Σεβαστέ καί ἀγαπητέ,
Μέ πολλή χαρά καί ἀγάπη διάβασα τό γράμμα πού μοῦ γράψατε μέ αἴσθημα καί ἐμπιστοσύνη, ἀπαντώντας στό δικό μου. Μέ καλωσύνη χριστιανική δικαιώνετε ἕναν ἄνθρωπο πού δέν εἶναι θεολόγος, ἀλλά
πού μοναχά ἀγαπᾶ ἀπό βάθους ψυχῆς τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, κι' αὐτός ὁ πόθος του τόν κάνη νά παίρνει τό θάρρος νά μπαίνει ἀπρόσκλητος καί χωρίς χιτώνα εἰς τόν γάμον, καί νά μιλᾶ γιά τά πράγματα τῆς θρησκείας. Εἶμαι ἀληθινά ἕνας ἀμαθής, καί ὅ,τι λέγω τό λέγω ὅπως μέ ὁδηγᾶ τό αἴσθημά μου κι' ὅπως μέ φωτίζει ὁ Θεός βλέποντας τήν ἁγνή πρόθεση μου. Λοιπόν σᾶς παρακαλῶ νά κρίνετε ὅ,τι λέγω, πού εἶνε ἁπλοϊκό καί αὐθόρμητο, μέ τό μέτρο πού τοῦ πρέπει, δηλ. μέ ἐπιείκεια:
Λέτε πώς ἡ Ὀρθοδοξία δέν φοβᾶται ἀπό κανέναν. Ναί, βέβαια «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύουσιν αὐτῆς». Ἀλλά μήπως μᾶς ἀφαιρέσει ὁ Κύριος τή χαρά τῆς ἀληθινῆς πίστεώς του ἐπειδή γινήκαμε ἀνάξιοι νά τήν ἔχουμε, καί τήν ἀφήσει μοναχά σέ ὅσους τόν λατρεύουνε ἐν ἁπλότητι, «ἐν ἀφελότητι καρδίας», κλεισμένοι μέσα σέ κρυφά σπίτια, «ἐν ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», «ἐν τοῖς ταμείοις», ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο ; Θαρρῶ πώς πολλοί Χριστιανοί μέ τό νά καταγίνονται πολύ ἐπιστημονικά μέ τόν Χριστιανισμό, ξεχάσανε καί χάσανε τόν Χριστό.
Τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας πολλοί, καί θεολόγοι, εὐλαβεῖς ἄνθρωποι καί μέ ἴσια καρδιά, θαρρῶ ὅτι δέν τήν ἀντιλαμβάνουνται, δέν τήν νοιώθουνε σωστά. Μέσα τους ἔχουνε μιὰν Ὀρθοδοξία παραμορφωμένη, ἕναν Χριστό ἄλλον ἀπό τόν ἀληθινό Χριστό πού εἴχανε μέσα στήν ψυχή τους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κι' οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί πού ζήσανε σέ καιρούς πού ἡ πίστη εἶχε πιό καθορισμένη μορφή. Γιατί κατά τήν γνώμη μου, ἡ μορφή καθορίζει καί τόν χαρακτήρα τῆς οὐσίας σαφῶς. Πολλοί νομίζουνε πώς ἡ μορφή εἶνε ἕνα ἐπουσιῶδες ἐξωτερικό ντύσιμο ἐνῶ ἔχει βαθύτατη ἀνταπόκριση καί ταύτιση μέ τήν οὐσία. Ἔχουνε τήν ἰδέα πώς εἶνε στά πιό πολλά ἕνα «αἰσθητικό ἤ αἰσθησιακό» (γιά τάς αἰσθήσεις) τεχνικό κατασκεύασμα αὐτοσχεδιασμένο ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιά μένα, στήν Ὀρθοδοξία ἡ μορφή εἶνε ἡ ἁπτοποίηση (ἄς ποῦμε) τῆς οὐσίας της, εἶνε δηλαδή ἡ πνευματική ἔκφρασίς της μέ μέσα ὑλικά, «τῶν αἰσθήσεων ἕνεκα» ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Διονύσιος στό ἔργο του «περί ἐπιγείου Ἱεραρχίας». Αὐτά πού λέγω εἶνε ἁπλά, ἐμπειρικά, μά φαίνουνται θεωρητικά, ὅπως γίνεται πολλές φορές ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει μέ λόγια νά ἐξηγήσει κάποιες ἁπλὲς καί θετικές καταστάσεις.
Ὁ Χριστός εἶνε μέσα στίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν. Πλήν δέν τόν γεννᾶνε οἱ ψυχές, ἀλλά ὁ ἴδιος, «ὁ ὤν, ὁ ζῶν», μπαίνει μέσα στίς ψυχές πού ἑτοιμασθήκανε νά τόν δεχθοῦν. Ὁ Χριστός λοιπόν δέν εἶνε εἴδωλον ὑποκειμενικόν, πού παραλλάσσει κατά τήν ψυχήν πού τό φτιάνει, ἀλλά τό κατ' ἐξοχήν Ὑπάρχον, μέ σαφέστατον περίγραμμα. Σύμφωνα πρός Αὐτόν μορφώνεται ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ «εἰς τό μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Γι' αὐτό ὁ Χριστιανισμός ἤτανε στά πρῶτα χρόνια Οἰκουμενικός κι' ἡ λατρεία του ἀπό τήν Ἐκκλησία γινότανε μέ τά ἴδια ἐξωτερικά σχήματα, σύμβολα καί ὑλικά μέσα, «τοῦ Χριστοῦ ὄντος χθές καί σήμερον τοῦ αὐτοῦ, καί εἰς τούς αἰώνας». Ἀλλά σιγά, σιγά, ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀντί νά πλασθεῖ κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ, ἔπλασε αὐτή τόν Χριστό κατά τό πρότυπόν της, καί διά νά γίνει αὐτό, τόν παρεμόρφωσε κατά τάς ποικίλας ἐπιθυμίας τῆς καρδίας της. Ἔτσι χωρίσθηκε ἡ μία Ἐκκλησία σέ πολλές, ἀναλόγως μέ τόν σαρκικόν χαρακτήρα, τά ἔθιμα καί τόν ἐξωτερικόν κόσμο πού περιέβαλλε τίς διάφορες φυλές τῶν ἀνθρώπων, καί χάθηκε ἡ οἰκουμενικότης τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ἤτανε παντοῦ ὁ ἴδιος, ἀπό τήν Ἀντιόχειαν ἕως τά Μεδιόλανα, ὑμνούμενος μέ τήν ἴδιαν ὑμνωδίαν, μέ τήν ἴδιαν εἰκονογραφίαν, μέ τόν ἴδιον ρυθμόν εἰς τήν τελετουργίαν, τά ἄμφια, τά ἀντικείμενα τῆς λατρείας, τά σύμβολα, κ.λ.π., μ' ἕναν λόγον μέ τό ἴδιο πνεῦμα τῆς λατρείας πού εἶνε ἡ ἁπτοποίησις τῆς ἀψαύστου οὐσίας τῆς θρησκείας μας, κ' ἡ ὁποία, μιὰ καί ἡ αὐτή λατρεία, πιστοποιοῦσε καί βεβαίωνε σαφῶς τόν ἕνα ὡς ἀναλλοίωτον ἀντικειμενικῶς χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου. Κι' οἱ κληρικοί καί θεολόγοι κάθε φυλῆς ἄρχισαν νά ἱερουργοῦν καί νά θεολογοῦν μέ τόν τοπικόν τρόπον πού ἐπέβαλε αὐτή ἡ ὑποκειμενική ἀντίληψις τῆς Ἐκκλησίας, κι' ἔτσι ἡ κάθε Ἐκκλησία ἐπῆρε ἕνα παράδοξον ἐθνικόν ἤ φυλετικόν χρωματισμόν, στενόν, ἀντί - οἰκουμενικόν. Σ' αὐτό συνήργησε πολύ καί ἡ παρεξήγησις μερικῶν ρήσεων τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἀποστόλων, ὅπως π.χ. «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», «τά πάντα γέγονα ἵνα τούς πάντας κερδίσω» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί ἄλλα, ἐνῶ ὁ Χριστός λέγει καί ξαναλέγει νά εἶνε ἕνα Αὐτός καί οἱ Χριστιανοί, καί στίς Πράξεις γράφει ὁ Εὐαγ. Λουκᾶς ὅτι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἤν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία». Πῶς εἶνε δυνατόν νά εἶνε μία ἡ καρδία τῶν πιστευόντων, ὅταν ὁ καθένας ψέλνει καί ζωγραφίζει κατά τό δικό του γοῦστο, κατά τό σαρκικό του φρόνημα ; Οὔτε στίς κοσμικές ἑνώσεις των οἱ ἄνθρωποι δέν νοιώθουνε πώς οἱ καρδιές τους εἶνε ἑνωμένες ὅταν, ἔχουνε ὁ καθένας ἄλλον τρόπο στό νά αἰσθάνονται μέ τά μάτια τους ἤ μέ τά αὐτιά τους. Καί δέν λέγει ὁ Λουκᾶς «αἱ καρδίαι καί αἱ ψυχαί ἦσαν ἡνωμέναι», ἀλλά «ΜΙΑ», χωρίς καμμιά διαφορά, γιατί καρδιά τους εἶχε γίνει ὁ Χριστός καί ἔκφρασίς του ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή οἱ κατά παράδοσιν τρόποι ἐκδηλώσεως.
Ἐπειδή ἔτυχε νά εἶμαι ζωγράφος καί πολυτεχνίτης, δηλαδή νά ἐκφράζομαι μέ ἁπτά καί θετικά μέσα, μπόρεσα νά ἰδῶ πιό καθαρά ποιά εἶνε ἡ οὐσία, ὁ χαρακτήρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τή μορφή της, ἀπό τά ἁπτά μέσα τῆς ἐκφράσεως πού μεταχειρίζεται. Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων, εἶδα (ἀφοῦ γνώρισα καλά καί δούλεψα μέ ἐπιτυχία στήν κοσμική τέχνη) ὅτι δέν εἶνε κάποια αὐθαίρετα κατασκευάσματα ἀνθρωπίνης ἐφευρέσεως (ἐμπνεύσεως, φαντασίας καί ταλέντου, ὅπως λένε) πού δείχνουν τήν ὑποκειμενικήν ἀντίληψιν πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά τά πρόσωπα τῆς θρησκείας, ὅπως εἶνε τά ἔργα τῆς Ἀναγεννήσεως καί τά ἄλλα τῶν δυτικῶν λαῶν, ρεαλιστικά, ἀναπαραστατικά (κινηματογραφικά), ἀλλά εἶνε ἔργα πνευματικά, ἐκφράζοντα τήν ἀναλλοίωτον πνευματικήν οὐσίαν τῶν ἱερῶν προσώπων ἀντικειμενικῶς (λαμβανομένου τοῦ «ἀντικειμενικῶς» στήν περιοχή τόν πνεύματος), ἤτοι ἔργα ἐκφραστικά τῆς εὐλαβείας τῶν πιστῶν, τά ὁποῖα ἔγιναν μέ θείαν ἐπιφοίτησιν, καί ὄχι κατά τήν ἀνθρωπίνην φαντασίαν ἡ ὁποία ποικίλλει κατά τό ἄτομον. Γι' αὐτό, καί ὅσοι ἁγιογράφοι ἔβαλαν τ' ὄνομά τους εἰς τά ἔργα τους, ἔγραψαν «διά χειρός τοῦ ἁμαρτωλοῦ τάδε», φανερώνοντας μ' αὐτό ὅτι δέν εἶνε ἔργον ἰδικόν τους, ἀλλά ὅτι ἔγινε ἀπό θείαν ἐπισκίασιν καί φώτισιν, ὁ δέ ζωγράφος ἔδωσε μόνον ταπεινῶς καί ὑπευθύνως τό χέρι του, ὡς ὄργανον ἁπλοῦν διά νά ζωγραφισθοῦνε αὐτά τά ἀκηλίδωτα ἀρχέτυπα. Γι' αὐτό ὑπάρχουνε στήν Ὀρθοδοξία καί εἰκόνες «ἀχειροποίητοι». Ἄλλως τε καί οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί, χωρίς νά τό λένε, φαίνεται ὅτι ζωγραφίζουνε τές εἰκόνες τῶν ἐκκλησιῶν των ἁπλῶς πρός τέρψιν (ἔστω καί τήν λεγομένην πνευματικήν), χωρίς νά ἀποδίδουν θαυματουργὰς ἰδιότητας σ' αὐτά τά ἔργα πού εἶνε ζωγραφισμένα μέ κοσμικό πνεῦμα, ὅπως οἱ πίνακες τῆς ἱστορικῆς, λεγομένης ζωγραφικῆς καί μόνον τό θέμα τους ἁπλῶς εἶνε θρησκευτικό. Καί πώς δέν περιμένουν θαύματα οἱ Δυτικοί ἀπό αὐτές τίς εἰκόνες, φαίνεται ἀπό τό ὅτι σ' ὅλες τίς πόλεις τῆς Ἰταλίας λ.χ. οἱ λεγόμενες εἰκόνες «Μiracolosae» εἶνε ὅλες παλιές βυζαντινές εἰκόνες, ἐνῶ θά γελάσουνε ἄν τούς πεῖς πώς εἶνε θαυματουργός καμμιά Παναγία τοῦ Ραφαέλλου ἤ τοῦ Ἀντρέα ντέλ Σάντο, ζωγραφισμένη ἀπό κάποια γυναίκα πού ποζάρισε, γιατί ὁ ζωγράφος ἔτσι φανταζότανε τήν Παναγία μέ τή σαρκική φαντασία του. Τό ἴδιο ἔγινε καί στή μουσική (πρό πάντων σ' αὐτή), στά ἄμφια (μπελερίνες σάν φτερά τοῦ Μεφιστόφελε, κολλαρίνες σιδερωμένες, κομπολόγια, βελλάδες κλπ.), στή μορφή τῶν παπάδων (ξούρισμα, δηλαδή κοσμικότατη ἀπασχόληση, ἀφοῦ κι' ὁ φτωχός ἅγιος Φραγκίσκος πού εἶχε λίγα γένεια ἀχτένιστα ζωγραφίσθηκε ξουρισμένος σάν τόν Πάπα, αὐτός πού δέν ἔτρωγε κἄν καί ζοῦσε σάν ἀγρίμι, ξουριζότανε καθημερινῶς μέ ζιλέτ. Σέ τέτοια ἀνοησία φτάνει ὁ ἄνθρωπος καί δή ὅταν ἐπικαλεῖται διαρκῶς τή λογική, ὅπως οἱ Δυτικοί).
Ἔτσι λοιπόν, ἀντί νά ἁγιασθεῖ ἡ ζωή τῶν Χριστιανῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία στίς τέχνες, στά ἔθιμα κλπ., ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε κοσμική, αἴθουσα παραστάσεων πρός τέρψιν. Στίς εἰκόνες ὁ Χριστός κι' οἱ ἅγιοι ἔγιναν κατ' εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τῶν ἀνθρώπων, μέ γαλανά μάτια καί μέ ξανθά μαλλιά καί γένεια ἤ καί ξουρισμένοι, ἀκόμα καί μέ τά κοστούμια πού φορούσανε αὐτοί κι' οἱ γυναῖκες τους, ἀναλόγως τή φυλή τους. Κ' ἡ ὑμνωδία ἔγινε κι' αὐτή τραγούδι θεατρικό, ἐρωτικό, ὅπως δυστυχῶς πάει νά γίνει καί σ' ἐμᾶς, πού κατήντησε γιά μᾶς ἕνα τό «ψέλνω» μέ τό «τραγουδῶ».
Γιά ὅλα αὐτά καί γιά ἄλλα ἔγινα φανατικός ζηλωτής τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι γιατί εἶμαι Ἕλληνας Ὀρθόδοξος, ἀλλά γιατί πιστεύω ἀκράδαντα πώς ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἡ μόνη πού διετήρησε ἀπαραμόρφωτη τή λατρεία, τίς ἅγιες τέχνες καί τά ἱερά ἔθιμα μέ τήν παράδοσή μας, καί συνεπῶς ἡ ψυχή ἔρχεται σ' ἐπικοινωνία μέσον αὐτῶν μέ τήν ἀληθινή, ἀπαραμόρφωτη οὐσία τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας. Γνώρισα ἕως τώρα πέντε-ἕξη ξένους πού γινήκανε Ὀρθόδοξοι ἤ ποθοῦνε νά γίνουνε ἀπό ἀνάγκη ψυχική, γιατί νοιώσανε αὐτά ποὺ ἔνοιωσα κι ἐγώ. Καί σέ ὅλα «ἡ καρδία ἡμῶν καί ἡ ψυχή ἐστί μία», ἄν κι ἐγώ εἶμαι Ἕλληνας τῆς Μ. Ἀσίας, ὁ ἕνας ἀπ' αὐτούς Γάλλος, ὁ ἄλλος Ἰσπανός, ὁ ἄλλος Ἀμερικάνος, ἡ ἄλλη Γερμανίδα, ὁ ἄλλος Βέλγος. Νά ἡ οἰκουμενικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μουσουλμάνοι κρατήσανε πιό οἰκουμενική τή θρησκεία τους, γιατί εἶνε φαίνεται πιό ταπεινοί καί πιό ἁπλοί καί ἴσιοι, ἀπό τούς λεγόμενους Χριστιανούς. Ἀπό τό Κάιρο ὡς τό Βεναρές, ἀπό τό Ὀρμούζ ὡς τή Σαμαρκάνδη, παντοῦ τό τζαμί ἔχει τό ἴδιο σχέδιο, ὁ μουεζίνης ψέλνει μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὁ χότζας ντύνεται κατά τόν ἴδιο ἀρχαῖο τρόπο καί ἔχει γένεια, σημεῖο πώς εἶνε ὁ φυσικός τύπος τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός. Ἀκόμα σέ χῶρες πού ἀλλάξανε κάποια δόγματα τοῦ Κορανίου ὅπως στήν Περσία, ὁ χαρακτήρας τῆς λατρείας εἶνε ὁ ἴδιος. Γιατί ἐκεῖ δέν πετάγουνται οἱ διάφοροι πορνοΡαφαέλοι καί οἱ κοσμικοί Σαίν Σάνχ, νά κάνουνε τό κέφι τους μέσα στήν Ἐκκλησία, σάν νἄνε θέατρο.
Θέλω νά τά πῶ μέ λίγα λόγια, μά ἄθελά μου λέγω πολλά καί συμπαθᾶτε με.
Λοιπόν, κατά τήν ἁπλή γνώμη μου, ὁ χαρακτήρας τῆς Ὀρθοδοξίας δέν καθορίζεται μόνο ἀπό τά δόγματα, κι' οὔτε ἡ θεολογία μπορεῖ μοναχή νά τόν καθορίσει. (Τό «Filioque» στάθηκε μιὰ ἀφορμή γιά νά χωρίση ἀπό τήν ὀρθοδοξία ἡ Δύση, ἐπειδή κατά βάθος εἶχε ἄλλα γοῦστα, ἄλλα φυλετικά ἰδεώδη). Καθορίζεται ὅμως καθαρά, ἁπλά, ἐμπειρικά, ἄμεσα, ἀπό τή λειτουργική διάταξη, ἀπό τίς τέχνες (μουσική, ἁγιογραφία, ἀρχιτεκτονική), ἀπό τή μορφή τῶν Ἱερέων, τά ἄμφιά τους, τά ἱερά ἔθιμα. Μέ αὐτά τά ἐξωτερικά μέσα γνωρίσαμε κι' ἐμεῖς τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἔχουμε καί θά τήν ἔχουμε μέχρι θανάτου, «γραπτήν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Λοιπόν, χωρίς νά πελαγοδρομοῦμε σέ συζητήσεις ἀφηρημένες, ἔχω τήν γνώμη πώς εἶνε πολύ ἁπλό τό ζήτημα τῆς στερεώσεως τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας. Ἄν ἐπιτύχουμε ὥστε τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μας νά μήν παραβαίνεται κατά τό κέφι τοῦ κάθε ἱερωμένου, ἀλλά νά τηρεῖται ἀκριβέστατα, ἄν ἡ ψαλμωδία στίς ἐκκλησίες μας εἶνε ἡ βυζαντινή ὀρθόδοξος, ἐκτελεσμένη ἀπό τεχνίτες εὐλαβεῖς καί ἔμπειρους σ' αὐτή τήν τέχνη, χωρίς νά ἀνακατεύεται σ' αὐτή κάθε αἰσθηματολόγος ἀνόητος τενόρος τῆς πεντάρας, μή ἔχων ἰδέαν τί θά πεῖ Ἑλλάδα καί Ὀρθοδοξία, ἄν οἱ εἰκόνες ζωγραφίζουνται κατά τήν εὐσεβῆ καί θαυμάσια παράδοσή μας, ἄν πάψουνε διάφοροι ἀργόσχολοι νά γράφουνε «διατριβὰς» περί τοῦ «καμηλαυχίου ἤ καλυμαυχίου», «καί τῆς ἀνάγκης συγχρονισμοῦ τοῦ σχήματος τῶν ἱερέων», (μολονότι ὁ «συγχρονιζομανής» τάδε θεολόγος γεννήθηκε σ' ἕνα χωριό μέ πέντε σπίτια), ἄν μ' ἕναν λόγο ἡ ἐξωτερική, χεροπιαστή μορφή τῆς λατρείας στήν Ἐκκλησία μας ἀπομείνει ὅπως ἤτανε «ἀεί ἡ αὐτή μένουσα πλήν τά πάντα καινίζουσα» τότε καί τό πνευματικό περιεχόμενο τῆς θρησκείας μας θά σωθεῖ ἀληθινό, ἀλώβητο, ἀπαραμόρφωτο ὅπως τό νοιώθουμε κι' ἐμεῖς μέσα μας πού τό ζήσαμε καί δέν τό μάθαμε: «ὄχι μαθόντες, ἀλλά παθόντες».
Μέ ἀγάπην Φώτης Κόντογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου