Τοῦ Ἀειμνήστου Φωτίου Κόντογλου
Μεθαύριο εἶναι ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μεγάλη γιορτή γιά ὅλη τήν Ἑλλάδα, πλήν ἰδιαίτερα γιά τή Θεσσαλονίκη, πού εἶναι κ ἡ πατρίδα του.
Η εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτη εἶναι διά
χειρός Φώτη Κόντογλου τό 1948 καί βρίσκεται στόν
Ἱερό ναό Ἁγίου Ἀνδρέα Κάτω Πατησίων.
Ἐκεῖ θά γίνει φέτος μεγαλύτερη πανήγυρη, ἐπειδή γιορτάζουνε τά ἐγκαίνια τῆς φημισμένης ἐκκλησιᾶς του, πού κάηκε στά 1917 καί τώρα εἶναι πάλι ξανακαινουργιευμένη ἀπό τήν ὑπηρεσία τοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας.
Ἡ πρώτη ἐκκλησιά ἤτανε ἕνα χτίριο ἀπό τά πιό ἀρχαῖα της χριστιανοσύνης, χτισμένη ἑκατό χρόνια ὕστερα ἀπό τά 303 μ.X., ποῦ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλά κάηκε ὕστερα ἀπό 300 χρόνια καί ξαναχτίσθηκε τόν καιρό πού βασίλευε ὁ Λέοντας ὁ Σοφός.
Αὐτά τά ἱστορικά καί κάθε ἄλλη πληροφορία γιά τό χτίριο, γιά τά ψηφιδωτά πού στολίζουνε τούς τοίχους, γιά τίς τοιχογραφίες, μπορεῖ κανένας νά τά μελετήσει καταλεπτῶς σ ἕνα χρήσιμο βιβλίο πού ἔγραψε τελευταῖα στήν ἁπλή γλώσσα ὁ ξεχωριστός βυζαντινολόγος Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος, καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος μαζί μέ τόν ἅγιο Γεώργιο, εἶναι τά δυό παλληκάρια τῆς χριστιανοσύνης. Αὐτοί εἶναι κάτω στή γῆ, κ οἱ δυό ἀρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ εἶναι ἀπάνω στόν οὐρανό. Στά ἀρχαῖα χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως ἅρματα, πλήν στά κατοπινά τα χρόνια τους παριστάνουνε ἁρματωμένους μέ σπαθιά καί μέ κοντάρια καί ντυμένους μέ σιδεροπουκάμισα. Στόν ἕναν ὦμο ἔχουνε κρεμασμένη τήν περικεφαλαία καί στόν ἄλλον τό σκουτάρι, στή μέση εἶναι ζωσμένοι τά λουριά πού βαστᾶνε τό θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ καί τό ταρκάσι πόχει μέσα τίς σαγίτες καί τό δοξάρι.
Τά τελευταῖα χρόνια, ὕστερα ἀπό τό πάρσιμο τῆς Πόλης, οἱ δυό αὐτοί ἅγιοι καί πολλές φορές κι ἄλλοι στρατιωτικοί ἅγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι ἀπάνω σε ἄλογα, σέ ἄσπρο ὁ ἅγιος Γεωργης, σέ κόκκινο ὁ ἅγιος Δημήτρης. Κι ὁ μέν ἕνας κονταρίζει ἕνα θεριό κι ὁ ἄλλος ἕναν πολεμιστή, τόν Λυαῖο.
Αὐτά τά ἅρματα πού φορᾶνε ἐτοῦτοι οἱ ἅγιοι, παριστάνουνε ὅπλα πνευματικά, σάν καί κεῖνα πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ντυθῆτε τήν ἁρματωσιά τοῦ Θεοῦ γιά νά μπορέσετε νά ἀντισταθῆτε στά στρατηγήματα τοῦ διαβόλου. Γιατί τό πάλεμα τό δικό μας δέν εἶναι καταπάνω σε αἷμα καί σέ κρέας, ἀλλά καταπάνω στίς ἀρχές, στίς ἐξουσίες, καταπάνω στούς κοσμοκράτορες τοῦ σκοταδιοῦ σέ τοῦτον τόν κόσμο καί καταπάνω στά πονηρά πνεύματα στόν ἄλλον κόσμο.
Γιά τοῦτο ντυθῆτε τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορέσετε νά βαστάξετε κατά τήν πονηρή τήν ἡμέρα, κι ἀφοῦ κάνετε ὅσα εἶναι πρεπούμενα, νά σταθῆτε. Τό λοιπόν, σταθῆτε γερά, ἔχοντας περιζωσμένη τή μέση σας μέ ἀλήθεια, καί ντυμένοι μέ τό θώρακα τῆς δικαιοσύνης καί μέ τά πόδια σᾶς σανταλωμένα γιά νά κηρύξετε τό Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης κι ἀπό πάνω ἀπό ὅλα σκεπασθῆτε μέ τό σκουτάρι τῆς πίστης, πού μέ δαῦτο θά μπορέσετε νά σβήσετε ὅλες τίς πυρωμένες σαγίτες τοῦ πονηροῦ. Καί φορέσετε τήν περικεφαλαία της σωτηρίας καί τό σπαθί τοῦ πνεύματος, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Αὐτός ὁ ἡρωικός καί καρτερικός χαραχτήρας, πού ἔχουνε οἱ πολεμιστές ὁπού μαρτυρήσανε γιά τόν Χριστό σάν ἄκακα ἀρνιά, ἀνάγεται στά πνευματικά.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος περισκεπάζει ὅλη τήν οἰκουμένη, ὅπως λέγει τό τροπάρι του, ἀλλά ἰδιαίτερα προστατεύει τή Θεσσαλονίκη, πού τή γλύτωσε πολλές φορές καί στέκεται κι ἀνθίζει ὡς τά σήμερα, καινούριος μέγας Ἀλέξαντρος, πού ἡ δύναμή του κ ἡ ἀντρεία του δέν χαθήκανε μέ τό θάνατό του, ὅπως ἔγινε στόν Ἀλέξαντρο, ἀλλά ζεῖ καί φανερώνεται στόν αἰώνα, σ' ὅσους τόν παρακαλᾶνε μέ θερμή καρδιά. Ἡ πατρίδα τοῦ βρίσκεται ὁλοένα σέ κίνδυνο καί σέ σκληρές περιστάσεις κι ὁλοένα τόν κράζει νά τή βοηθήσει καί νά τή γλυτώσει. Καί φέτος, ὕστερα ἀπό τόσες γενεές πού προστρέξανε μέ δάκρυα στήν προστασία του, πάλι θά δράμουνε οἱ βασανισμένοι χριστιανοί στήν ἐκκλησία του καί θά κλάψουνε καί θά ψάλλουνε πάλι τό τροπάρι πού λέγει: «Φρούρησον, πανεύφημε, τήν σέ μεγαλύνουσαν πόλιν ἀπό τῶν ἐναντίον προσβολῶν, παρρησίαν ὡς ἔχων πρός Χριστόν τόν σέ δοξάσαντα».
Ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ μεγαλομάρτυς καί μυροβλύτης, γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη στά 260 μ.X. Οἱ γονιοί τοῦ ἤτανε ἐπίσημοι ἄνθρωποι κι ὁ Δημήτριος κοντά στή φθαρτή δόξα πού εἶχε ἀπό τό γένος του, ἤτανε στολισμένος καί μέ χαρίσματα ἄφθαρτα, μέ φρονιμάδα, μέ γλυκύτητα, μέ ταπείνωση, μέ δικαιοσύνη καί μέ κάθε ψυχική εὐγένεια. Ὅλα τοῦτα ἤτανε σάν ἀκριβά πετράδια πού λάμπανε ἀπάνω στήν κορόνα πού φοροῦσε, κι αὐτή ἡ κορόνα ἤτανε ἡ πίστη στόν Χριστό.
Ἐκεῖνον τόν καιρό βασίλευε στή Ρώμη ὁ Διοκλητιανός κι εἶχε διορισμένον καίσαρα, στά μέρη τῆς Μακεδονίας καί στά ἀνατολικά, ἕνα σκληρόκαρδο καί αἱμοβόρον στρατηγό πού τόν λέγανε Μαξιμιανό, θηρίο ἀνθρωπόμορφο, ὅπως ἤτανε ὅλοι αὐτοί οἱ πολεμάρχοι, πού βαστούσανε κεῖνον τόν καιρό μέ τό σπαθί τόν κόσμο, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Μαξέντιος, ὁ Μαξιμίνος, ὁ Γαλέριος, ὁ Λικίνιος, πετροκέφαλοι, ἀγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, μέ λαιμά κοντά καί χοντρά σάν βαρέλια, ἀλύπητοι, φοβεροί. Αὐτός διώρισε τόν Δημήτριο ἄρχοντα τῆς Θεσσαλονίκης κι ὅταν γύρισε ἀπό κάποιον πόλεμο, μάζεψε τούς ἀξιωματικούς στή Θεσσαλονίκη γιά νά κάνουνε θυσία στά εἴδωλα. Τότε ὁ Δημήτριος εἶπε πώς εἶναι χριστιανός καί πώς δέν παραδέχεται γιά θεούς τίς πελεκημένες πέτρες.
Ὁ Μαξιμιανός φρύαξε καί πρόσταξε νά τόν δέσουνε καί νά τόν φυλακώσουνε σ' ἕνα λουτρό. Ὅσον καιρό ἤτανε φυλακισμένος, ὁ κόσμος πρόστρεχε μέ θρῆνο κι ἄκουγε τόν Δημήτριο πού δίδασκε τό λαό γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα παλληκαρόπουλο, ὁ Νέστορας, πήγαινε κι αὐτός κάθε μέρα κι ἄκουγε τή διδασκαλία του. Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, παλεύανε πολλοί ἀντρειωμένοι μέσα στό στάδιο κι ὁ Μαξιμιανός χαιρότανε γι’ αὐτά τά θεάματα· μάλιστα εἶχε σέ μεγάλη τιμή ἕναν μπεχλιβάνη πού τόν λέγανε Λυαῖο, ἄνθρωπο θηριόψυχο καί χεροδύναμο, εἰδωλολάτρη καί βλάστημο, φερμένον ἀπό κάποιο βάρβαρο ἔθνος. Βλέποντας ὁ Νέστορας πώς τούς εἶχε ρίξει κάτω ὅλους αὐτός ὁ Λυαῖος, καί πώς καυχιότανε πώς εἶχε τή δύναμη τοῦ Ἄρη καί πώς κανένας ντόπιος δέν ἀποκοτοῦσε νά παλέψει μαζί του, πῆγε στή φυλακή καί παρακάλεσε τόν ἅγιο Δημήτριο νά τόν βλογήσει γιά νά ντροπιάσει τόν Λυαῖο καί τόν Μαξιμιανό καί τή θρησκεία τους.
Κι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τήν προσευχή του καί τόν σταύρωσε καί παρευθύς ἔδραμε ὁ Νέστορας στό στάδιο καί πάλεψε μέ κεῖνον τόν ἄγριό το γίγαντα καί τόν ἔριξε χάμω καί τόν ἔσφαξε. Τότε ὁ Μαξιμιανός ἔγινε θηρίο ἀπό τό θυμό του καί μαθαίνοντας πώς ὁ Νέστορας ἤτανε χριστιανός καί πώς τόν εἶχε βλογήσει ὁ Δημήτριος, πρόσταξε νά τούς σκοτώσουνε.
Σάν πήγανε στή φυλακή οἱ στρατιῶτες, τρυπήσανε τόν Δημήτριο μέ τά κοντάρια καί ἔτσι πῆρε τ' ἀμάραντο στέφανο, στίς 26 Ὀκτωβρίου 296· μάλιστα εἶναι γραμμένο πώς σάν εἶδε τούς στρατιῶτες νά ρίχνουνε τά κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του καί τόν πήρανε οἱ κονταριές στό πλευρό, γιά νά ἀξιωθεῖ τό τρύπημα τῆς λόγχης πού δέχτηκε ὁ Χριστός στήν πλευρά τοῦ κ ἔβγαλε αἷμα καί νερό ἡ λαβωματιά του.
Τόν Νέστορα τόν ἀποκεφαλίσανε τήν ἄλλη μέρα ἔξω ἀπό τό κάστρο. Οἱ χριστιανοί σηκώσανε τά ἅγια λείψανα καί τά θάψανε ἀντάμα, κι ἀπό τόν τάφο ἔβγαινε ἅγιο μύρο πού γιάτρευε τίς ἀρρώστιες, γιά τοῦτο τόν λένε καί μυροβλύτη. Ἀπάνω στόν τάφο χτίσθηκε ἐκκλησιά, τόν καιρό πού βασίλεψε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος.
Στά κατοπινά χρόνια χτίσθηκε ἡ μεγάλη ἐκκλησιά ἡ τωρινή καί στά 1143 ὁ βασιλέας Μανουήλ ὁ Κομνηνός ἔστειλε καί πῆρε στήν Κωνσταντινούπολη τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου καί τήν ἔβαλε στό μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος πού ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησία του ἀπό τούς Κομνηνούς καί πού τή λένε σήμερα Ζεϊρέκ καί τήν εἴχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οἱ ντερβίσηδες.
Στά εἰκονίσματά του εἶναι ζωγραφισμένος ἀπάνω σε κόκκινο ἀντρειωμένο ἄλογο, πού κοιτάζει σάν ἄνθρωπος, ὀμορφοσελωμένο, στολισμένο μέ χάμουρα καί μέ γκέμια χρυσά, μέ τά μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στόν ἀγέρα, μέ τήν οὐρά ἀνακαμαριασμένη, ἀλαφιασμένο ἀπό τόν Λυαῖο πού κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος ἀπό τό κοντάρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στά καπούλια του, πίσω ἀπό τόν Ἅγιο, εἶναι καβαλλικεμένος σέ μικρό σχῆμα ἕνας καλόγερος. Εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης τοῦ Δαμαλά, πού τόν πιάσανε σκλάβο οἱ κουρσάροι μπαρμπερίνοι στά 1603 καί τόν πουλήσανε στό Ἀλγέρι, στόν μπέη, πού τόν ἐπῆρε στό σεράγι του. Κάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος καί παρακαλοῦσε μέρα νύχτα μέ δάκρυα νά τόν λευτερώσει ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ὅπου, μιά μέρα σάν αὔριο, παραμονή τ' ἁγίου Δημητρίου, τόν εἶδε στόν ὕπνο του πώς πῆγε μέ τ ἄλογο καί τόν ἔβαλε καβάλα καί φύγανε ἀπό τήν Ἀραπιά. Καί σάν ξύπνησε τό πρωί, βρέθηκε λεύτερος στή Θεσσαλονίκη καί δόξασε τό Θεό καί τόν ἅγιο Δημήτριο καί μπῆκε σ ἕνα καράβι καί πῆγε στόν Πόρο κι ἀπό τότε στά εἰκονίσματά του ζωγραφίζανε καί τό δεσπότη.
Λοιπόν αὔριο τό βράδυ θά προστρέξουνε πάλι οἱ Θεσσαλονικιῶτες κ οἱ ἄλλοι χριστιανοί στή μεγάλη πανήγυρη καί θά παρακαλέσουνε μέ συντριβή τόν ἔνθερμο προστάτη τους νά τούς δώσει βοήθεια σέ τοῦτες τίς δεινές περιστάσεις. Καί θά μαζευτοῦνε ὁ λαός ὁ ὀρθόδοξος κ οἱ ἄρχοντες κ οἱ δεσποτάδες καί παπάδες καί καλόγεροι καί θά ψάλουνε στό μεγάλον ἑσπερινό τα κατανυχτικώτατα τροπάρια, μέ τό μουσικό μέλος τῆς Ὀρθοδοξίας· γιατί ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἡ κιβωτός πού σώθηκε ἡ ὀρθόδοξη λατρεία ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς φραγκολεβαντινιᾶς πού πάγει νά μᾶς πνίξει μέ τούς ἀνούσιους νεωτερισμούς της.
Ἐκεῖ θά συναχτοῦνε οἱ καλοί οἱ ψαλτάδες πού ψέλνουνε ἀκόμα μέ κείνη τή σοβαρή ψαλμωδία πού κρατᾶ ἀπό τότε πού θεμελιώθηκε ἡ σεβάσμια τούτη ἐκκλησία, ποῦναι τό καύχημα κ ἡ παρηγοριά τῆς Ἀνατολῆς, ὕστερα ἀπό τήν Ἁγιά Σοφιά τῆς Κωνσταντινούπολης. Καί μεθαύριο στή λειτουργία, θά ψάλουνε στούς Αἴνους τά ἐξαίσια προσόμοια πού εἶναι γεμάτα πόνο καί ἐλπίδα καί ἁγιασμένον ἐνθουσιασμό. Τάχει συνθέσει ἕνας ἀπό τούς γλυκύτερους ποιητές τῆς ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ψυχή πονεμένη καί καρτερική. Καί θά σᾶς ἐξηγήσω μέ λίγα λόγια πώς βρέθηκε στή Θεσσαλονίκη καί μελώδησε αὐτά τά συγκινητικά τροπάρια.
Αὐτός ὁ ἅγιος μαζί μέ τόν ἀδελφό του τόν Θεόδωρο λέγονται «Θεόδωρος καί Θεοφάνης οἱ Γραπτοί». Γεννηθήκανε στήν Παλαιστίνη καί γινήκανε μοναχοί καί ὕστερα χειροτονηθήκανε παπάδες καί ἡσυχάσανε στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σάββα. Ἤτανε κι οἱ δυό σπουδασμένοι στό ἔπακρο καί γνωρίζανε κατά βάθος τήν ἑλληνική καί τήν ἀραβική γλώσσα.
Φαίνεται πώς οἱ ἀληθινοί χριστιανοί πρέπει παντοτινά νά βασανίζουνται, γιατί, σάν περάσανε οἱ διωγμοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἀρχίσανε ἄλλοι διωγμοί ἀπό τούς αἱρετικούς χριστιανούς. Κι ὅσοι βασανισθήκανε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι ὅσοι βασανισθήκανε ἀπό τούς χριστιανούς αἱρετικούς γινήκανε ὁμολογητές. Τέτοιοι ὁμολογητές εἶναι καί γράφουνται καί τά δυό τοῦτα ἁγιασμένα ἀδέλφια, ὁ Θεόδωρος κι ὁ Θεοφάνης. Γιατί τούς καταδίωξε ὁ Λέοντας ὁ Ἴσαυρος, πού ἤτανε εἰκονομάχος καί τούς φυλάκωσε καί τούς ἔδειρε καί ὕστερά τους ἐξώρισε στόν Πόντο. Κι ὁ μέν Θεόδωρος τελείωσε τόν ἀγώνα στή δεύτερη ἐξορία πού τούς ἔστειλε ὁ Θεόφιλος, ὁ τρίτος εἰκονομάχος αὐτοκράτορας ὕστερα ἀπό τόν Λέοντα, καί πέθανε σ ἕνα ἐρημονήσι πού τό λέγανε Ἀρουσία, μέσα σέ μεγάλα δεινά καί σέ στερήσεις.
Ὁ δέ Θεοφάνης ἐξωρίσθηκε στή Θεσσαλονίκη κ ἐκεῖ, σκλάβος καί τυραννισμένος, σύνθεσε μέ κλαυθμό ψυχῆς αὐτά τά τροπάρια, πού μέ δαῦτα ἱκετεύει τόν ἅγιο Δημήτριο νά γλυτώσει τή χριστιανοσύνη ἀπό τούς ἀσεβεῖς καί τυραννικούς ἀνθρώπους, καί τή Θεσσαλονίκη ἀπό τούς βαρβάρους πού τή ζώνανε. Καί λέγουνται Γραπτοί, ἐπειδή ὁ Θεόφιλος πρόσταξε καί τυπώσανε μέ πυρωμένο σίδερο ἀπάνω στά μέτωπά τους ἕνα ἀδιάντροπο ποίημα πού ἔκανε κάποιος αὐλοκόλακας.
Ὁ ἅγιος Θεοφάνης, ἅμα πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε ἐπίσκοπος Νικαίας καί ἐκοιμήθη, γέροντας γεμάτος ἀπό πνευματική εὐωδία, στά 850 μ.X. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τόν λέγει ἠδύφωνον μουσικόν αὐλόν κι ὁ Σουΐδας ποιητήν. Ἔγραψε πολλές ὑμνωδίες σέ διάφορες γιορτές, σύνθεσε καί κανόνα συγκινητικό στόν βασανισμένον ἀδελφό του τόν Θεόδωρο.
Ἀπό τά τροπάρια τῶν Αἴνων πού εἴπαμε, τό πρῶτο ἔχει περισσότερον πόνο καί πάθος καί σ αὐτό συνεταίριαξε ὁ ποιητής τεχνικά τή θλίψη του γιά τό διωγμό τῆς ὀρθοδοξίας μέ τό ὑμνολόγημα τοῦ ἁγίου καί μέ τήν καρτερική ἐλπίδα γιά τή σωτηρία τῆς θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, πού καί κεῖνον τόν καιρό βρισκότανε σέ ἀγωνία. Αὐτά τά τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στίς δεινές δοκιμασίες πού πέρασε ἀπανωδιαστά ἡ Θεσσαλονίκη ἀπό τόν καιρό τοῦ Διοκλητιανοῦ ἴσαμε σήμερα.
Παρακάτω βάζω αὐτό τό τροπάρι καί τό μεταγυρίζω στήν ἁπλή γλώσσα, πλήν χωρίς νά μπορέσω νά σιμώσω στό πρωτόγραφο:
«Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ, πρός ἠμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως καί ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς καί δεινή μανία τῆς αἱρέσεως· ὕφ ἧς ὡς αἰχμάλωτοι καί γυμνοί διωκόμεθα, τόπον ἐκ τόπου διαρκῶς διαμείβοντες καί πλανώμενοι ἐν σπηλαίοις καί ὄρεσιν. Οἴκτειρον οὔν, πανεύφημε, καί δός ἠμίν ἄνεσιν· παῦσον τήν ζάλην καί σβέσον τήν κάθ ἠμῶν ἀγανάκτησιν, Θεόν ἱκετεύων, τόν παρέχοντα τῷ κόσμω τό μέγα ἔλεος».
«Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σέ μᾶς, πού ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπό τή συμπονετικιά σου τήν ἐπίσκεψη καί γλύτωσέ μας ἀπό τίς τυραννικές φοβέρες κι ἀπό τή δεινή μανία τῆς αἱρέσεως· πού μᾶς κατατρέχει σᾶ νάμαστε σκλάβοι καί περπατοῦμε γυμνοί δώθε καί κείθε κι ἀλλάζουμε ὁλοένα τόπο μέ τόπο καί πλανιόμαστε σάν τ ἀγρίμια στά βουνά καί στά σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, καί δῶσε μᾶς ἀνάπαψη, πάψε τή ζάλη καί σβῆσε τήν ἀγανάχτηση πού σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τό Θεό, πού δίνει στόν κόσμο τό μέγα ἔλεος».
Πηγή: Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996, Ἀέναη ἐπΑνάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου