Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

π. Δημήτριος Μπόκος - Η κλίμακα του Ιακὼβ

Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι ὁ Ἰακώβ, γιὸς τοῦ Ἰσαάκ, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ, ἐπειδὴ τοῦ ἔκλεψε τὰ πρωτοτόκια καὶ τὴν πατρικὴ εὐλογία, ζήτησε προστασία στὸν θεῖο του 
Λάβαν, μακριὰ στὴ Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας. Τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ ταξιδιοῦ του ἔγειρε νὰ κοιμηθεῖ στὴν ἐρημιά, βάζοντας γιὰ προσκεφάλι μιὰ πέτρα. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδε ἕνα ὄνειρο.

Μιὰ τεράστια κλίμακα, δηλ. σκάλα, στηριζόταν στὴ γῆ καὶ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἀνεβοκατέβαιναν ἄγγελοι, ἐνῶ στὴν κορυφή της στηριζόταν ὁ Θεός. Τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι τὴ γῆ ὅπου κοιμόταν, θὰ τὴ δώσει σ’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ποὺ θὰ πληθυνθοῦν σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας. Καὶ ὅτι θὰ τὸν διαφυλάττει σὲ ὅλο τὸ ταξίδι του καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρει μὲ ἀσφάλεια πίσω.

Ὁ Ἰακὼβ ξύπνησε ἔντρομος καὶ ἀναφώνησε: «Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι οἶκος Θεοῦ καὶ πύλη τοῦ οὐρανοῦ». Ἔστησε ὄρθια τὴν πέτρα ὅπου κοιμόταν, τὴν ἔχρισε μὲ λάδι καὶ ὀνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνο Βαιθὴλ (=οἶκο Θεοῦ) (Γεν. 28, 10-22).

Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ θε­ω­ρή­θη­κε σὰν μιὰ ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς προ­τυ­πώ­σεις τοῦ με­γά­λου γε­γο­νό­τος τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ κλί­μα­κα ἐ­κεί­νη «ἡ με­τάρ­σιος», τὴν ὁποία «ὁ Ἰ­α­κὼβ ἐ­θε­ά­σα­το», ἔ­γι­νε σύμ­βο­λο τῆς Πα­να­γί­ας (Προσόμ. Ἑσπερινοῦ Εὐαγγελισμοῦ).

Γι’ αὐ­τὸ καὶ στὸν Ἀ­κά­θι­στο Ὕμνο, ποὺ σ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, κά­θε Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, ψάλ­λε­ται στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ ἀ­να­φο­ρὲς στὸν συμ­βο­λι­σμὸ αὐ­τὸν τῆς Πα­να­γί­ας εἶναι πολ­λές. «Χαῖ­ρε κλῖμαξ ἐ­που­ρά­νι­ε, δι’ ἧς (=διὰ τῆς ὁποίας) κα­τέ­βη ὁ Θε­ός. Χαῖ­ρε γέ­φυ­ρα με­τά­γου­σα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐ­ρα­νόν», λέ­με στοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λα τρο­πά­ρια τοῦ κανόνα τοῦ Ἀ­κα­θί­στου ψάλ­λου­με: «Χαῖ­ρε κλῖμαξ γῆ­θεν (=ἀπὸ τὴ γῆ) πάν­τας ἀνυ­ψώ­σα­σα χά­ρι­τι· χαῖ­ρε ἡ γέ­φυ­ρα ὄν­τως ἡ με­τά­γου­σα ἐκ θα­νά­του πάν­τας πρὸς ζω­ὴν τοὺς ὑ­μνοῦν­τάς σε».

Ἡ Πα­να­γί­α δηλαδὴ εἶναι κλί­μα­κα καὶ γέ­φυ­ρα ποὺ ἕνω­σε γῆ καὶ οὐ­ρα­νό. Μὲ τὸν θεῖ­ο το­κε­τό της ἔ­φε­ρε κον­τὰ τὸν Θε­ὸ καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­τέ­βα­σε τὸν Θε­ὸ στὴ γῆ καὶ ἀ­νέ­βα­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸν οὐ­ρα­νό. Μὲ αὐ­τὴν «ἀ­πὸ γῆς εἰς ὕ­ψος ἤρ­θη­μεν». Στὸ πρό­σω­πό της τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος κα­τα­ξι­ώ­θη­κε. Κα­τά­φε­ρε νὰ συ­νει­σφέ­ρει καὶ αὐ­τὸ κά­τι ἀ­πο­λύ­τως ση­μαν­τι­κὸ στὸ ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, στὸ σχέ­διο δη­λα­δὴ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Προ­σφέ­ρα­με οἱ ἄν­θρω­ποι στὸν Θε­ὸ τὴ βα­σι­κὴ προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ νὰ σαρ­κω­θεῖ: «Μη­τέ­ρα Παρ­θέ­νον».

Δι­ευ­κο­λύ­να­με ἔ­τσι τὸν Θε­ό, προ­σφέ­ρον­τάς του σὰν «ὄ­χη­μα πανάγιον», σὰν κλί­μα­κα τὴν Θε­ο­τό­κο, νὰ κα­τε­βεῖ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὴ γῆ. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ νὰ γί­νει καὶ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που. Ταυ­τό­χρο­να δό­θη­κε στὸν ἄν­θρω­πο ἡ δυ­να­τό­τη­τα, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας πά­λι σὰν γέ­φυ­ρα καὶ κλί­μα­κα τὴν Θε­ο­τό­κο, νὰ ἀ­νέλ­θει ἀ­πὸ τὴ γῆ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἡ Πα­να­γί­α ἔ­γι­νε πύ­λη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­πως ὀ­νει­ρεύ­τη­κε ὁ Ἰ­α­κώβ. Ἐ­κεί­νη ποὺ ἐ­πι­τέ­λους κα­τά­φε­ρε «ἵ­να Θε­ὸν τὸν Ἀ­δὰμ ἀ­περ­γά­ση­ται», νὰ θεοποιήσει τὸν Ἀδὰμ (Δοξαστ. Αἴνων Εὐαγγελισμοῦ).

Ψάλ­λον­τας τὰ παμ­πλη­θῆ «Χαῖ­ρε» τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν στὴν ἐ­που­ρά­νια αὐ­τὴ κλί­μα­κα, τὴν ἀ­λη­θῆ Θε­ο­τό­κον, ἂς ἐ­πι­χει­ροῦ­με συγ­χρό­νως καὶ νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με ἕ­να-ἕ­να τὰ σκα­λο­πά­τια της. Ποὺ δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς Πα­να­γί­ας μας. Τό­σο πολ­λές, ποὺ ἐ­παρ­κοῦν γιὰ νὰ φτιά­ξουν μιὰ σκά­λα, ποὺ ἡ βάση της θὰ ἀ­κουμ­πά­ει στὴ γῆ, ἀλ­λὰ ἡ κο­ρυ­φή της θὰ φτά­νει στὸν οὐ­ρα­νό.

Ἀ­νε­βαί­νον­τάς την κι ἐ­μείς, μὲ τὴ στορ­γι­κὴ χει­ρα­γω­γί­α τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, θὰ συ­ναν­τή­σου­με τὸ δί­χως ἄλ­λο στὴν κο­ρυ­φὴ τὸν Θε­ὸ τοῦ Ἰ­α­κώβ, τὸν Θε­ὸ τῶν πα­τέ­ρων μας, ποὺ στη­ρί­ζε­ται «ἐ­π’ αὐ­τῆς», μᾶς πε­ρι­μέ­νει μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐ­λο­γεῖ τὴν ὅ­λη προ­σπά­θεια τῆς ἀ­νό­δου μας.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 344, Μάρτιος 2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου