Με την δημοσίευση στις 17 Ιουνίου 2017 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των νέων προγραμμάτων για το μάθημα των Θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση ολοκληρώνεται, με την απόφαση της Πολιτείας, ένας διάλογος μεταξύ
Υπουργείου Παιδείας και Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος δεν απασχόλησε τη δημοσιότητα, δεν έγιναν γνωστά τα συμπεράσματά του και εννοείται δεν έγινε καμία ανακοίνωση από την πλευρά είτε της Πολιτείας είτε της Εκκλησίας αν υπήρξε συμφωνία ή διαφωνία σ’ αυτόν.
Το μόνο που έγινε γνωστό ήταν οι προτάσεις τις οποίες κατέθεσε στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος η τριμελής Επιτροπή των Μητροπολιτών που συμμετείχε στον διάλογο. Η δημοσίευση στο ΦΕΚ των νέων προγραμμάτων διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση ότι η Πολιτεία ενδιαφερόταν πραγματικά για τις θέσεις της Εκκλησίας, ενώ αφήνει μετέωρο τον θόρυβο που η Εκκλησία διά του Αρχιεπισκόπου και πολλών Μητροπολιτών έκανε όταν τα προγράμματα δημοσιεύθηκαν αιφνιδιαστικά μετά την πρώτη ημέρα του σχολικού έτους 2016-2017. Ένα «γιατί όλα αυτά;» πλανάται στην ατμόσφαιρα. Μόνο για να εκδιωχθεί από την κυβέρνηση ο προηγούμενος υπουργός Παιδείας, ο οποίος αισθάνεται και απολύτως δικαιωμένος, διότι αυτός έφυγε, τα προγράμματα όμως έμειναν; Το ερώτημα μάλλον θα μείνει αναπάντητο.
Με υπομονή, πάντως, συγκρίναμε τα καινούργια προγράμματα σε σχέση με τα παλαιά και καταγράφουμε τις εξής διαπιστώσεις:
1. Στην Γ' και Δ' Δημοτικού οι μαθητές θα διδαχτούν τις αβρααμικές θρησκείες συγκρητιστικά (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός, ισλαμισμός). Στη Ε’ και ΣΤ ’Δημοτικού θα προστεθούν και οι θέσεις των ανατολικών θρησκευμάτων (ινδουισμός, βουδισμός). Ουσιαστικά τα παιδιά στο Δημοτικό θα διδάσκονται στοιχεία από 5 θρησκείες. Μιλούμε για τις ηλικίες 8-12 ετών. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν τέτοια δυνατότητα πλουραλιστικής μόρφωσης θα είναι εφικτή στα παιδιά των μουσουλμανικών οικογενειών στη Θράκη, στα παιδιά των ρωμαιοκαθολικών οικογενειών στις Κυκλάδες και αλλού. Υποθέτουμε ότι μόνο εμείς οι ορθόδοξοι είμαστε τόσο ανοιχτοί στην πολυφωνία.
2. Αυτή η διδασκαλία γίνεται με το πρόσχημα της συμμετοχής όλων των παιδιών στο μάθημα (χωρίς δηλαδή την δυνατότητα απαλλαγής, κάτι όμως που απαιτεί καινούργια εγκύκλιο από το Υπουργείο, η οποία δεν έχει εκδοθεί). Σε ανεπίσημη ενημέρωση που είχαμε από επιμορφωτές μάς ειπώθηκε ότι οι απαλλαγές δε θα χορηγούνται σε επίπεδο σχολικής μονάδας, όπως μέχρι τώρα, αλλά σε επίπεδο διεύθυνσης Εκπαίδευσης ή Υπουργείου. Όμως, όπως μας είπαν οι θιασώτες των νέων προγραμμάτων, δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος που θέλει να πάρει απαλλαγή, να μην το πετύχει.
3. Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Ε' και ΣΤ ‘Δημοτικού έχει περιοριστεί σε μία ώρα την εβδομάδα. Επομένως, στην καλύτερη περίπτωση κάθε σχολικό έτος θα αφιερώνονται στα Θρησκευτικά 30 ώρες. Τα νέα προγράμματα απαιτούν 58 ώρες για να αναπτυχθούν στην Ε’ και ΣΤ ‘Δημοτικού, ώστε να επιτευχθεί ο θρησκευτικός γραμματισμός. Η επιλογή του Υπουργείου για μονόωρο μάθημα δείχνει στην ουσία ότι ούτε και το ίδιο ούτε και οι συντάκτες των προγραμμάτων ήξεραν τι ήθελαν. Η εύκολη λύση θα είναι ο δάσκαλος να επιλέξει τι είναι σημαντικό και τι όχι. Άρα ο απαιτούμενος θρησκευτικός γραμματισμός θα μείνει ημιτελής.
4. Αναπάντητο ερώτημα θα μείνει το κατά πόσον θα εκπαιδευθούν οι δάσκαλοι στις θεολογικές και θρησκειολογικές έννοιες, ιδίως στην επαρχία. Χωρίς «Διδακτική Θρησκευτικών» στα περισσότερα παιδαγωγικά τμήματα των Πανεπιστημίων, με ανεπαρκή επιμόρφωση από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, όσοι δάσκαλοι αποφασίσουν να διδάξουν το μάθημα με τον νέο τρόπο (κάτι που επαφίεται στον πατριωτισμό τους, διότι δεν τους ελέγχει και κανένας αν αντί για Θρησκευτικά κάνουν Γλώσσα και Μαθηματικά), θα πρέπει να αυτοεπιμορφωθούν και να παλέψουν ουσιαστικά μόνοι τους τόσο στις τεχνικές του προγράμματος, όσο ,κυρίως, στο περιεχόμενό του, το οποίο θέλει ειδίκευση. Μήπως, αν οι εμπειρογνώμονες των νέων προγραμμάτων θα ήθελαν να είναι συνεπείς με τους οραματισμούς τους, θα έπρεπε να εισηγηθούν στο Υπουργείο τον διορισμό θεολόγων καθηγητών στην Πρωτοβάθμια; (παλαιό αίτημα των θεολόγων που καθίσταται επιτακτική ανάγκη πλέον)
5. Στο Γυμνάσιο δεν έγινε καμία αλλαγή ανάμεσα στα προγράμματα του Σεπτεμβρίου και τα νέα του Ιουνίου, ούτε καν στις διατυπώσεις. Τα προγράμματα παραμένουν εννοιοκρατικά. Προβληματισμοί για επάνοδο της ιστορικότητας στην προσέγγιση της ύλης (Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη, Χριστιανισμός, Κόσμος, Σήμερα) ουσιαστικά δε συζητήθηκαν. Ο θεολόγος στο Γυμνάσιο, όπως και στο Λύκειο, απαιτείται να είναι ψυχολόγος, κοινωνιολόγος, ιστορικός της τέχνης, μουσικός, δημοσιογράφος, ρήτορας και κάθε τι άλλο, και κάπου ανάμεσα να λειτουργεί και ως θεολόγος. Αν μάλιστα δεν αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, τότε ο μαθητής θα φύγει από το Γυμνάσιο έχοντας στον νου του ένα θρησκευτικό χάος, την αίσθηση ότι όλες οι θρησκείες λειτουργούν με τους ίδιους τρόπους και μηχανισμούς. Για ποιο λόγο λοιπόν να αισθάνεται ότι είναι διαφορετικός και θρησκευτικά και εθνικά, ως Ορθόδοξος και Έλληνας, από τους συνομηλίκους του σε άλλες χώρες, ακόμη και στο ίδιο σχολείο, έναντι όσων δεν είναι ορθόδοξοι, αλλά και δε θεωρούν ότι υπάρχει λόγος να αισθάνονται Έλληνες. Το δόγμα της νέας τάξης πραγμάτων ότι πρέπει «να είμαστε πληθυσμός και όχι λαός» ξεκινά να εφαρμόζεται στην παιδεία από το μάθημα των Θρησκευτικών. Μάλλον θα ακολουθήσει η Ιστορία.
6. Καμία αναφορά δε γίνεται στα νέα προγράμματα στη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ. Καμία αναφορά στο τζιχάντ. Το Ισλάμ παρουσιάζεται σε μία ιδεατή μορφή, η οποία ούτε στο Κοράνι δε συμπεριλαμβάνεται. Αντίθετα, ο χριστιανισμός κατά την διάρκεια των αιώνων, σύμφωνα με τους συντάκτες των προγραμμάτων, έστησε μηχανισμούς καταπίεσης και υποβάθμισης της γυναίκας. Επιβάλλεται λοιπόν σε μας τους χριστιανούς η αυτοκριτική, η αναζήτηση της αλήθειας για το ποιοι ήμασταν και πώς φερόμασταν στις γυναίκες, αλλά για όσους πρεσβεύουν τον ιουδαϊσμό, τον ισλαμισμό, τον ινδουισμό, τον βουδισμό αυτή η αναζήτηση της αλήθειας περιττεύει. Οι αλλόθρησκοι δεν πρέπει να θίγονται. Ο χριστιανισμός όμως έχει τις μαύρες σελίδες του και πρέπει να πάρουμε θέση σ’ αυτές. Δε διαφωνούμε, αλλά όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μάλιστα, για διάφορες ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο η πρόταση για την προβολή της περσικής ταινίας Persepolis στα πλαίσια του υλικού που συνοδεύει τα προγράμματα είναι σκανδαλώδης. Ίσως όμως αυτή η ταινία να είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο υπαινίσσονται τα νέα προγράμματα την πραγματική θέση της γυναίκας στην κυριολεκτικά μουσουλμανική κοινωνία. Μακάρι να μην τη ζήσουμε.
7. Και στο Λύκειο δεν έχουμε κάποια αλλαγή στα προγράμματα Σεπτεμβρίου και Ιουνίου, ούτε και λεκτικά (μόνο η λέξη «αξιοποίηση» απαλείφεται σε κάποια σημεία). Επειδή, βεβαίως, τα παιδιά του Λυκείου είναι μεγάλα και πολύ πιο ώριμα σε σχέση με τα παιδιά του Γυμνασίου η εννοιοκρατική προσέγγιση είναι καλή επιλογή, όπως και το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο τα θέματα τίθενται. Το πρόβλημα είναι ότι όταν τα παιδιά που ξεκινήσουν στο Δημοτικό με σύγχυση θρησκευτικότητας φτάσουν στο Λύκειο, αν στο μεταξύ δεν αλλάξουν τα προγράμματα, κανείς δε θα γνωρίζει πόσο θα έχουν τις βάσεις ώστε οι έννοιες να μην προκαλέσουν περαιτέρω σύγχυση. Ποτέ βεβαίως στην Ελλάδα δεν έχει γίνει κάποια αποτίμηση του προηγούμενου προγράμματος που αντικαθίσταται και αυτό είναι δηλωτικό της βεβαιότητας των καινούργιων συντακτών ότι οι παλιοί ή έχουν αποτύχει ή είναι ξεπερασμένη η προσέγγισή τους. Στοιχεία όμως δεν υπάρχουν.
8. Τον Σεπτέμβριο το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής ανήρτησε πλούσιο υποστηρικτικό υλικό για τους εκπαιδευτικούς, το οποίο ξεσήκωσε σε ορισμένα σημεία του θύελλα αντιδράσεων με την άκριτη αναφορά σε τραγούδια και την απουσία διευκρινιστικών στοιχείων που να ενώνουν τις ενότητες με το υλικό αυτό. Θα ήταν ευχής έργον η τελική μορφή των προγραμμάτων να λάμβανε υπόψιν τις παρατηρήσεις και την κριτική. Αν όμως κρίνουμε από το ότι τα ίδια τα προγράμματα δεν άλλαξαν σε τίποτα, μάλλον δυσοίωνες είναι και οι προβλέψεις για το υλικό. Στο Γυμνάσιο και το Λύκειο βεβαίως το πρόσωπο του θεολόγου είναι κομβικής σημασίας. Διότι μπορεί αυτός να επιλέξει από το υλικό στοιχεία και να τα αξιοποιήσει. Πάμε για «ευλογημένη αναρχία», στην οποία ο καθένας θα επιλέγει ό,τι θέλει και θα το διδάσκει όπως το θέλει.
9. Αυτό που διαφαίνεται ξεκάθαρα από την στοχοθεσία των νέων προγραμμάτων είναι η απουσία του όρου «εθνική ταυτότητα». Είναι συνειδητή πολιτική επιλογή να μην χρησιμοποιείται ο όρος. Αποσυνδέεται με αυτόν τον τρόπο η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση από την σύνδεση με την πατρίδα. Το ελληνόπουλο θα είναι μέλος της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, της οικουμενικής ανθρωπότητας, αλλά οι δόσεις του «χτες» του θα είναι όσο πιο καλά κρυμμένες γίνεται. Το «σήμερα» και το «αύριο» μετράνε. Η πίστη μας μάς μιλά για μετάνοια σε σχέση με το χτες. Όμως ο χριστιανός ανήκει και σε πατρίδα και σε κοινωνία και σε χρόνο. Είναι ιστορικό υποκείμενο. Η ιστορικότητά του τον βοηθά να ξέρει πού πατά και με βάση ποια κριτήρια μπορεί να προσεγγίσει το σήμερα. Οι συντάκτες των νέων προγραμμάτων δηλώνουν διά της σιωπής ότι η πολιτεία πλέον δεν αποσκοπεί στην διατήρηση της «ελληνικότητας», αλλά στην καλλιέργεια ενός σύγχρονου διεθνιστή με στοιχεία ελληνικότητας.
10. Κατανοούμε την αντίληψη αυτή. Θα ήταν όμως πιο τίμιο εάν ο λαός μας το ήξερε αυτό και το επέλεγε συνειδητά. Το ίδιο και οι γονείς για τα παιδιά τους. Οι συντάκτες των νέων προγραμμάτων υπηρετούν αυτή την αντίληψη. Ας μην απορήσουμε γιατί σε μερικά χρόνια, όχι μόνο από τα Θρησκευτικά, αλλά και από άλλα μαθήματα, θα προκύψουν άνθρωποι χωρίς μνήμη. Άνθρωποι οι οποίοι δε θα ξέρουν γιατί είμαστε διαφορετικοί ως χριστιανοί και ως Έλληνες από τους μουσουλμάνους ή τους βουδιστές και από τους άλλους λαούς. Και αν αυτό υπηρετούσε μία βυζαντινή χριστιανική οικουμενικότητα, θα το συζητούσαμε. Η παρουσία όμως των μεταναστών από την μία και από τη άλλη ο παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός με την ισοπέδωση της ετερότητας (στην οποία ομνύει κατά τα άλλα), θα έπρεπε να μας κάνουν πολύ επιφυλακτικούς σε τέτοιες πορείες.
11. Το κύριο επιχείρημα όσων έστησαν αυτά τα προγράμματα και όσων τα υπερασπίζονται, ακόμη και μέσα στην Ιεραρχία, είναι ότι πρέπει να διασώσουμε το μάθημα και ότι οι θεολόγοι μπορούν να το παλέψουν. Εκτός του ότι μιλούν στην ουσία για θεολόγους-ιεραποστόλους, κάτι που είναι εντελώς αντιφατικό σε σχέση με την φιλοσοφία των νέων προγραμμάτων (που αρνούνται παντελώς κάθε έννοια ομολογιακότητας στο μάθημα), προσπαθώντας να είναι ρεαλιστές, έχουν αποδεχτεί την πολυπολιτισμικότητα ως συνισταμένη της κοινωνίας μας εφεξής. Υπάρχει ειδική ενότητα με αυτή την επιγραφή στο πρόγραμμα του Λυκείου. Αναρωτιόμαστε αν κάποιο πολιτικό κόμμα κατέβηκε στις εκλογές και κατέλαβε την εξουσία διακηρύσσοντας την κατάργηση της ελληνικότητας και την επικράτηση της πολυπολιτισμικότητας. Γιατί θα πρέπει να αποδεχτούμε αμαχητί ένα ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο δεν έχει πείσει τον λαό μας για την αναγκαιότητά του, ενώ μπορούμε και πρέπει να αγωνιστούμε για την διαφύλαξη της εθνικής μας ταυτότητας και παράδοσης, όχι ως μισαλλόδοξοι ή ως οπισθοδρομικοί, αλλά ως πολίτες και πιστοί που ανήκουμε στην πατρίδα μας, εκτός από την Εκκλησία. Το ότι η πατρίδα μας μετά την έξοδό μας από τον χρόνο θα καταργηθεί, δε συνεπάγεται ότι σ’ αυτή τη ζωή δεν υφίσταται ως σχήμα. Ας την υπερασπιστούμε επιτέλους θετικά και ας απαλλαγούμε από την φοβία του εθνικιστή. Προτρέχουμε λοιπόν να εξυπηρετήσουμε αλλότριους στόχους, για να μην υστερήσουμε σε μοντερνισμό.
12. Αναμένουμε με ενδιαφέρον την στάση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αν αποφασίσει, πέρα από κινήσεις εντυπωσιασμού, να ασκήσει επιτέλους αυθεντική κριτική στο νέο κοσμοείδωλο και αν αποφασίσει να ασκήσει αυθεντική αυτοκριτική τόσο για την επανάπαυσή μας μέχρι τώρα στο ζήτημα της κατήχησης, όσο και στην απουσία γνήσιων κοινοτήτων, οι οποίες θα λειτουργούν αφυπνιστικά και όχι μόνο ως παρεούλες για καφέ την Κυριακή ή για λίγη φιλανθρωπία.
Μένουμε ή φεύγουμε από τα Θρησκευτικά; Το «φεύγουμε» δεν είναι επιλογή, κατά την γνώμη μας. Μένουμε, αλλά ο θεολόγος, ο δάσκαλος, ο γονιός, ο μαθητής καλούνται να παλέψουν να βρουν και να χτίσουν ταυτότητα, επιλέγοντας τα στοιχεία της πίστης που θα κρατήσουν άσβεστο το αντιστασιακό ήθος έναντι μίας ωραιοποιημένης εικόνας της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία, αν δεν παλέψει εναντίον της αμαρτίας και του κακού, δε θα βρει εύκολα την οδό της αγάπης. Σημαντικός θα είναι ο ρόλος της παράδοσής μας. Ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία θα αγωνιστεί να ξαναχτίσει τις ενοριακές της κοινότητες. Γιατί τα «νέα Θρησκευτικά» οδηγούν από την δική τους οδό στον ατομοκεντρισμό ή σε κοινότητες στις οποίες, είτε ανήκουμε είτε όχι, δε θα έχει κάποια ιδιαίτερη συλλογική σημασία, αλλά μόνο στο «να περνάμε καλά» και να κάνουμε «ακτιβισμό». Στην ουσία αποτελούν έναν επιπλέον δρόμο αφελληνισμού και αποχριστιανοποίησης της κοινωνίας μας. Και αυτός είναι δρόμος πολιτικός: να δημιουργηθούν άνθρωποι χωρίς διαφορετικότητα στην πίστη, χωρίς μνήμη, χωρίς ιστορικότητα. Άνθρωποι οι οποίοι στον νου τους θα έχουν πρωτίστως έννοιες. Ας μην μας λένε όμως ότι αυτός ο χριστιανισμός δεν είναι ιδεολογικοποιημένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου