(Λουκ. 8.41-56)
«Μή φοβοῦ μόνον πίστευε καί σωθήσεται».
Δύο θαύματα περιγράφει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀδελφοί μου, δύο θαύματα πού ἔχουν διαφορετική ἀφετηρία, ἔχουν ὅμως τήν ἴδια εὐτυχῆ κατάληξη.
Δύο θαύματα πού ἔχουν μία κοινή συνισταμένη, τήν πίστη, καί ἕνα κοινό ἀποτέλεσμα, τήν ἴαση. Στό ἕνα ὁ πατέρας, ὁ ἄρχων τῆς συναγωγῆς Ἰάειρος, ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τή θυγατέρα του. Στό δεύτερο ἡ αἱμορροῦσα γυναίκα πλησιάζει τόν Χριστό καί ἀγγίζει τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου του, χωρίς νά ζητήσει τίποτε, χωρίς νά πεῖ τίποτε, χωρίς κἄν νά γίνει ἀντιληπτή, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ πού βρισκόταν δίπλα του.
Καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματα καί τῶν δύο. Ἀνταποκρίνεται στή συστολή καί τή διακριτικότητα τῆς γυναίκας, πού δέν τολμᾶ νά τοῦ ζητήσει τή χάρη, πού δέν τολμᾶ νά τόν παρακαλέσει γιά τή θεραπεία της. Ἀνταποκρίνεται ὅμως καί στό αἴτημα τοῦ πατέρα, τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού τολμᾶ νά προστρέξει σ’ αὐτόν, ἀδιαφορώντας γιά τό ἀξίωμα καί τήν ὑψηλή κοινωνική του θέση, ἀδιαφορώντας γιά τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου