Ἀγγελόπουλος Παναγιώτης (Εἰσαγγελεύς Ἐφετῶν Ἀθηνῶν)
Μάϊος τοῦ 2003 καί ἡ Διακαινίσιμη περίοδος ἦταν στό τέλος της. Μέ συντροφιά ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολύ πρωί- ἀξημέρωτα ἀκόμα- γιά ἕνα προσκύνημα, στήν Ἱ. Μ. τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας.
Ἡ Παρέα μας, γνωστός Ἡγούμενος Μεγάλης Ἁγιορείτικης Μονῆς, ἕνας Ἱερομόναχος καί ἕνας ἀκόμα λαϊκός.
Εἶχα καιρό τήν ἐπιθυμία νά κάνω ἐκεῖνο τό προσκύνημα καί νά δῶ ἀπό
κοντά, τόν ὀνομαστό ἐπιστήθιο φίλο τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, τόν Ἅγιο Γέροντα π. Ἀμβρόσιο Λάζαρη.
κοντά, τόν ὀνομαστό ἐπιστήθιο φίλο τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, τόν Ἅγιο Γέροντα π. Ἀμβρόσιο Λάζαρη.
Παρακλήθηκα, περασμένες 12 τήν προηγούμενη τό βράδυ, νά κάνω τόν ὁδηγό τῆς συνοδείας, γιατί «κάτι ἔτυχε στόν προγραμματισμένο ὁδηγό» τῆς παρέας…. Ἡ χάρη τῆς Παναγίας μέ κάλεσε νά ζήσω τά γεγονότα πού καταγράφω.
Ὁ ἥλιος πού ξεπρόβαλε, μᾶς βρῆκε νά ἀνηφορίζουμε μέ τό αὐτοκίνητο τίς στροφές τοῦ Παρνασσοῦ. «Μάγεμα ἡ φύση κι’ ὄνειρο»[1].
Οἱ λαμπερές πρωινές ἀκτίνες του, χρύσιζαν τίς δροσοσταλίδες στά φύλλα τῶν δέντρων καί τῶν λουλουδιῶν, δίνοντας τή θέα καί τήν αἴσθηση μικρῶν διαμαντιῶν, πού σκορπίστηκαν ἁπλόχερα.
Ὁ καθαρός βουνήσιος ἀέρας καί ἡ πρωινή δροσιά παράβγαιναν λές, γιά τό ποιό θά μᾶς πρωτοευχαριστήσει.
Μέσα σέ μία Πασχαλιάτικη πρωτόγνωρη χαρά, ἀνάμεσα στά ἔλατα, στά πεῦκα, τίς καρυές, τό θυμάρι καί τίς κουμαριές, τό αὐτοκίνητό μας, ἦταν ὁ μόνος θόρυβος στή φύση.
Στήν μοναξιά καί ἡσυχία πού τίποτα ἄλλο δέ διέκοπτε, τριγύρω, ἐκτός ἀπ’ τά πουλιά πού τραγουδοῦσαν ἤ φτερούγιζαν ἀθόρυβα, φθάσαμε, περασμένες ἑξίμισυ τό πρωί, στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Στίς ἑπτά ἔπρεπε νά ἀρχίσει ἡ Θ. Λειτουργία.
Στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας, μᾶς περίμενε μ’ ἕνα φτυάρι στά χέρια, τακτοποιώντας, ἔξω ἀπό τό δρόμο φρεσκοφερμένη κοπριά, γιά τά φυτά καί τά λουλούδια τῆς Μονῆς, ὁ πνευματικός της Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης.
Μέ ἔκδηλη χαρά μικροῦ παιδιοῦ χαιρέτησε τούς ἱερεῖς καί περίμενε καί μένα νά σταθμεύσω τό αὐτοκίνητο σέ ἀσφαλές σημεῖο.
Βγῆκα ἀπ’ τό αὐτοκίνητο καί βρέθηκα μπροστά σέ ἕνα γίγαντα ἱερωμένο, μέ ἕνα πλατύ θεϊκό χαμόγελο καί μία τεράστια ἀγκαλιά.
«Ἔλα Παναγιώτη λεβέντη καί ἀργήσαμε. Μᾶς περιμένει ἡ Παναγία». Ἀσπάστηκα τό χέρι του καί σκέφθηκα ὅτι, κάποιος τοῦ εἶπε τ’ ὄνομά μου.
Μπήκαμε στόν περίβολο κι’ ἀπό τό διάδρομο ἀνάμεσα στίς ὁλάνθιστες, περιποιημένες τριανταφυλλιές, πηγαίναμε πρός τό καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς.
«Θά ψάλλουμε μαζί σήμερα κ. Εἰσαγγελέα. Πολύ χαρά ἔχω ποὺ ἤρθατε» Ἀπορῶ ἐγώ πάλι, ἀλλά ὑποθέτω ὅτι, γιά τήν ἰδιότητά μου, κάποιος θά τοῦ εἶπε κάτι, ἀλλά πότε; μέσα στή νύχτα; Πῶς τά ξέρει ὅλα αὐτά γιά μένα. Πρώτη φορά τόν συναντῶ…. Ἄλλο ὁδηγό περίμενε.
Μπήκαμε στό Ναό. Διάβασα τόν ἑξάψαλμο, ἔψαλε ὁ π. Ἀμβρόσιος, μαζί του καί ἐγώ σέ μία κατανυκτική ἀνοιξιάτικη ἀτμόσφαιρα. Μοναδική ἐμπειρία Θ. λειτουργίας.
Ἤμουνα δίπλα σέ ἕνα ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας κι’ ἔζησα μοναδικές στιγμές. Ἡ συνέχεια μοῦ τόδειξε ἀδιαμφισβήτητα.
Γίγαντας στό σῶμα, στήν ψυχή καί στήν ἁγιότητα, ὁ Γέροντας, μᾶς καλοδέχθηκε στό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, μετά τό «δι’ εὐχῶν τῆς ἀκολουθίας».
Ἡ Γερόντισσα Παρθενία (ἄν θυμᾶμαι σωστά) καί οἱ ἀδελφές, σέρβιραν καφέ, τσάϊ ἀπό τόν Παρνασσό, μέλι, ψωμί, τυρί, παξιμάδια καί πολύ ἀγάπη.
Οἱ συμβουλές τοῦ Γέροντα, μέ κοφτό λόγο, πού δέν ἐπέτρεπε ἀντίρρηση, προσωποποιημένες γιά τόν καθένα μας, ἔκαναν τούς ἀκροατές του νά τόν παρακολουθοῦν μέ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον.
Ἡ ὥρα πέρασε καί οἱ προσκυνητές ἀραίωσαν. Μείναμε ἡ παρέα μας ὁ Γέροντας καί δύο τρία πρόσωπα γνωστά του.
Ὁ Ἁγιορείτης ἡγούμενος, ἀποσύρθηκε νά ἐξομολογήσει κάποιους πού εἶχε μαζί τους συνεννοηθεῖ.
Μέχρις ὅτου ἑτοιμασθεῖ ἡ Τράπεζα μᾶς κάλεσε στό ἀπέρριτο κελί του, ὕψιστη τιμή γιά ἕνα ἐπισκέπτη, καί γυρίζοντας σέ μένα μοῦ λέει: «Εἰσαγγελέα τό βλέπεις αὐτό, δείχνοντάς μου παράλληλα ἕνα ἰδιόμορφο πέτρωμα, ὅσο ἕνα μανταρίνι σέ μέγεθος, μέσα σ’ ἕνα μικρό γυάλινο βαζάκι, πάνω στό κομοδίνο. Κούνησα καταφατικά τό κεφάλι μου καί ὁ Γέροντας συνέχισε.
«Ἄκου πού λές εἰσαγγελέα μου. Πρίν καιρό πέρασε, ἀπό δῶ ἕνας Ἑλβετός γιατρός, φίλος τοῦ Δεσπότη τῆς Λαμίας τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἤρθανε μαζί. Ἐγώ ἐκεῖνο τόν καιρό ὑπέφερα, ἀπό κάτι πόνους στή μέση καί ὁ Δεσπότης τό ἤξερε.
Λέει τοῦ γιατροῦ τό πρόβλημα καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ μέ ἐξέτασε, εἶπε ὅτι πρέπει νά χειρουργηθῶ ἄμεσα. Εἶναι πρόβλημα νεφροῦ αὐτό καί ἡ ἐγχείρηση, θά φρόντιζε αὐτός, νά γίνει στή Βιέννη, στό καλλίτερο νοσοκομεῖο. Ἔκαμα ὑπακοή στό Δεσπότη καί πῆγα πού λές, στήν Ἑλβετία.
Μπῆκα στό νοσοκομεῖο γίνανε οἱ ἐξετάσεις καί προγραμματίστηκε ἡ ἐγχείρηση. Ὅλοι συμφωνοῦσαν μέ τή διάγνωση κι’ ἔλεγαν ὅτι εἶναι σοβαρή ἐγχείριση…. Μοῦ ἔλεγαν νά μήν ἀνησυχῶ καί τέτοια.
Ἐγώ πάλι, μία ἀπορία τήν εἶχα, ἀλλά δέν ἀνησυχοῦσα, γιατί εἶχα ζήσει πολλά θαύματα… ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Ἀπό τήν ἡμέρα πού μέ πῆρε ἄγγελος ἀπό μία μπίντα[2] στόν Πειραιά, νά μέ πάει νά γίνω καλόγερος, στό Ἅγιο Ὄρος κι’ ὅταν ἔφθασα ἐκεῖ, μέ περίμεναν στήν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ οἱ Σαράντα Μάρτυρες, ὁλοζώντανοι δεξιά καί ἀριστερά σά φρουρά, γιά νά περάσω[3], μέχρι πού μέ ἔστειλε ὁ Γέρων Πορφύριος, νά φτιάξω τό μοναστήρι Της, μετά τόν πάπα-Ἀνυπόμονο[4], καί μέχρι τώρα πού σοῦ μιλάω, καί τί θαῦμα δέν εἶδα. Γι’ αὐτό σοῦ εἶπα δέ φοβόμουνα.
«Ἐπιρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου, καί αὐτός σέ διαθρέψει» [5] δέν λέει;
Τήν παραμονή τῆς ἐγχείρισης ἀπόγευμα, κατέβηκα στόν κῆπο τοῦ νοσοκομείου νά προσευχηθῶ καί νά περπατήσω. Μεγάλο νοσοκομεῖο!.
Ὅπως περιπάταγα, βλέπω πού λές, εἰσαγγελέα μου κι’ ἕνα ἄλλο παπά, πολύ- πολύ γνωστό, μέτριο ἀνάστημα νά’ ρχεται πρός τό μέρος μου, ἀπό τήν ἀντίθετη μεριά, ἀπό ἄλλη πόρτα τοῦ νοσοκομείου. Ἔφθασε κοντά μου χαιρετηθήκαμε.
Τί κάνεις πάπα-Ἀμβρόσιε, πόσο χαίρομαι πού σέ βλέπω!!! Πολύ καλά πάτερ μου, ἀλλά νά σκέφτομαι τόν κόσμο μας, τά λάθη μας, τίς ἁμαρτίες μας, πονάω κιόλας, ἀλλά Δόξα τῷ Θεῷ….
Πιάσαμε πολλή κουβέντα, πού λές, ἀλλά ντρεπόμουνα νά τόν ρωτήσω τ’ ὄνομά του πού δέν μποροῦσα νά τό θυμηθῶ μέ τίποτα. Μοῦ ἦταν ὅμως πολύ γνωστός, εἴπαμε γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο, τό Σεραφείμ, γιά Δεσποτάδες γιά πολλά….
Τόν θαύμασα! Ἀλλά πῶς τόν ρωτᾶς «πῶς σέ λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπή το ’νοιωθα κάτι τέτοιο….
Περπατήσαμε ὥρα. Σουρούπωσε καί ἔπρεπε νά γυρίσω στό θάλαμο, νά περάσουν οἱ νοσοκόμες, νά ἑτοιμαστῶ γιά τήν ἐγχείριση.
Καθώς τό σκεφτόμουνά μοῦ λέει: Ἄντε πᾶμε μέχρι τό θάλαμο Ἀμβρόσιε καί θά φύγω καί γώ. Δέν μποροῦσα νά τοῦ φέρω ἀντίρρηση καί παρακαλοῦσα τή χάρη Της νά θυμηθῶ τό ὄνομά του….
Μπήκαμε κι’ ἔκατσε δίπλα μου στό κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ἀκόμα λίγο καί κάποια στιγμή, βάζει τό χέρι του στά πλευρά μου καί μοῦ λέει: Ἐδῶ θά ἐγχειρισθεῖς; Ναί ἀδερφέ μου τοῦ λέω….
Ἀμέσως ἔνοιωσα ἕνα πόνο, ὅπως μέ ἀκούμπησε καί ἔντονη ἐπιθυμία νά πάω στήν τουαλέτα. Πῆγα καί «Μέγας εἶ Κύριε καί θαυμαστά τά ἔργα σου»[6]
Μέ ἔντονους πόνους, σάν τούς πόνους τῆς γέννας λένε εἶναι τοῦτοι, ἔβγαλα αὐτή τήν πέτρα πού βλέπεις. Γύρισα ἐξαντλημένος στό κρεβάτι καί λέω στόν παπά πού ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ. Πάτερ μου, μοῦ εἶσαι τόσο γνωστός, μά τόσο γνωστός, ἀλλά δέν θυμᾶμαι τό ὄνομά σου.
Συγχώρα με!!! Ἀλλά πῶς σέ λένε καί πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
Σηκώνεται καί τί μοῦ λέει: Μ’ ἀγαπᾶς τόσο πολύ κι’ ἐγώ σ’ ἀγαπῶ καί δέν μέ θυμᾶσαι Ἀμβρόσιε;
Ἄκου νά δεῖς, ἐδῶ βρέθηκα, γιατί πάω ὅπου θέλω, συκοφαντήθηκα καί κατηγορήθηκα ἔτσι πού τά λέγαμε στόν κῆπο ὅσο κανένας ἄλλος καί ἡ ἀμοιβή μου εἶναι νά πηγαίνω ὅπου θέλω καί ὅποτε θέλω γιά νά βοηθάω τούς ἀνθρώπους…… Εἶμαι ὁ Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ!!! κι’ ἐπειδή σ’ ἀγαπῶ, ἦρθα καί σέ χειρούργησα.
Αὐτό νά τό δείξεις αὔριο στούς γιατρούς, γιατί αὐτοί δέν πιστεύουν, εἶναι ἀσταύρωτοι καί ἀμύρωτοι. Ὅταν τό δοῦν καί σέ ἐξετάσουν πές τους ὅτι σέ χειρούργησα ἐγώ. Θά τό καταλάβουν. Σ’ ἀφήνω τώρα καί καλή ἀντάμωση καλή ἐπιστροφή… καί βγῆκε ἀπό τό θάλαμο….»
Αὐτή πού λές εἰσαγγελέα μου εἶναι ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ μανταρινιοῦ πού βλέπεις. Το ’χω ἐδῶ γιά νά μήν ξεχάσω ποτέ τή συνάντηση….. Εἴπαμε κι’ ἄλλα πολλά, μέ τόν Γέροντα Ἀμβρόσιο, ἀλλά γι’ αὐτά ἴσως κάποια ἄλλη φορά. Δέν εἶναι τοῦ παρόντος[7].
Σήμερα, στή μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Ἁγίου τῆς ἄκρας ὑπομονῆς, πού ἔπαθε ἀπό τόν τότε ἄθεο εἰσαγγελέα Ἀττικοβοιωτίας, πού τόν ἐπεσκέφθη στό Μοναστήρι του στήν Αἴγινα καί τόν ἔπιασε ἀπό τό ἁγιασμένο του ράσο ταρακουνώντας τον, γιά νά τοῦ πεῖ ποῦ ἔχει τά παιδιά πού ἔκανε μέ τίς καλόγριες (!!!), θυμήθηκα τό θαῦμα τοῦ Ἁγίου, στόν γνωστό, διορατικό Γέροντα Ἀμβρόσιο. Τό θυμήθηκα καί τό κατέγραψα, ὅπως μοῦ τό διηγήθηκε.
Ὅ,τι ἔγραψα τό ἔγραψα ὡς ἐλάχιστο θυμίαμα στή χάρη τοῦ Ἁγίου τοῦ αἰῶνος. Εὐελπιστῶ ὅτι καί ὁ Γέρων Ἀμβρόσιος θά συμφωνήσει μέ τό εἶδος καί τήν ἔκταση τοῦ θυμιάματος, ἀπό τά οὐράνια σκηνώματα.
Ἔγραψα ἐπίσης ὅ,τι ἔγραψα, γιατί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος κατεκρίθη καί κατεδικάσθη ἀδίκως, τόσο ἀπό τήν κοσμική ὅσο καί ἀπό τήν ἐκλησιαστική δικαιοσύνη τῆς ἐποχῆς του, ὅσο κανείς ἄλλος.
Τοῦ ὀφείλουν καί οἱ δύο αὐτές καί οἱ λειτουργοί τους, αἰώνια συγνώμη. Τό προσωπικό μου ἀπολογητικό χρέος, αὐτῆς τῆς ὀφειλόμενης συγγνώμης μέ ὁδήγησε στήν καταγραφή τῆς συζητήσεώς μου, μέ τόν Γέροντα Ἀμβρόσιο. Τίποτα περισσότερο καί τίποτα λιγότερο.
Ὁ ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανεὶς «ἀρετῆς φίλος γνήσιος» ἄς πρεσβεύει ὑπέρ τῆς χειμαζομένης Ἑλλάδος μας «ἀναβλύζων ἰάσεις παντοδαπάς» καί ἐνεργῶν «πᾶσιν ἰάματα».
Ἀθήνα 9-11-2016
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ.
[1] «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι» Δ. Σολωμού
[2] Σιδερένια δέστρα πού χρησιμοποιεῖται γιά τό δέσιμο τῶν παλαμαριῶν (σχοινιά) τοῦ καραβιοῦ στήν προβλήτα τοῦ λιμανιοῦ.
[3] Ἐννοεῖ τήν Ι.Μ. Ξηροποτάμο, ὅπου στήν μετώπη τῆς εἰσόδου ἔχει τήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα.
[4] Ἐννοώντας τόν Γερμανό Δημάκο πού εἶχε τό ψευδώνυμο Ἀνυπόμονος κατά τήν περίοδο τῆς Ἀντίστασης, κατοπινό ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, ἀπό τό 1950.
[5] Ψάλμ. νδ' 23
[6] Εὐχή Μεγάλου Ἁγιασμοῦ
[7] Τά πρόσωπα πού ἀποτελοῦσαν τήν μικρή ἐκείνη συντροφιά εἶναι ἀκόμα στή ζωή καί γι’ αὐτό δέν ἀναφέρω ὀνόματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου