Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή: Ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς

Στα όρια της Μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (της Κύπρου), στην δεξιά, όχθη του ποταμού Σέτραχου και ανατολικά του χωριού Καλοπαναγιώτης, βρίσκεται η ιστορική Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. 
Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής 
(Φορητή Εικόνα 13ου αιώνα)
Η αρχιτεκτονική των κτισμάτων της, οι εξαίρετες εικόνες και οι τοιχογραφίες που διασώζει συγκεντρώνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον λόγο αυτό, άλλωστε, είναι ένα από τα δέκα μνημεία της Κύπρου που ανακηρύχθηκαν από την Unesco ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Η Μονή, στην βόρεια πλευρά της οροσειράς του Tροόδους σε υψόμετρο 700 μ., είναι κτισμένη «εις ένα άλλο μέρος της χώρας, ονομαζόμενον εις την λογίαν Ελληνικήν γλώσσα Μυριανθούσα και εις την απλήν λαϊκήν Ελληνικήν Μαραθάσα, δηλαδή πολύχρωμος. ως εκ της ωραιότητος των πολλών και πυκνών δασών και διαφόρων χόρτων, θάμνων και άνθεων. Είναι και τούτο το λαμπρότερον μέρος της Κύπρου, με πολλάς μονάς, ναούς, ιερείς, πολλά δάση, πηγάς και υψηλά όρη, πολύ υγιεινόν κλίμα, λογικούς κατοίκους, ευφυείς, ταχείς εις αντίληψιν, πεπειραμένους εις ανάγνωσιν και ψαλμωδίαν…» σύμφωνα με τον Ρώσο περιηγητή Βασίλειο Μπάαρσκυ, πού επισκέφθηκε την Μονή το 1735.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Φορητή Εικόνα 13ου αιώνα)
Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στην Μέση Βυζαντινή περίοδο (10ος – 12ος αιώνας), μετά την επανένταξη της Κύπρου στο Βυζαντινό Κράτος το 965 από τον Νικηφόρο Φωκά. Η ιδιαίτερη στρατηγική σημασία του νησιού στην περιοχή μετά την απώλεια της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους (μάχη του Ματζικέρτ 1071) σε συνδυασμό με την έναρξη των Σταυροφοριών, οδήγησε τους Βυζαντινούς στην οχύρωση της Κύπρου και στην αποστολή ανώτερων αξιωματούχων και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, ως διοικητών. Με την αρωγή του αυτοκράτορα και των διοικητών του νησιού κτίστηκαν νέες μονές και εκκλησίες, όπως η Μονή της Παναγίας του Κύκκου, η Παναγία του Άρακος, η Παναγία της Ασίνου, η Μονή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, η Παναγία στο Τρίκωμο, οι Άγιοι Απόστολοι στο Πέρα Χωριό της Νήσου κ.ά. Η ακριβής ιστορία της ίδρυσης της Μονής δεν είναι γνωστή. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά που γνωρίζουμε χρονολογείται στο 1735, όταν την επισκέφθηκε ο Ρώσος μοναχός Μπάρσκυ. Στις Περιηγήσεις του αναφέρει ότι την αδελφότητα αποτελούσαν τότε δέκα μοναχοί. Το μοναστήρι αναφέρεται επίσης το 1788, στην Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού, ως ένα από τα μοναστήρια της Μητροπόλεως Κυρηνείας, στην οποία υπήγετο τότε. Στους κτηματικούς κώδικες της Μητροπόλεως

Κυρηνείας (κώδ. Α’ – Β’ 1783 και 1773) αναφέρεται η δικαιοδοσία της Μονής σε τέσσερα μετόχια. Το μοναστήρι διαλύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και ενα ευρύχωρο κελλί του χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα διδασκαλίας για τα παιδιά των γειτονικών χωριών. Στο κέντρο του μοναστηριακού συγκροτήματος διατηρείται η παραδοσιακή λιθόστρωτη αυλή. Η μονή που έχει αναπαλαιωθεί διατηρεί στο ισόγειό της ανατολικής πτέρυγας ελαιοτριβείο των χρόνων της Τουρκοκρατίας.

Στην βόρεια πλευρά του μοναστηριού είναι κτισμένο το καθολικό του αγίου Ηρακλειδίου, το παρεκκλήσι του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή και το Λατινικό παρεκκλήσι η άλλως του Ακάθιστου Ύμνου. Πρόκειται για τρεις ναούς κτισμένους παρατακτικά. τον ενα δίπλα στον άλλο, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους. Το καθολικό και το παρεκκλήσι του Λαμπαδιστή στεγάζονται με κοινή ξύλινη στέγη με αγκιστρωτά κεραμίδια, ενώ το Λατινικό παρεκκλήσι είναι ψηλότερο στεγάζεται με άλλη παρόμοια στέγη. Το μοναστηριακό συγκρότημα συμπληρώνουν δύο δυόροφα κτήρια, που αποτελούν την ανατολική και την δυτική πτέρυγά του. Η βελτίωση της οικονομικής κατάτάστασης της Εκκλησίας της Κύπρου και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του λαού γενικότερα κατά τον 18ο αιώνα επέτρεψε στην στην αδελφότητα να προχωρήσει σε εκτεταμένες ανακαινίσεις και επεμβάσεις. Το 1731 διευρύνθηκε η νότια είσοδος του Καθολικού, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η αρχική είσοδος, το τρίλοβο παράθυρο πάνω απ΄ αυτήν και μεγάλο μέρος της τοιχογραφίας με την Ρίζα του Ιεσσαί. Το 1782 η μονή πήρε την σημερινή της μορφή με την ανέγερση του συνοδικού και του κελλιού του ηγουμένου δίπλα από αυτό.

Το Καθολικό του Αγίου Ηρακλειδίου

Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Κύπριο άγιο Ηρακλείδιο, ο οποίος σύμφωνα με το συναξάριό του βαπτίστηκε χριστιανός στο ποτάμι Σέτραχο, σε χώρο πλησίον της μονής από τους Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο κατά την περιοδεία στην Κύπρο το 45 μ.Χ. 
Εσωτερική άποψη του Καθολικού της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννη 
του Λαμπαδιστή το οποίο είναι αφιερωμένο στον 
Άγιο Ηρακλείδιο Επίσκοπο Ταμασού.
Οι Απόστολοι με το πέρας της περιοδείας τους χειροτόνησαν τον άγιο Ηρακλείδιο ως πρώτο επίσκοπο Ταμασού. Ο ναός του αγίου Ηρακλειδίου ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο. Φέρει τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά και αρχικά οικοδομήθηκε χωρίς νάρθηκα. Στην κεντρική αψίδα σώζονται σπαράγματα τοιχογραφιών με διακοσμητικά μοτίβα κάτω από μεταγενέστερες τοιχογραφίες και χρονολογούνται στον 11ο αιώνα. Στην βάση της αψίδας, δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών του 12ου αιώνα πού μιμείται ορθομαρμάρωση, απεικονίζει δυο μοναχούς να προσεύχονται γονατιστοί. Το εκτεταμένο εικονογραφικό πρόγραμμα με τον Παντοκράτορα στον τρούλλο, τους Προφήτες και την Ετοιμασία του Θρόνου με τους σεβίζοντες αγγέλους στο τύμπανο του τρούλλου. τους Ευαγγελιστές στα σφαιρικά τρίγωνα, την Βαϊοφόρο, την Έγερση του Λαζάρου και την Θυσία του Αβραάμ στην δυτική καμάρα, την Σταύρωση και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ στον δυτικό τοίχο και την Ανάληψη στον ανατολικό, χρονολογούνται στον 13ο αιώνα. Τους πεσσούς και την χαμηλότερη ζώνη του ναού καλύπτουν τοιχογραφίες με μορφές μεμονωμένων αγίων. Η απεικόνιση στην ασπίδα του εκατόνταρχου Λογγίνου, στη τοιχογραφία της Σταύρωσης, του οικοσήμου της δυναστείας των Λουζινιανών, των Φράγκων Βασιλέων της Κύπρου (1192-1489), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χορηγός των τοιχογραφιών άνηκε στην βασιλική οικογένεια. Παρόμοιους θυρεούς απεικονίζει και το γραπτό ξύλινο τέμπλο του καθολικού του μοναστηριού, που κοσμείται με φυτικό και ζωϊκό διάκοσμο. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα ξύλινα τέμπλα στην Κύπρο και χρονολογείται γύρω στα τέλη του 13ου – αρχές 14ου αιώνα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι το 1191 με την κατάκτηση της Κύπρου, την εγκατάσταση της Φραγκικής δυναστείας και εγκαθίδρυση της Λατινικής Εκκλησίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία για να επιβιώσει υποχρεώθηκε σε υποταγή στον Πάπα (1260-Bulla Cypria). Ήταν μια δυσμενής κατάσταση, στην οποία συνέβαλε και η κατάκτηση της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204. Η τέχνη του νησιού, μέ την εισροή ζωγράφων από την Δύση και την Ανατολή, ιδίως μετά την πτώση των σταυροφορικών κρατιδίων στην Συρία και στην Παλαιστίνη, δέχεται έντονες επιδράσεις και αποκτά μια χαρακτηριστική ιδιομορφία, που έχει αποκληθεί maniera cypria.

Τον 14ο αιώνα οι επαφές με την Κωνσταντινούπολη πυκνώνουν και η επίδραση της παλαιολόγειας τέχνης γίνεται αισθητή στην ζωγραφική της Κύπρου, όπως φαίνεται από τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού (η Ρίζα του Ιεσσαί στον νότιο τοίχο, η Θεοτόκος Πλατυτέρα ανάμεσα στους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι συλλειτουργούντες ιεράρχες στην αψίδα και οι σκηνές του χριστολογικού κύκλου στην ανατολική καμάρα, στο νοτιοδυτικό και στο βορειοδυτικό διαμέρισμα). Οι τοιχογραφίες αυτές καλύπτουν μέρος των προγενέστερων (13ος αιώνας) και χρονολογούνται γύρω στο 1500.

Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και την άφιξη προσφύγων από την Πόλη η ζωγραφική της Κύπρου εμπλουτίζεται με νέα εικονογραφικά θέματα και και αρχίζει η μεταβυζαντινή της φάση. Τμήμα επιγραφής που διασώθηκε πάνω από την νότια είσοδο του νάρθηκα του καθολικού μαρτυρεί ότι η δοακόσμιση του νάρθηκα σχετίζεται με Κωνσταντινουπολίτη κατά την αυτή. Η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του νοτίου τοίχου με τον Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων και τους τρεις παίδες εν καμίνω επιβεβαιώνει την χρονολόγηση στον 15ο αιώνα.

Στο τύμπανο του τυφλού τοξου πάνω από την θύρα του νάρθηκα΄που οδηγεί στο καθολικό εικονίζεται ο άγιος Ηρακλείδιος. Στον τοίχο απαικονίζεται, η Δευτέρα Παρουσία, σκηνές από τα εωθινά ευαγγέλια και ο δωρητής Μιχαήλ Αναγνώστης με την γυναίκα και τους δυο κληρικούς υιούς του. Η απεικόνιση λατινιζόντων ιερέων (απεικονίζονται να φέρουν κουρά των Καθολικών) παραπέμπουν σε χρήση του ναού από μέλη της Λατινικής εκκλησίας. Οι τοιχογραφίες στον βόρειο τμήμα ανήκουν σε άγνωστο ζωγράφο του 16ου αιώνα και απεικονίζουν ξανά σκηνές από τα Εωθινά.

Το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή

Στην βόρεια πλευρά του καθολικού κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα (βάσει της τεχνοτροπίας των σπαραγμάτων τοιχογραφιών στο ιερό βήμα) το παρεκκλήσιο προς τιμήν του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, τοπικού άγιου της περιοχής. Σύμφωνα με τον αρχαιότερο βίο του οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή στον κώδικα 4 της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου, ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στο χωριό χωριό Λαμπάς (Λαμπαδού) κοντά στην Γαλάτα. Τυφλώθηκε από τον πεθερό του με δηλητηριασμένο έδεσμα και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στο πατρικό του σπίτι.
Αργυρή Λειψανοθήκη του Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή.
Απεβίωσε σε νεαρή ηλικία και τάφηκε στον ναό του άγιου Ηρακλειδίου. Τα θαύματα του άγιου και η φήμη που απέκτησε, οδήγησαν στην ανέγερση του παρεκκλησίου του. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού παρεκκλησίου καταστράφηκε και ξανακτίστηκε πριν το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, όταν τοιχογραφήθηκε ο βόρειος τοίχος του ναού. Το παρεκκλήσιο είναι μονόχωρος, καμαροσκεπής ναός, ο οποίος επικοινωνούσε αρχικά με τον ναό του αγίου Ηρακλειδίου με μικρά καμαροσκεπή ανοίγματα, όπως αυτά πού διατηρούνται ακόμη στο ιερό Βήμα και στα βορειοανατολικά του κυρίως ναού. Όταν ανεγέρθηκε το Λατινικό παρεκκλήσι ανοίχθηκαν μεγάλα οξυκόρυφα τόξα στο παρεκκλήσιο του Λαμπαδιστή. για να ενώνουν το παρεκκλήσιο με το καθολικό στα νότια, το Λατινικό παρεκκλήσιο στα βόρεια και τον νάρθηκα στα ανατολικά, τα οποία προκάλεσαν την κατάρρευση του Λαμπαδιστή. Κατά την ανακατασκευή του παρεκκλησίου σμικρύνθηκε το τόξο μεταξύ του Λατινικού παρεκκλησίου και του Λαμπαδιστή και και δημιουργήθηκε χώρος για την τοιχογράφηση της μορφής του αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή, η οποία σήμερα καλύπτεται πίσω από προσκυνητάριο. Η τοιχογραφία αυτή που μπορεί να χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα προτείνεται ως terminus ante της ανακατασκευής του παρεκκλησίου του Λαμπαδιστή. Στον ναό του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή υπάρχει ο τάφος του και η τίμια κάρα του φυλάσσεται μέσα σε αργυρή λειψανοθήκη του 1641. Πάνω από τον τάφο του αγίου, στο αρχικά τυφλό τόξο στην βόρεια πλευρά του ιερού Βήματος, διατηρούνται σπαράγματα τοιχογραφιών, που απεικονίζουν σκηνές από τον βίο του αγίου.
Ιωάννη Ηλιάδη, Βυζαντινολόγου, Ιστορικού της Τέχνης, Επιμελητού Βυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία

Το Λατινικό παρεκκλήσι ή του «Ακάθιστου Ύμνου»

Το Λατινικό παρεκκλήσι ή άλλως του «Ακάθιστου Ύμνου» στην βόρεια πλευρά του παρεκκλησίου του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή είναι μονόχωρος καμαροσκεπής ναός χωρίς αψίδα. 
Εξωτερική άποψη του Καθολικού της Ιεράς Μονής 
Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή.
Το παρεκκλήσιο αυτό εικάζεται ότι άνηκε εξ ολοκλήρου στην Λατινική Εκκλησία, όπως το Βασιλικό Παρεκκλήσι στα Πυργά, η Παναγία Ασπροφορούσα στο Μπέλλαπαϊς και το Λατινικό παρεκκλήσιο προσκολλημένο στα νότια του ναού της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι. Η όλη διακόσμηση του Παρεκκλησίου είναι έντονα επηρεασμένη από το ύφος του γοτθικού παρεκκλησίου των Scrovegni στην Πάδοβα της Ιταλίας, που τοιχογράφησε ο Giotto μεταξύ των ετών 1303 και 1305. Η καμάρα του παρεκκλησίου φέρει διακοσμητικές ταινίες πού σχηματίζουν δυο μεγάλα σταυροθόλια. Τα τριγωνικά διαμερίσματα τών σταυροθολίων αυτών κοσμούνται μέ μορφές Αποστόλων σε γοτθικά τετράφυλλα. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος απεικονίζουν σε δυο σειρές τους 24 Οίκους του Ακάθιστου Ύμνου. Στον δυτικό τοίχο απεικονίζεται η Ρίζα του Ιεσσαί και στο πλαίσιο του αναγεννησιακού φεγγίτη, εξαπτέρυγα σε χρυσό βάθος. Στον ανατολικό τοίχο ανάμεσα στις σκηνές με τον Μωυσή να λαμβάνει τις δέκα εντολές και το εικονογραφικό θέμα της Βάτου εικονίζεται η ένθρονη Βρεφοκρατούσα σε αχιβάδα και πάνω από αυτή, στο αέτωμα, απεικονίζεται η Φιλοξενία του Αβραάμ.

Οι τοιχογραφίες αυτές αντανακλούν το νέο πολιτικό κλίμα που επικρατεί στο νησί. Ήδη από το 1489 η Κύπρος τίθεται και επίσημα με την Αικατερίνη Κορνάρο, χήρα του τελευταίου βασιλιά της δυναστείας των Λουζινιάν, υπό βενετική κυριαρχία.

Την περίοδο αυτή Κύπριοι ζωγράφοι ζουν και εργάζονται στην Βενετία και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας και έρχονται σε επαφή με την τέχνη της.

Η ζωγραφική του Λατινικού Παρεκκλησίου ανήκει στην λεγόμενη «Ιταλοβυζαντινή ζωγραφική» που δημιούργησε και τα τοιχογραφημένα σύνολα στην Παναγία Ιαματική στον Αρακαπά, στην Παναγία της Ποδίθου στην Γαλάτα, στην Παναγία Καθολική στο Πελένδρι κ.ά. Στα τοιχογραφημένα αυτά σύνολα παρουσιάζεται μια συγκροτημένη προσπάθεια γιά ορθή προοπτική και απόδοση της τρίτης διάστασης και του όγκου τών μορφών και των κτηρίων που συνδέεται με τον Giotto και την σχολή της Τοσκάνης στην Ιταλία του 14ου αιώνα. Τα βυζαντινά εικονογραφικά πρότυπα έξιταλίζονται με την εξιδανίκευση των θείων μορφών και την έντονη επιδίωξη για ανάδειξη του φυσικού κάλλους.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Φορητή Εικόνα 13ου αιώνα).
Στο μοναστήρι φυλάσσονται αξιόλογες εικόνες, όπως αυτές του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή (13ος αι.), της Παναγίας Θεοσκέπαστης του 14ου αιώνα, του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή (13ος και 16ος αι.), η εικόνα του αγίου Ηρακλειδίου με δωρητές (1543), κ.ά. Στο παλαιό Δημοτικό Σχολείο, ένα νεώτερο κτήριο του 1920 νοτίως του Μοναστηριού, δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια Εικονοφυλάκιο στο οποίο φιλοξενείται μια εξαιρετική συλλογή εικόνων που προέρχονται από την Μονή αλλά και από διάφορους ναούς του Καλοπαναγιώτη. Τα έργα καλύπτουν τεχνοτροπικά την εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης από τον 12ο αιώνα μέχρι και το 19ο αιώνα. Ανάμεσα στα έργα εξαιρετικής τέχνης που εκτίθενται, ιδιαίτερη θέση κατεχεί το βυζαντινό κάλυμμα ευαγγελίου (12ος αι.) με την απεικόνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και το παλαιότερο επιστύλιο εικονοστασίου της Κύπρου (14ος αι.) που προέρχεται από τον ναό της Παναγίας Θεοσκέπαστης στον Καλοπαναγιώτη και ζει σε 25 διάχωρα το χριστολογικό κύκλο και τους προφήτες Δαυΐδ και Σολομών.

Μια επίσκεψη στην Μονη που βρίσκεται, όπως προαναφέρθη από τα ομορφότερα ορεινά χωριά της Κύπρου, εκτός από την πλήρη πνευματική ανάταση που προσφέρει η κατανυκτική ατμόσφαιρα του μοναστηριού θά χαρίσει στον επισκέπτη αβίαστα και ευχάριστα την γνώση και εμπειρία χιλίων χρόνων ιστορίας βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο.
Ιωάννη Ηλιάδη, Βυζαντινολόγου, Ιστορικού της Τέχνης, Επιμελητού Βυζαντινού Μουσείου και Πινακοθήκης Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία
Πηγή: 18ο τεύχος του Περιοδικού «Πεμπτουσία», Αύγουστος – Νοέμβριος 2005, σελ. 76-82.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου