Μπαίναμε στο κελί (του γέροντα Αντριάν Κιρσάνωφ) πέντε-πέντε, συνοδευόμενοι από τα μουρμουρητά του υποτακτικού του:
- Ο γέροντας είναι άρρωστος. Ήδη κάλεσα ασθενοφόρο από το Πσκωβ για να κάνει εισαγωγή.
Μην τον απασχολήσετε για πολύ, σας παρακαλώ.
Αλλά και χωρίς την προτροπή του υποτακτικού ο γέροντας φαινόταν να μη βρίσκεται σε καλή κατάσταση και το χέρι με το οποίο μας ευλογούσε έκαιγε. Όλοι προσπαθούσαν να μιλήσουν σύντομα, μόνο ένας μοναχός μιλούσε με ευφράδεια:
- Ακόμη και ο άγιος Ιγνάτιος Μπριντσιανίνωβ έγραφε πως δεν υπάρχουν πια πραγματικοί πνευματικοί και πως δεν βρίσκεις πια στα μοναστήρια κάποιον να έχει καλλιεργήσει την ευχή του Ιησού.
- Μπορείτε λίγο πιο σύντομα; του ψιθύρισε ο υποτακτικός
- Καλά, με δύο λόγια λοιπόν, θα έλεγα πως σύμφωνα με τους Αγίους Πατέρες: «Δεν σώζονται όλοι όσοι πάνε στο μοναστήρι και ούτε καταστρέφονται όλοι όσοι μένουν στον κόσμο». Για παράδειγμα, στο δικό μας μοναστήρι δεν υπάρχει αδελφότητα αλλά συμμορία, και ο ηγούμενος είναι ένας αγριάνθρωπος.
- Συνεπώς θέλεις να φύγεις από το μοναστήρι; τον ρωτάει ο γέροντας. Γνωρίζεις όμως, αδελφέ, πως όποιος εγκαταλείπει το μοναστήρι του μοιάζει με τον αυτόχειρα και στερείται χριστιανικής κηδείας;
- Η μητέρα μου είναι άρρωστη και με παρακαλεί να πάω σπίτι, ίσα που ακούστηκε η φωνή του μοναχού
- Το ίδιο μού συνέβη κι εμένα. Με παρακαλούσε η μητέρα μου να πάω στο σπίτι.
Άντε να σου διηγηθώ τι συνέβη...
Εγώ την ιστορία αυτή την ήξερα ήδη από τους συγγενείς του γέροντα που ζούσαν στη Μόσχα.
Μια μέρα ο γέροντας Αντριάν έλαβε ένα γράμμα από τη μητέρα του και τον πληροφορούσε πως το σπίτι κάηκε και ότι ζούσαν σ’ ένα καλυβόσπιτο και πως όταν έβρεχε το νερό έφτανε μέχρι τα γόνατα. Έτσι η μητέρα του αρρώστησε και εκλιπαρούσε τον γιο της να αφήσει για λίγο καιρό το μοναστήρι και να κερδίσει κάποια χρήματα για να φτιάξει ένα καινούργιο σπίτι. Ο γέροντας Αντριάν δεν εγκατέλειψε το μοναστήρι, όμως νύχτα και μέρα προσεύχονταν στον άγιο Νικόλαο τον θαυματουργό να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα του.
Δεν ξέρω πόσον καιρό προσευχήθηκε με τον τρόπο αυτό αλλά μια μέρα εμφανίστηκε κάποιος και έφερε μια βαλίτσα με χρήματα. Μέσα στην βαλίτσα υπήρχε ένα σημείωμα με την παράκληση τα χρήματα να δοθούν στη μητέρα του μοναχού της οποίας το σπίτι κάηκε. Μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει ποιος έφερε αυτά τα χρήματα. Όταν αγόρασε ένα σπίτι η μητέρα του π. Αντριάν βρήκε στη
σοφίτα μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Νικολάου η οποία της χαμογελούσε.
- Καταλαβαίνω, αδελφέ, ότι δυσκολεύεσαι, τον παρηγορεί ο γέροντας και βάζει στην τσέπη του ένα μάτσο με χρήματα. Κάποιος μου έφερε αυτά τα χρήματα. Πάρ’ τα και στείλε τα στη μητέρα σου για να αγοράσει φάρμακα και να τραφεί καλά. Το σπουδαιότερο είναι να πιστεύεις και ο Θεός δεν θα σε εγκαταλείψει
- Χάνομαι, γέροντα, αρχίζει να κλαίει ο μοναχός. Θέλω να σωθώ αλλά όλους τους κρίνω.
- Γι’ αυτό να τι μπορώ να σου πω...
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει την φράση του επειδή έφτασε το ασθενοφόρο.
Ο γέροντας προσπαθεί να συνεχίσει τη συνομιλία και την ίδια ώρα μου λέει:
- Σε παρακαλώ, απάντησε σ’ αυτό το γράμμα.
Παίρνω από τον γέροντα το σφραγισμένο γράμμα, αποστολέας του οποίου ήταν μια διάσημη ολυμπιονίκης. Αργότερα διάβασα γι’ αυτήν πως έμεινε παράλυτη μετά από έναν τραυματισμό στη σπονδυλική στήλη, ότι δεν τη βοηθάει καμιά θεραπεία, ότι πιστεύει στο Θεό και πως όταν ήταν μικρή τη βάπτισαν και έρχεται ένας ιερέας στο σπίτι και την κοινωνάει.
- Γράψε της, μου υπαγορεύει την απάντηση ο γέροντας, πως κάνει λάθος, δεν είναι βαπτισμένη. Πολλοί κάνουν αυτό το λάθος. Μετά τη βάπτισή της θα αισθανθεί καλύτερα, ίσως να γιάνει τελείως.
- Μα, Γέροντα, δεν διαβάσατε το γράμμα, ούτε το ανοίξατε καν, του απαντησα εγώ έκπληκτη.
- Σίγουρα δεν το διάβασα; εκπλήσσεται κι εκείνος και δίνει τις τελευταίες συμβουλές: «Εν τη απουσία μου να πάτε στον γέροντα Ιωάννη Κρεστιάνκιν. Είναι πνευματικός άνθρωπος, ενώ εγώ τι είμαι; Παλαιότερα υπήρχαν μεγάλοι πνευματικοί, ενώ τώρα έμειναν κάτι γεροντάκια».
Οι δύο μεγάλες πνευματικές μορφές της σύγχρονης Ρωσικής Εκκλησίας
π. Ιωάννης Κρεστιάνκιν και π. Αντριάν Κιρσάνωφ
Αργότερα θα μου γράψει ο αρχιμαδρίτης Ιωάννης Κρεστιάνκιν: «Ο γέροντας Αντριάν! Να ο πραγματικός πνευματικός. Εγώ είμαι μονάχα ένας φροντιστής ψυχών». Και μου επανέλαβε λέξη προς λέξη τα λόγια του γέροντα Αντριάν για τους πρώην μεγάλους πνευματικούς και τα σημερινά γεροντάκια υπονοώντας τον εαυτό του.
Οι πνευματικοί μιλούν πολλές φορές με τον ίδιο τρόπο αλλά είναι διαφορετικοί. Ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης είχε το χάρισμα του λόγου και σ’ εκείνον πήγαιναν οι διανοούμενοι για να ακούσουν τους σοφούς λόγους του. Στον γέροντα Αντριάν καταφεύγει ο απλός λαός του οποίου η ζωή είναι χτισμένη πάνω σε θλίψεις και δυστυχίες.
- Γιατί όλη μέρα τρέχετε πίσω μου; στενοχωριόταν ο γέροντας. Εγώ δεν είμαι ο ιαματικός Παντελεήμων. Κύριε, δεν έχω ησυχία, δεν με αφήνουν να προσευχηθώ!
Πραγματικά ο γέροντας δεν είχε ησυχία ποτέ. Ακόμη και τώρα στο ασθενοφόρο πολιορκείται από ανθρώπους. Οι γυναίκες κλαίνε από συμπόνια ενώ ο γέροντας τους μοιράζει για παρηγοριά τις προμήθειες που του είχαν ετοιμάσει και απλώνει και σε μένα ένα πακέτο με φρούτα.
- Γέροντα έχουμε αρκετά φρούτα, του λέω, αρνούμενη να τα πάρω, καλύτερα δώστε μου την ώρα του αποχωρισμού μια πνευματική συμβουλή.
- Σε τι αναφέρεσαι;
- Πώς να ζω;
- Πώς να ζεις; ρωτάει ο γέροντας σκεφτικός.
Έπειτα μου μίλησε εμπιστευτικά σαν να μου έλεγε κάτι εντελώς προσωπικό.
-Να ζεις απλά! Κοίταζε πού πηγαίνουν τα βήματα του Χριστού και ακολούθησέ Τον!
Το ασθενοφόρο ξεκινάει ενώ εγώ καταλαβαίνω αμέσως πως τα βήματα του Ιησού Τον οδηγούν στον Γολγοθά. Είναι στενός ο δρόμος αλλά άλλος δεν υπάρχει.
Από το βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα - Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ - Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα
Εκδ.Πορφύρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου