Ιερομόναχος Ιουστίνος
Μας προτέθηκε προς εντρύφηση από το ιερό Ευαγγέλιο ένα τμήμα (Λουκ. 6.31-36) της περίλαμπρης και μεστότατης επί του Όρους ομιλίας του Χριστού. Πρόκειται για πρωτάκουστες διδαχές, που σκιαγραφούν το πρότυπο του κατά Χριστόν ανθρώπου.
Αδιανόητες στον μέχρι τότε κόσμο οι αρετές που ζήτησε ο Μέγας Διδάσκαλος στη συγκεκριμένη ομιλία Του. Δεν θα είμασταν εξωπραγματικοί αν λέγαμε ότι για τον μέχρι τότε κόσμο όσα πρόβαλε ο Κύριος δεν ήσαν καν αρετές-ιδανικά που όφειλε κανείς να κατακτήσει. Ήσαν δυστυχίες, ακούσιες βέβαια, στις οποίες άρμοζαν μόνο θρήνοι· να κλαίει κανείς τη μοίρα του. Όχι ευκταίες υψηλές καταστάσεις, αλλά απευκταίοι βυθοί κακών και συμφορών. «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι(!) ένεκεν δικαιοσύνης» (Ματθ. 5.10). «Μακάριοι οι κλαίοντες(!)» (Λουκ. 6.21) κ.ά.
Και αντίθετα «Ουαί υμίν τοις πλουσίοις(!)… ουαί υμίν οι γελώντες(!)… ουαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι(!)» (Λουκ. 6.24-26) κ.ά.
Σπάνια στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης υπέφωσκε η γνώση της μεταθανάτιας ζωής και ανταποδόσεως. Τότε ανέτελλε – επί Ιησού έλαμψε.
Θεωρούσαν πριν πως το άπαν ήταν ο εδώ βίος, οπότε η ευμάρεια, η δόξα, η υγεία, η μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια και τα όμοια αποτελούσαν δείγμα ευλογίας από τον Πανάγαθο. Η αντίληψη αυτή έδινε τροφή στο πρόβλημα της «θεοδικίας», το οποίο ταλαιπωρούσε τους δικαίους. Γιατί δηλαδή να υποφέρει συχνά ο ευσεβής και να πεθαίνει κακήν κακώς; Το καυτό ζήτημα δεσπόζει στο βιβλίο του πολύαθλου Ιώβ, όπου δίνεται και η λύση του.
Λοιπόν η επί του Όρους ομιλία ανέτρεψε την πυραμίδα των αξιών και εισήγαγε έναν απροσδόκητο τύπο ανθρώπου, που έχει στόχο τον Ουρανό. Κατά συνέπεια σκέφτεται και φέρεται όχι απλώς διαφορετικά, αλλά αντίθετα από τον τύπο του σαρκικού ανθρώπου, που η σάρκα του, η «παχύτης» του, τον καθηλώνει στο χώμα.
Η παρουσίαση εκ μέρους του Σωτήρα των καινοφανών αξιών –καινούργιων, και με περιεχόμενο αιώνιας αξίας– θα παραξένεψε το παχυλό ιδεολογικό καθεστώς των συγχρόνων Του· σαν να έβλεπαν μια πυραμίδα αντεστραμμένη να ισορροπεί στηριζόμενη στην κορυφή της!
Εμείς θα σταθούμε στους δυο τελευταίους στίχους της περικοπής: «Αγαθοποιείτε… και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί», κάθε άλλο παρά σαν τους ψευδοθεούς του παγανισμού, τους σκληρούς, τους εκδικητικούς και εγωϊστές. Τα χάνει κανείς ή μάλλον συγκλονίζεται από αγανάκτηση όταν διαβάζει στη Μυθολογία για το Δωδεκάθεο. Πώς ήταν δυνατό οι άνθρωποι να είχαν δημιουργήσει τέτοιους θεούς, με τόσο θανάσιμο μίσος αναμεταξύ τους, αντιζηλίες, πολέμους, πονηρίες, απάτες, ανηθικότητες! Θεός φιλαδελφίας και αγαθοσύνης δεν προβλεπόταν και δεν είχε χώρο μέσα στο αμέτρητο πάνθεο της ειδωλολατρίας. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα δεν είχαν τόπο ούτε στη φαντασία των αρχαίων. Είναι και τούτα αγαθά εισαγόμενα από τη χώρα του Ουρανού, άνθη κάρπιμα της διδασκαλίας του Θεανθρώπου.
«Αγαθοποιείτε… ότι αυτός [ο Θεός] χρηστός εστιν… οικτίρμων εστί». Αγαθός χρηστός, οικτίρμων. Τρία περίπου συνώνυμα, στα οποία θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τα εύσπλαγχνος και καλοσυνάτος.
Πρόκειται για κράμα αρετών, που αφορά τόσο στο άτομο καθ’ εαυτό, όσο και στις σχέσεις του με τον περίγυρο. Δηλαδή αγαπάει τους άλλους, αλλά και αν υποτεθεί πως δεν υπάρχουν άλλοι, πράγμα απίθανο, η αρετή του δεν χάνεται· την έχει και την απολαμβάνει ο ίδιος.
Η χρηστότητα συναπαρτίζεται από αρκετές επιμέρους εκφάνσεις της αγάπης, που κάνουν τον άνθρωπο αυτό που λέμε «χαριτωμένο», είτε αυτός είναι πατριάρχης είτε ο πιο απλός πιστός. Οι θυγατρικές αρετές της αγάπης είναι σαν χρώματα αιθέρια, που ο συνδυασμός τους καλλιτεχνεί πίνακα ζωγραφικό εξαίσιο και θεϊκό· απεικονίζει Ουρανό!
Θα περιορισθούμε να εξετάσουμε ιδίως τη διάθεση του καλοσυνάτου, ακροθιγώς δε την εξωτερίκευσή της, τις αγαθοεργίες του. Η διάθεσή του λοιπόν· μα έχει όλες αυτές τις αρετές που η «χημική ένωσή» τους παράγει το ευγενές μέταλλο της ψυχής και πολυτιμότατο. Διαθέτει τις ψυχικές αρετές που είναι ανώτερες των σωματικών, της νηστείας, της αγρυπνίας, της σκληραγωγίας κλπ.
Είναι μακρόθυμος και όχι ασυγκράτητος, πράος και όχι οργίλος, ακενόδοξος και όχι επιδεικτικός, μεταδοτικός και όχι συμφεροντολόγος, ταπεινόφρων και όχι οιηματίας, συμπονετικός στη λύπη του πλησίον και όχι ανάλγητος· χαρούμενος στην ευδοκίμησή του και όχι φθονερός, ειλικρινής και ανοιχτός, όχι καχύποπτος και πονηρός.
Καλύπτει και δεν πομπεύει, εύχεται και προσεύχεται για τον αδελφό, υπομένει, σηκώνει, ελπίζει. Τον δέχεται απλά και πηγαία, δεν του δείχνει σαν αγριόγατος τα νύχια, δεν τον βλέπει σαν κρυφό εχθρό και ραδιούργο, ούτε φυσικά δολοπλοκεί ο ίδιος εναντίον εκείνου. Είναι χαρίης στους τρόπους και «ευσχήμων», όχι αγροίκος και άξεστος. Είναι ιλαρός. Πρέπει δε να υπάρχει διαφορά μεταξύ του ιλαρός και του χαρωπός. Η ιλαρότητα θα είναι πιο εκλεπτυσμένη μορφή χαράς, ένα κλίμα ευφροσύνης, μα ήρεμης, βαθιάς ευγενούς ευφροσύνης. Απέχει πολύ από τις πληθωρικές εξωτερικεύσεις, από θορυβώδη γέλια και άτσαλες χειρονομίες και ορμητικές εκδηλώσεις, και απειθάρχητες ρηχότητες και αμετροέπειες, που ανέβηκαν με βιασύνη στα χείλη ξεφεύγοντας άκριτα από το έρκος των οδόντων. Η εσωτερική ειρήνη και γαλήνη και μειλιχιότητα του τύπου –και προτύπου μας– ξεχειλίζει, ξεχύνεται, διαχέεται και στην όψη του. Η ανάλαφρη ένδον ευφορία του θάλλει στο πρόσωπό του. Το όλο παρουσιαστικό και βεβαιότατα ο ψυχικός του πλούτος ξεκουράζει και παραδειγματίζει.
Με ένα λόγο είναι η παρηγοριά και η ενθάρρυνση του κόσμου. Δεν γίνεται αλλοιώς, αφού όπου περνά η αγάπη ανθίζει η γη ουράνια!
Τέτοια διαμάντια είναι οι «εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι», ντυμένοι «σπλάγχνα οικτιρμού, χρηστότητα» (Κολ. 3.12). «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» συμβούλευε ο Παύλος (Ρωμ. 12.15).
Ο καλοκάγαθος είναι συμπαθητικός, φιλάδελφος και συγκαταβατικός προς όλους, και προς τους εχθρούς ακόμη (Λουκ. 6.27) –να η «σπεσιαλιτέ» του Χριστιανισμού!– συγχωρητικός και υποχωρητικός, όχι ισχυρογνώμων και δύσκολος στη συνεργασία με τον άλλο, προσηνής, ειρηνοποιός.
Έχει καρδιά χρυσή, μαλακή, μεγάλη, πλατιά, «χύμα καρδιάς» (Γ’ Βασ. 5.9), «καρδιά περιβόλι». Είναι η αγαθή γη της παραβολής του σπορέως (Λουκ. 8.8), είναι ο στρογγυλός, για να εκφρασθούμε με τη μοναχική ορολογία· βότσαλο λείο. Μοιάζει με βελούδο. Η γλυκύτητά του τον καθιστά αγαπητό και ποθεινό.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον κακεντρεχή. Αυτός είναι πέτρωμα με αιχμηρές και οξείς απολήξεις, που όπως και να το πιάσεις θα σε κεντήσει. Είναι αγκάθι· όπου και να το ακουμπήσεις θα τρυπηθείς.
Λέμε ότι η ευγένεια στην επικοινωνία, η λεπτότητα, η προσήνεια και η ευπροσηγορία είναι βασικός εξοπλισμός της αγάπης. «Τα χείλη του στάζουν πλήρη σμύρνα» (Άσμα 5.13). Αλλά τούτο βέβαια δεν υπονοεί ότι όταν το καλέσει η ανάγκη δεν θα φανεί αυστηρός. Γνωρίζει πώς επιβάλλεται να φέρεται και να μιλάει κατά περίπτωση.
Ενίοτε λοιπόν ο λόγος του είναι στυπτικός σαν αλάτι –και αυτή την ιδιότητα έχει το αλάτι. Πλην όμως και τότε ο καλόγνωμος, ο άνθρωπος με «καλό λογισμό» κινείται από αγαθή προαίρεση, όχι με οργή έχοντας χάσει τον έλεγχο των πράξεών του. Ενεργεί όχι εκδικούμενος τυχόν, μα για να βοηθήσει τον παρεκτρεπόμενο.
«Η αγαθή ψυχή ευεργετεί τον πλησίον· και όταν αντιμετωπίζει την αγνωμοσύνη του, μακροθυμεί· και όταν πάσχει από αυτόν, υπομένει», διαπιστώνει ο φιλοκαλικός Θαλάσσιος (Περί αγάπης… Γ’ εκατοντάς, 43).
Ο εγκωμιαζόμενός μας τύπος ανθρώπου διακρίνεται για την ευθύτητά του –μόνο διακρίνεται; λάμπει! Δεν είναι «σκολιός», κατά τον χαρακτηρισμό που χρησιμοποιούν συχνά τα ιερά κείμενα (π.χ. Δευτ. 32.5), και που σημαίνει στρεβλός, πιο λαϊκά «στριμμένος» –επί τη ευκαιρία βλέπουμε ότι μεταχειριζόμαστε πολλούς όρους καί παροιμίες της Γραφής.
Ακόμη στολίζεται με παιδική αθωότητα και ακακία, και ας είναι πανέξυπνος! Έχει αποτινάξει από πάνω του την πονηρία και την κρυψίνοια και την υστεροβουλία, την υποκρισία της αγάπης. Διαθέτει «απλό» ψυχικό οφθαλμό, με συνέπεια να είναι η ύπαρξή του πέρα για πέρα φωτεινή (Ματθ. 6.22).
Ευεργετεί και εξυπηρετεί καθαρά, κάθε άλλο παρά για να εφελκύσει την εκτίμηση του ισχυρότερού του, ούτε για να λύσει την έχθρα εκείνου «δωροδοκώντας» τον, ας πούμε, με διάφορες επιφάσεις καλοσύνης. Όμοια δεν προσφέρει εκδουλεύσεις μόνο και μόνο για να του ανταποδοθούν από τους ευεργετημένους, όταν τυχόν θα βρεθεί να έχει κάποτε την ανάγκη τους. Αγαπάει παράλληλα «δικούς» και ξένους.
Μας κατέστησε προσεκτικούς πάνω σε τούτα ο Κύριος: «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γάρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γάρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γάρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα» (Λουκ. 6.32-34).
Μερικοί βαυκαλίζονται και αποναρκώνουν τη συνείδησή τους λέγοντας και πιστεύοντας πως είναι εντάξει· αγαπούν την οικογένειά τους και τους φίλους τους. Μα στους εχθρούς σε θέλω, λέει ο Χριστός. Και τα ζώα και οι τελώνες «και οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι».
Σκέψου τώρα αν κάποιος δεν αγαπάει τους οικείους του και αυτούς που τον αγαπούν! Κατρακυλάει πιο κάτω και από το επίπεδο των ζώων…
Η χρηστότητα μάλιστα δεν εξαντλείται μόνο στους ανθρώπους. Έχει προεκτάσεις και σε αυτήν ακόμη την άψυχη φύση, που «συστενάζει και συνωδίνει» (Ρωμ. 8.22). Λ.χ. «ο δίκαιος λυπάται [και] τα κτήνη του» (Παρ. 12.10). Η αγαθοσύνη του μάλιστα δεν διαβαίνει αποκλειστικά στα δικά του ζώα, μα και στα ζώα εκείνου ο οποίος τον εχθρεύεται.
Έτσι δεν προστάζει ο λόγος του Θεού; «Εάν συναντήσεις το βόδι του εχθρού σου ή το υποζύγιό του να περιπλανώνται, θα του τα δώσεις γυρίζοντάς τα πίσω. Εάν δε ιδείς το υποζύγιο του εχθρού σου να έχει πέσει κάτω λόγω του φορτίου του, δεν θα το αντιπαρέλθεις, αλλά θα το σηκώσεις μαζί με εκείνον» (Έξ. 23.4-5).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου