Ο Μακαριστός Καθηγούμενος της ιεράς Μονής Διονυσίου Γαβριήλ, διηγείται το επόμενο αληθινό γεγονός: «Τον Οκτώβριο του 1913, ο επιτελάρχης του Εθνικού μας στρατού Βίκτωρ Δουσμάνης μας έστειλε
συνοδεία δύο στρατιωτών έναν ανιψιό του ψυχοπαθή και δαιμονισμένο, με μία επιστολή προς την Μονή μας, στην οποία έλεγε: «Εδώ, πατέρες, εις την πατρίδα μου, την Κέρκυρα, έχουμε το καλύτερο ψυχιατρείο της Ελλάδος. Εκεί έμεινε ο ανιψιός μου αυτός ο Γιάννης, αλλά δεν είδαμε καμία βελτίωση. Μας είπαν δε οι γιατροί ότι εξάντλησαν όλα τα μέσα της επιστήμης.
Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να τον στείλουμε σε σας εκεί στο Άγιο Όρος και σας παρακαλούμε να τον δεχθείτε και να του κάνετε ό,τι είναι δυνατόν πνευματικώς και ο Θεός ίσως τον λυπηθεί και αυτόν και εμάς και τον κάνει καλά». Η Μονή μας τον δέχθηκε και οι στρατιώτες τον έφεραν ελαφρά δεμένο, μας είπαν δε να τον προσέχουμε, μας τον παρέδωσαν και έφυγαν.
Τον κλείσαμε, βέβαια, σε ένα δωμάτιο. Εκεί μετέβαιναν οι ιερείς την Μονής κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, και του διάβαζαν ευχές και εξορκισμούς, χωρίς να συναντούν αντίδραση από μέρους του δαιμονισμένου. Όταν όμως είχε κρίσεις, φώναζε, βλασφημούσε και έσπαγε τα δεσμά.
Ο αρχοντάρης μοναχός, που του πήγαινε το φαγητό, άκουγε κάθε φορά από τον δαιμονισμένο στηλιτευτικούς λόγους για την προηγούμενη κοσμική του ζωή.
- Μια μέρα πήγα κι εγώ μαζί του, και μόλις μας είδε, άρχισε αμέσως να του λέγει επί λέξει: «Ορίστε μούτρα για μεγαλόσχημος καλόγηρος! Δεν θυμάσαι, βρέ τι έκανες εκεί, στα παγκάκια του Ζαππείου;
Στα ξενοδοχεία;». Κι άλλα χειρότερα. Όταν φύγαμε, μου λέει ο αδελφός: - Δεν ξαναπάω! Να βάλετε άλλον διακονητή.
Κάθε φορά που με βλέπει, με ρεζιλεύει. Τον ρώτησα: - Έχουν αλήθεια αυτά που λέγει ή φωνάζει αυτός με την συνεργία του δαίμονος; Μου απαντά μετά λύπης: - Δυστυχώς, είναι όπως τα λέγει. Τότε τον ερωτώ: - Δεν τα εξομολογήθηκες; - Δεν τα εξομολογήθηκα. Απάντησε στενάζοντας. Ντρέπομαι!
Τότε αμέσως του λέγω: - Σήκω να πας στον παπα- Νεόφυτο, στην Νέα Σκήτη, και να εξομολογηθείς αμέσως καταλεπτώς ένα προς ένα ό,τι δεν έχεις μέχρι τώρα εξομολογηθεί, για να φύγει το βάρος από πάνω σου, για να μην μπορεί ο δαίμονας να σε στηλιτεύει.
Με άκουσε, πήγε, εξομολογήθηκε, καθαρίστηκε, γύρισε λάμποντας ολόκληρος. Και αμέσως μετά με πήρε και πήγαμε μαζί στον δαιμονισμένο. Μόλις μας είδε, του λέγει: - Ααα, τώρα θα αρχίσω πάλι με το διάβασμα του καταστίχου και θα σου τα ψάλω όπως πρέπει.
Ύστερα από λίγο όμως αγριεμένος άρχισε να φωνάζει: - Δεν βλέπω τίποτα! Ποιος τα έσβησε; Ποιος σε συμβούλευσε; Τι να σε κάνω τώρα; Δεν βλέπω τίποτα μέσα στο κατάστιχό σου!
Εμείναμε άφωνοι, έκπληκτοι και μετά δακρύων δοξάσαμε τον Πανάγαθο Θεό, τον οικονομούντα τη σωτηρία των ανθρώπων διά της ιεράς Εξομολογήσεως και η ψυχή μας πλημμύρισε από χαρά πνευματική και ουράνια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου