στηλιτεύει την αθεΐα, που είχε διαβρώσει τα θεμέλια της ορθόδοξης Ρωσίας και οδηγούσε τον λαό της στον πνευματικό θάνατο. Πολλοί του έλεγαν ότι με τα αντεπαναστατικά του κηρύγματα θα προκαλούσε τη σύλληψή του.

– Τα κηρύγματά μου δεν έχουν τίποτα το αντεπαναστατικό, απαντούσε. Μιλώ για το μέλλον της Ρωσίας μας, που διαγράφεται ζοφερό.

Τελικά, το 1930 τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε εγκλεισμό δύο ετών σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας. Τον έστειλαν στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Σατούρσκι, όπου εργάστηκε αρχικά ως φορτωτής τύρφης και αργότερα ως αποθηκάριος. Στο διάστημα αυτό η πρεσβυτέρα του Ελένη πέθανε από την πείνα. Τα χρόνια εκείνα του μεγάλου λιμού, αν ένα άλογο ψοφούσε στον δρόμο, μέσα σε λίγες ώρες δεν απέμενε απ’ αυτό τίποτα. Από τα χωριά των Κοζάκων του Κουμπάν είχαν εξαφανιστεί και τα σκυλιά και οι γάτες.

Μετά την έκτιση της ποινής του ο π. Νικόλαος διορίστηκε εφημέριος στο χωριό Βισοτσέρτ της Λευκορωσίας. Στα 1933-34 ο λιμός, έπειτα από μια πρόσκαιρη ύφεση, παρουσίασε νέα έξαρση. Ο π. Νικόλαος και τα παιδιά του απέφυγαν τον θάνατο από την πείνα χάρη στη βοήθεια της διευθύντριας του τοπικού ελαιοπαραγωγικού εργοστασίου, που ήταν μια βαθιά πιστή γυναίκα. Κάθε μέρα τους πρόσφερε ένα μπιτόνι γάλα, που για να το πάρουν τα παιδιά του ιερέα πεζοπορούσαν επτά χιλιόμετρα.

Το 1935 ο π. Νικόλαος διορίστηκε εφημέριος στον Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου του χωριού Ποντλέσναγια της επαρχίας Μόσχας. Πηγαίνοντας εκεί, βρήκε την ενορία διαλυμένη και τον ναό μισοερειπωμένο, γιατί οι τοπικές αρχές είχαν δρομολογήσει το κλείσιμό του. Εκείνος, όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να επιδιορθώσει τον ναό και να μαζέψει τους ενορίτες. Ο ναός με το εντυπωσιακό καμπαναριό και τους ανακαινισμένους τρούλους έγινε ένα κόσμημα, πραγματικός οίκος του Θεού. Στις κατανυκτικές ακολουθίες έρχονταν τώρα τόσοι άνθρωποι, που δημιουργούνταν το αδιαχώρητο· πολλοί αναγκάζονταν να στέκονται στον δρόμο.

Μολονότι έπασχε και από την καρδιά του και από τα πόδια του, ο καλός ποιμένας περιόδευε σχεδόν κάθε μέρα στη μεγάλη ενορία του, βοηθώντας υλικά και πνευματικά όσους είχαν οποιαδήποτε ανάγκη. Για τους περισσοτέρους ήταν το τελευταίο καταφύγιο και η μοναδική τους ελπίδα. Συχνά, επιστρέφοντας στο σπίτι, έλεγε στη μητέρα του:

– Μητέρα, δεν θα σου δώσω χρήματα για το σημερινό φαγητό μας. Όλα όσα είχα τα μοίρασα σε φτωχούς και αρρώστους.

Εκείνη ούτε θύμωνε ούτε βαρυγγωμούσε. Πιστή καθώς ήταν, γνώριζε ότι ο Κύριος ποτέ δεν αφήνει πεινασμένον εκείνον που βοηθάει τον πλησίον.

Η αδελφή του π. Νικολάου ήταν δασκάλα τραγουδιού. Διαπιστώνοντας πως ο αδελφός της είχε υπέροχη φωνή και μουσικό αυτί, επανειλημμένα τον παρακινούσε να εγκαταλείψει την ιερωσύνη.

– Οι καιροί είναι δύσκολοι, του έλεγε. Δεν βλέπεις τί γίνεται στη χώρα μας; Σκέψου τα παιδιά σου. Πρέπει να τα θρέψεις. Αν δουλέψεις στο θέατρο, με τη φωνή που έχεις, θα αποκτήσεις και χρήματα πολλά και δόξα μεγάλη.

Ο ιερέας, ωστόσο, απέρριπτε σταθερά τις προτάσεις της, λέγοντας:

– Τον σταυρό του Χριστού, που τον πήρα εκούσια στους ώμους μου, θα τον σηκώσω ως το τέλος, ό,τι κι αν συμβεί…

Το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου του 1938 κάθονταν όλοι στο σπίτι, γύρω από την πέτσκα (σόμπα), και συζητούσαν ευχάριστα. Ένα κερί μόλις που φώτιζε το δωμάτιο.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, η οποία αμέσως άνοιξε διάπλατα. Το κερί έσβησε. Κάποιο από τα παιδιά άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Τότε όλοι είδαν στην είσοδο έναν βλοσυρό άνθρωπο με χλαίνα και περίστροφο στη ζώνη.

– Ο Κανταούρωφ εδώ μένει; ρώτησε με τραχιά φωνή.

– Παιδιά, όλα τέλειωσαν! είπε ο π. Νικόλαος μ’ ένα σοβαρό ύφος, αλλά δίχως να χάσει την ειρήνη του.

Αποχαιρέτησε θερμά την οικογένειά του και, παραδομένος στο θέλημα του Θεού, ακολούθησε τον άνδρα της ΝιΚαΒεΝτε.

Τον έκλεισαν αρχικά στις φυλακές της Κολόμνα και έπειτα στις φυλακές της Μόσχας. Τον κατηγορούσαν για άσκηση αντισοβιετικής προπαγάνδας και για διάδοση αντεπαναστατικών ιδεών. Η ανάκριση δεν κράτησε παρά μια μόνο μέρα και το πόρισμα ήταν, βέβαια, ενοχοποιητικό. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1938 η τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε τον καταδίκασε σε θάνατο με τουφεκισμό. Στις 17 Φεβρουαρίου ο π. Νικόλαος εκτελέστηκε και η ψυχή του ενώθηκε με τις ψυχές των ιερομαρτύρων που θυσιάστηκαν για την αγάπη του Χριστού. Το σκήνωμά του τάφηκε σε άγνωστο τόπο.
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 265.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου