Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ, ο Γ', ο μεγαλοπρεπής

Του Αγγέλου Ν. Πάκλαρα, Θεολόγου για την Romfea.gr
Εάν η ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου καυχάται και σεμνύνεται για τον Άγιο Ανδρέα, τον Πρωτόκλητο, ιδρυτή της πρωτόθρονης Εκκλησίας, τον Άγιο Στάχυ, τον Απόστολο, πρώτο του επίσκοπο, τον 
Άγιο Ιωάννη, τον Χρυσόστομο και τον Άγιο Νήφωνα, Αρχιεπισκόπους Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξαν και διάδοχοι αυτών που ελάμπρυναν επίσης με την πατριαρχεία τους, τις εκκλησιαστικές σελίδες του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.

Αναμφίβολα, ένας εξ αυτών, ήταν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ',(Δεβετζής), ο μεγαλοπρεπής.

Ένας πατριάρχης που αφιερώθηκαν προς τιμήν του, βιβλία, άρθρα, αφιερώματα, συνέδρια, που αποδεικνύουν περίτρανα πως κράτησε άσβεστη την ακοίμητη κανδήλα του πάνσεπτου θεσμού του Πατριαρχείου.

Γεννημένος στις 18 Ιανουαρίου του έτους 1834 στο Βαφειοχώριο, ο τότε προϊστάμενος του χωρίου του, π. Χρύσανθος, τον πήρε υπό την πνευματική προστασία του και επισκέπτηκαν το Άγιο Όρος.
Μετά την επιστροφή τους στην Πόλη και αφού ο γέροντάς του, είχε κοιμηθεί, υπηρέτησε πλησίον του μητροπολίτου Σάμου Γρηγορίου.

Αργότερα με προτροπή του Μητροπολίτου Κυζίκου Ιωακείμ, του μετέπειτα Οικ. Πατριάρχη Ιωακείμ του Β', έμεινε πλησίον του μητροπολίτη Πωγωνιανής Αγαπίου, αλλά και του διαδόχου του, Πωγωνιανής Νικάνδρου στο Βουκουρέστι.

Μετά απο σπουδές του εκεί, χειροτονήθηκε διάκονος από τον μητροπολίτη Νίκανδρο στις 10 Αυγούστου 1852, στο μετόχιο των Γραικών.

Αργότερα μετέβη στην Βιέννη, όπου εκτός από την συνέχιση των σπουδών του, υπηρέτησε ως διάκονος στους Ι. Ναούς Αγίου Γεωργίου και Αγίας Τριάδος.

Όταν ο γέροντας του, ο Κυζίκου Ιωακείμ, ανήλθε στον Οικουμενικό Θρόνο, τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη και στις 12 Νοεμβρίου 1860, εξελέγη δευτερεύων διάκονος, ενώ 23 Μαρτίου 1863, Μέγας Πρωτοσύγκελλος, χειροτονηθείς πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης, από τον ίδιο τον Πατριάρχη.

Μετά όμως την ξαφνική παύση από τον Οικ. Θρόνο του Ιωακείμ του Β', εξελέγη Οικ. Πατριάρχης ο Σωφρόνιος,ο Γ', ο από Αμασείας.

Αυτός, εκτιμών τα χαρίσματα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου Ιωακείμ, τον χειροτονεί σε ηλικία, μόλις 30 ετών, μητροπολίτη Βάρνης στις 10 Δεκεμβρίου 1864.

Διετέλεσε πρόεδρος της εφορίας της μεγάλης του Γένους Σχολής και σύμβουλος του ιερατικού εκπαιδευτικού συλλόγου.

Κατόρθωσε να επιφέρει την ειρηνική συμβίωση στην επαρχία του, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων εξαιτίας του οξύτατου προβλήματος, του Βουλγαρικού σχίσματος

Όταν ο γέροντάς του Ιωακείμ ο Β', επανήλθε στον θρόνο, μετέθεσε τον Βάρνης Ιωακείμ στην μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στις 9 Ιανουαρίου 1874, ύστερα από την παύση του Θεσσαλονίκης Νεοφύτου.

Εκεί επετέλεσε σπουδαίο ανακαινιστικό, προοδευτικό και πνευματικό έργο και αγαπήθηκε υπερβαλλόντως, όχι μόνο από τους Θεσσαλονικείς, αλλά και από τους μουσουλμάνους και ιουδαίους.

Διέθετε σύνεση, διορατικότητα, μεγαλοπραγμοσύνη, ταπείνωση, αγαθότητα και φιλανθρωπία. Δια όλες αυτές τις αρετές του, ετιμήθη από το Ελληνικό Έθνος.

Η αρχιερατεία του στην Θεσσαλονίκη διήρκησε μόλις 4 έτη.

Μετά την κοίμηση του Πατριάρχου Ιωακείμ του Β', ο τοποτηρητής του θρόνου Εφέσου Αγαθάγγελος συνέταξε τον κατάλογο προς εκλογήν 13 αρχιερέων, ο οποίος και επεστράφη απαράλλακτος από την Υψηλή πύλη.

Συνεκλήθη εκλογική συνέλευσις 69 μελών, αρχιερέων και λαϊκών.

Στο τριπρόσωπο έλαβαν οι Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, 60 ψήφους, ο Φιλιππουπόλεως 44 και ο Άρτης 35.

Στον Πατριαρχικό Ναό εξελέγη παμψηφεί νέος Οικ. Πατριάρχης ο από Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, σε ηλικία μόλις 44 ετών, στις 4 Οκτωβρίου 1878.

Ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Καλλίνικος έφθασε στην Θεσσαλονίκη για να παραλάβει τον νεοεκλεγέντα πατριάρχη, ο οποίος αναχώρησε 23 Οκτωβρίου από την Θεσσαλονίκη και μέσω του ατμόπλοιου "Πρίγκηψ Αμεδαίος", έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 25 του αυτού μηνός, φιλοξενηθείς στην παραθαλάσσια οικία, του μητροπολίτου Δέρκων Ιωακείμ.
Την 1η Δεκεμβρίου 1878 και μετά την παρουσίασή του ενώπιον του σουλτάνου, έλαβε χώρα η τελετή της ενθρονίσεώς του.

Ο Πατριάρχης εκφώνησε τον ενθρονιστήριο λόγο του, ενώ αντιφώνησε ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος Βαφείδης.

Στην συγκλειθήσα εθνοσυνέλευση, 12 Ιανουαρίου 1879, εκφώνησε το περίφημο υπόμνημά του, περί της εκκλησιαστικής καταστάσεως.

Ευθύς αμέσως άρχισε το μεγάλο έργο του, επιλύοντας με διακανονισμό το οικονομικό χρέος που προϋπήρχε, με άτοκο δάνειο από μεγάλους ευεργέτες του Γένους.

Την Μ. Πέμπτη του 1879, ετέλεσε για πρώτη φορά τον καθαγιασμό του Αγίου Μύρου. Ιδρυτής του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου.

Επισκεύασε τον πατριαρχικό οίκο, με το πατριαρχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου.

Ιδρυσε την πατριαρχική βιβλιοθήκη και εκκλησιαστικό τυπογραφείο, το 1880.

Μεταρύθμισε τον εσωτερικό βίο του Πατριαρχείου από το ευρωπαικώτερο προς το χριστιανικώτερο.

Ίδρυσε στην νήσο Πρώτη, την Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος με εκκλησιαστικό γηροκομείο.

Ανήγειρε περίλαμπρο κτίριο της μεγάλης του Γένους σχολής, στον λόφο του Φαναρίου.

Το 1879 στην νήσο Χάλκη, ανασυνέστησε την εν Μουχλίω ιερατική σχολή, την οποία αργότερα μετέφερε στην Παναγία των Βλαχερνών.

Καθιέρωσε το 1881, τον θεσμό του Πατριαρχικού επόπτου, των Ορθόδοξων ελληνικών σχολείων και συγκρότησε την φιλανθρωπική και εκπαιδευτική αδελφότητα προς ενίσχυση των νέων της Πόλης.

Το 1882, ίδρυσε σχολή βυζαντινής μουσικής και παράλληλα υπήρξε μεγίστη η μέριμνά του και οι οραματισμοί του για την Θεολογική σχολή της Χάλκης.

Το 1882 παραχώρησε στην Εκκλησία της Ελλάδος τις μητροπόλεις Λαρίσης, Άρτης, Φαναριοφερσάλων και Δημητριάδος καθώς και τις Επισκοπές Τρίκκης, Θαυμακού, Γαρδικίου, Σταγών και Πλαταμώνος.

Το ίδιο έτος η επισκοπή Σερβίων και Κοζάνης, προεβιβάσθη εις μητρόπολη.

Επίσης ίδρυσε τις Επισκοπές Δεσκάτης, Νευροκοπίου και Ανέων.

Επί πατριαρχείας του οι σχέσεις με το Πατριαρχείο της Ρωσίας ήταν άριστες, εξ ού και παρεχωρήθη ο Ναός του Αγίου Σεργίου στην Μόσχα, στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το 1879 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο, ανεγνωρίσθη το αυτοκέφαλον του Πατριαρχείου της Σερβίας.

Επί εποχής όμως του αυτοκράτορος Αβδούλ Χαμίτ του Β', δημιουργήθηκε το γνωστό προνομιακό ζήτημα της καταργήσεως όλων των προνομίων που είχε λάβει ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, αμέσως μετά την άλωση της Πόλης.

Κάποιοι συνοδικοί αρχιερείς, κληρικοί, δημοσιογράφοι και ομογενείς θεώρησαν, αδίκως υπεύθυνο, τον Πατριάρχη Ιωακείμ.
Ο ίδιος μη ανεχόμενος την τοιαύτη κατάσταση και προς διευθέτηση του προβλήματος, υπέβαλλε αξιοπρεπώς τρεις φορές την παραίτηση από τον Θρόνο του, στις 9, 16 και 29 Δεκεμβρίου 1883, εφησυχάζων στην ιδιωτική του κατοικία στο Βαφεοχώριον.

Παράλληλα όμως συνέχιζε να έχει επαφές με την Υψηλή πύλη, αποστέλλοντας στον μ.βεζύρη τα ιδιωτικά σημειώματα τα περίφημα "χουσουσιά" που τόσο θόρυβο εδημιούργησαν.

Βλέποντας όμως ότι λύσις στο πρόβλημα δεν υπήρχε και οδηγούνταν η κατάστασις σε αδιέξοδο, απεσύρθη οριστικώς του θρόνου του, 30 Μαρτίου 1884.

Τοποτηρητής ανέλαβε ο μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, ενώ διάδοχός του εξελέγη ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Δ', ο από Δέρκων.

Εν συνεχεία ως πρώην Οικ. Πατριάρχης επισκέφθηκε τα πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας ενώ από τον Σεπτέμβριο του έτους 1889, έως το 1901 απεσύρθη εις το Άγιον Όρος, αφού από παιδιόθεν το αγαπούσε και εφησύχαζε εις την περιοχήν Μυλοποτάμου, μετόχιον της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας.

Ο Ιωακείμ ο Γ' ηγαπήθη υπέρδεόντως απο το ποίμνιο του και για πρώτη φορά στα εκκλησιαστικά χρονικά υπήρξε το λεγόμενον "ιωακειμικόν κόμμα", που υποστήριζε όλες τις ενέργειες του πρώην Πατριάρχου, αλλά παράλληλα υπήρχε και το "αντι-ιωακειμικό" που ήταν κάθετο με τις όποιες αποφάσεις του.

Η οξύτητα κορυφώθηκε τον Μάιο του 1901, όταν μετά την παραίτηση του Πατριάρχου Κωνσταντίνου του Ε' ανέλαβε τοποτηρητής του Οικ. Θρόνου ο Προύσσης Ναθαναήλ.
Ο μητροπολίτης Προύσσης 23 Μαίου συγκαλεί εκλογική συνέλευση από 85 μέλη και αποστέλλοντος του καταλόγου προς εκλογήν νέου Πατριάρχου, αυτός επεστράφη από την Υψηλή πύλη, διαγράφοντας επτά αρχιερείς (Χαλκηδόνος Γερμανός, Δέρκων Καλλίνικος, Σμύρνης Βασίλειος, Λέρου Ιωάννης, Σερρών Γρηγόριος, Ανδριανουπόλεως Κύριλλος, και Ιωαννίνων Γρηγόριος)

Στο τριπρόσωπο της 25ης Μαίου έλαβαν ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ 83 ψήφους, ο μητροπολίτης Χίου Κωνσταντίνος 72 και ο μητροπολίτης Βάρνης Πολύκαρπος 69.

Τοιουτοτρόπως εν τω Ναώ, εξελέγη παμψηφεί για δεύτερη φορά, νέος Πατριάρχης ο Ιωακείμ ο Γ'.

Το χαρμόσυνο γεγονός ανηγγέλθη τηλεγραφικώς στον Ιωακείμ, ενώ ο μητροπολίτης Μηθύμνης Στέφανος ανεχώρησε μετά σονοδείας διά το Άγιον Όρος δια να συνοδεύση τον Οικ. Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη.

11η Ιουνίου 1901, τελείται η β' ενθρόνιση του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ', μετά πάσης μεγαλοπρεπείας, την δε ποιμαντορική ράβδο ενεχειρίζει εις αυτόν, ο μητροπολίτης Ηρακλείας Ιερώνυμος.

Στην νέα του πατριαρχεία ο Ιωακείμ εδέχθη τον βασιλέα της Σερβίας Πέτρος, τον πρίγκηπα της Ελλάδος Χριστοφόρο, τον Ελ.Βενιζέλο και τον Δημ.Γούναρη.

Καθαγίασε το Άγιο Μύρο άλλες δύο φορές το 1903 και το 1912, δηλαδή εν συνόλω έκαμε τρεις καθαγιασμούς.

Πολλά προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει στην β' πατριαρχεία του.

Πρώτα το 1904, οκτώ αρχιερείς ήρθαν σε έντονη ρήξη με τον Πατριάρχη ως προς το θέμα εκλογής της μητροπόλεως Βοσνίας και Ερζεγοβίνης με πρωτεργάτη τον Δυρραχίου Προκόπιο.

Νέα σύγχυσις έγινε και το 1910, όταν 11 σονοδικοί αρχιερείς, απαιτούσαν σύμφωνα με τον κανονισμό, να συγκαταλεχθεί ως μέλος της συνόδου ο Χαλκηδόνος Γρηγόριος, ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Ιωακείμ, μέλος του αντιιωακειμικού κόμματος...

Ο Πατριάρχης αρνούνταν αρχικώς κατηγορηματικά, αλλά τελικώς με το περίσσευμα της αγαθής καρδίας του εδέχθη και επήλθε ηρεμία εις τους κόλπους του Πατριαρχείου.

Σοβαρότερα προβλήματα που προέκυψαν ήταν η ανακήρυξη του Τουρκικού συντάγματος (1908), η σύγκληση της μεγάλης εθνικής συνελεύσεως (1910), το ζήτημα των μητροπολιτών της Μακεδονίας, (1903-1908) και η κήρυξις του βαλκανικού πολέμου (1912). Όλα τα αντιμετώπισε με νηφαλιότητα και επιτυχία.

Βελτίωσε κατά άριστον τρόπο τα οικονομικά του Πατριαρχείου και ανακαίνισε εκ νέου τον πατριαρχικό οίκο.

Ως φιλόστοργος πατήρ, ίδρυσε ορφανοτροφείο θηλέων στην νήσο Πρώτη και αρρένων στην Πρίγκηππο. Συνέστησε την σχολή γλωσσών και εμπορίου.

Φρόντισε για την άρτια οικοδομή του νοσοκομείου Μπαλουκλή, ενώ διέτρεφε και σπούδαζε πολλούς άπορους νέους.

Αγαπούσε την θεολογική σχολή της Χάλκης και φρόντιζε για την ομαλή λειτουργία της, αφού επι των ημερών του, ήταν ίσως η λαμπρότερη εποχή της.

Ελαστικός ως προς το θέμα των νηστειών, δεν κούραζε το ποίμνιό του με μακροσκελείς ακολουθίες, ενω ασχολήθηκε και με την τακτική έκδοση των ευαγγελικών διδαγμάτων επί τρία έτη.

Το 1908 άφησε την διαποίμανση των ελληνικών ορθοδόξων παροικιών της διασποράς στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Άμεσο το ενδιαφέρον του και η αγωνία του για την διαφύλαξη του ορθοδόξου φρονήματος του ποιμνίου του και η διατήρηση των καλών σχέσεων με όλα τα ορθόδοξα Αυτοκέφαλα Πατριαρχεία, αλληλογραφώντας με τους Πατριάρχες με πνεύμα ειρήνης και αδελφικής αγάπης.

Στις 21 Μαρτίου 1912, επί τη συμπληρώσει 75 ετών λειτουργίας του πανεπιστημίου Αθηνών, εξελέγη επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογίας.

Τιμήθηκε με παράσημα από την Οθωμανική αυτοκρατορία και το Βασίλειον της Ελλάδος.

Το Σάββατο 3 Νοεμβρίου 1912 ησθένησε, παραμένοντας εις το Πατριαρχείο, ενώ την Τρίτη 13 Νοεμβρίου, μετέστη εκ των προσκαίρων και φθαρτών εις τα αιώνια και άφθαρτα.

Ετέθη προς προσκύνηση εις τον Πατριαρχικό Ναόν καθήμενος επί θρόνου και ενδεδυμένος την αρχιερατική του στολή.

Η εξόδιος ακολουθία του ετελέσθη την Κυριακή 18 Νοεμβρίου, προεξάρχοντος του μητροπολίτου Αμασείας Γερμανού, τον δε επικείδιο εκφώνησε ο Αρχιγραμματέας της Συνόδου Απόστολος, ο μετέπειτα Ρόδου.

Αμέσως μετά έγινε η λιτάνευσις του σκηνώματος του εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως και επεβιβάσθη εις θαλαμηγόν με κατεύθυνσιν τα Υψωμαθειά και από εκεί ξαναετέθη εις προσκύνησιν εις την Ι.Μονήν Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή, έως της 21ης Νοεμβρίου.

Την πρωίαν ετελέσθη αρχιερατικό συλλείτουργο υπό των μητροπολιτών Μαρωνείας και Κομοτηνής Νικολάου, Σιατίστης Ιεροθέου και Δεβρών Παρθενίου.

Ακολούθησε η ταφή του εις το κοιμητήριον της Ιεράς Μονής μετά των προκατόχων του Πατριαρχών.

Ο μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης, "ο σοφός της εκκλησιαστικής ιστορίας", όπως τον αποκαλούσαν, είχε γράψει για τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ': "Αναμφιβόλως υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Πατριάρχες, πεπροικισμένος υπό ιδιοφυίας σπανίας, επίχαρις, ομιλητικός, απαράμιλλος κατά την ευρείαν του λόγου και οξύς την αντίληψιν, αυτομαθής και γνώστης πολλών, ακαταπόνητος εν τη εργασία και τη μελέτη, εφευρητικώς εν αμηχανία, πλήρης ζήλου και ανιδιοτελούς αγάπης υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους, διακρινόμενος διά την μεγάλη αυτοπεποίθησιν εν ταις σκέψεσι και ενεργείαις αυτού και την ήρεμον και βαθείσν κρίσιν επί των πραγμάτων".

105 έτη μετά την κοίμησίν του, αναφέρουμε τους τελευταίους λόγους του επικηδείου μητροπολίτου Ρόδου Αποστόλου του Α': "Ημείς ως εν οράματι δια των ομμάτων της ψυχής, ας συνοδεύσωμεν αυτόν, εισερχόμενον εις τον Παράδεισον, εν φαιδρότητι λαμπάδος, ανυμνούμενον υπό των Χερουβείμ, εν αναβάσει θυσιαστηρίου Αγίου, εδόξασε περιβολήν αγιάσματος."

Ιωακείμ του Γ' του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου, του μεγαλοπρεπούς, αιωνία αυτού η μνήμη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου