Ο όσιος Ποιμήν ήταν από μικρός πολύ φιλάσθενος. Άρρωστος γεννήθηκε, άρρωστος μεγάλωσε. Αλλ’ η ασθένεια του σώματος απέτρεψε την ασθένεια της ψυχής. Καθαρός «εκ κοιλίας μητρός» από κάθε ψυχικό μολυσμό, δεν γνώρισε την απαίσια όψη της αμαρτίας.
Συχνά-πυκνά ο μακάριος παρακαλούσε τους γονείς του να τον πάνε στο μοναστήρι και να τον αφήσουν να γίνη μοναχός. Εκείνοι όμως ούτε να τ’ ακούσουν δεν ήθελαν. Αν και φιλάσθενο το παιδί τους, τ’ αγαπούσαν πολύ και για κανένα λόγο δεν μπορούσαν να τ’ αποχωριστούν.
Κάποτε όμως ο νέος αρρώστησε βαριά, βαρύτερα από κάθε άλλη φορά. Από άγνωστη αιτία το σώμα του γέμισε πληγές και οι γιατροί δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Απελπίστηκαν για τη ζωή του και περίμεναν το θάνατο.
Τότε οι θλιμμένοι γονείς σκέφτηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σήκωσαν τον άρρωστο γιο τους στα χέρια και τον έφεραν στη μονή των Σπηλαίων του Κιέβου. Έπεσαν στα πόδια των πατέρων και τους ικέτευαν κλαίγοντας να προσευχηθούν για τη σωτηρία του.
Πράγματι, οι πατέρες έκαναν εκτενείς ικεσίες για την ανάρρωση του νέου. Να όμως που η δική του προσευχή κατανίκησε τις προσευχές όλων των άλλων μαζί. Γιατί ο μακάριος δεν προσευχόταν για την ανάρρωσή του. Αντίθετα, παρακαλούσε θερμά το Θεό να παρατείνη την αρρώστια! Γνώριζε ότι, μόλις γινόταν καλά, οι γονείς του θα τον έπαιρναν από το μοναστήρι και θα τον εμπόδιζαν να πραγματοποιήση τη φλογερή επιθυμία του: να γίνη δηλαδή μοναχός.
Αλλά ο πατέρας και η μητέρα του βρίσκονταν συνεχώς δίπλα του, στον ξενώνα της μονής. Έτσι δεν μπορούσε να ξεμοναχιάση τον ηγούμενο ή κάποιον αδελφό και να του φανερώση τον κρυφό πόθο του.
Πέρασαν μερικές ημέρες. Η κατάσταση της υγείας του παρέμενε κρίσιμη.
Μια νύχτα ξαγρυπνούσε με μυστικές προσευχές και δεήσεις, ξαπλωμένος πάντοτε στο κρεββάτι του πόνου. Πιο πέρα, στο ίδιο δωμάτιο, κοιμόντουσαν οι γονείς του, και λίγο μακρύτερα κάποιοι εργάτες της μονής.
Ξαφνικά, τι βλέπει! Ολόφωτοι άγγελοι, με τη μορφή υπέρλαμπρων νέων, μπήκαν μέσα και στάθηκαν πάνω από την κλίνη του. Πίσω τους ακολουθούσαν άλλοι, που έμοιαζαν με τον ηγούμενο και τους αδελφούς της μονής, κρατώντας στα χέρια όλα όσα απαιτούνται για τη μοναχική κουρά: ψαλίδι, σταυρό, κερί, ευαγγέλιο, τρίχινο ζωστικό, μανδύα, κουκούλι…
– Θέλεις να σε κουρέψουμε καλόγερο; είπαν γλυκά στον έκθαμβο άρρωστο νέο.
– Και βέβαια θέλω, αποκρίθηκε εκείνος χαρούμενα. Ο Θεός σας έστειλε, κύριοί μου! Σας παρακαλώ να εκπληρώσετε τον πόθο της καρδιάς μου.
Άρχισαν αμέσως την ακολουθία της κουράς, που την τέλεσαν όλη σύμφωνα με την προβλεπόμενη τάξη. Τον ονόμασαν Ποιμένα.
Τα κομμένα μαλλιά του τα τύλιξαν σ’ ένα μαντήλι. Ο όσιος τους άκουσε να λένε πως θα τ’ άφηναν στην εκκλησία όταν θα έφευγαν.
Σε λίγο ο νεόκουρος μοναχός Ποιμήν κοιτόταν ντυμένος με ολόκληρη τη μοναχική ενδυμασία και το μεγάλο σχήμα. Στο χέρι του κρατούσε αναμμένη την αγγελοδώρητη λαμπάδα.
– Σαράντα μερόνυχτα θ’ ανάβη η λαμπάδα σου, αδελφέ Ποιμήν, τον διαβεβαίωσαν οι άγγελοι. Όλη σου η ζωή θα είναι ένα διαρκές μαρτύριο από την αρρώστια. Ο Θεός παραχωρεί να υποφέρης έτσι, επειδή γνωρίζει την προαίρεση και την υπομονή σου. Μ’ αυτήν θα κερδίσης την ουράνια βασιλεία, αλλά θα γίνης και μια λαμπάδα φωτεινή, που θα φωτίση, θα στηρίξη και θα διδάξη τους ανθρώπους. Λοιπόν, καλήν υπομονή και καλήν αντάμωση στους ουρανούς! Να θυμάσαι ότι λίγο πριν την αναχώρησή σου θ’ αποκατασταθή εντελώς η υγεία σου. Αυτό θα είναι το σημάδι που θα σε κάνη να καταλάβης την ώρα της κοιμήσεώς σου.
Μόλις τελείωσαν οι άγγελοι την ιερή αποστολή τους, ασπάσθηκαν τον όσιο και αναχώρησαν. Φεύγοντας πέρασαν από την εκκλησία και άφησαν πάνω στον τάφο του οσίου Θεοδοσίου τα κομμένα μαλλιά του νεόκουρου.
Στο μεταξύ οι αδελφοί των πιο κοντινών κελλιών άκουσαν τις ψαλμωδίες στον ξενώνα. Φαντάστηκαν ότι ο ηγούμενος με μερικούς πατέρες κείρει τον άρρωστο ή ότι ο άρρωστος εκοιμήθη και του κάνουν τρισάγιο.
Ήρθαν στον ξενώνα, αλλά τον βρήκαν ήσυχο. Οι γονείς του οσίου συνέχιζαν τον ύπνο τους. Το ίδιο και οι εργάτες. Όμως μια άρρητη ευωδία ήταν διάχυτη σ’ όλο το χώρο.
Βρηκαν τον κατάκοιτο νέο ξύπνιο, ντυμένο με τα μοναχικά ενδύματα, γεμάτο χαρά και ευφροσύνη.
– Τι συνέβη, αδελφέ; Ποιος σε κούρεψε μοναχό; Τι ψαλμωδίες ήταν αυτές που ακούσαμε εμείς, ενώ οι γονείς σου που κοιμούνται εδώ μέσα δεν τις άκουσαν;
Οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή πάνω στον όσιο.
– Νομίζω πως ήταν ο ηγούμενος μαζί με κάποιους αδελφούς και μερικούς αγγελόμορφους νέους. Ήρθαν όλοι μαζί, με έκειραν και μου έδωσαν το όνομα Ποιμήν. Εκείνοι έψελναν. Μου έδωσαν κι αυτό το κερί. Είπαν ότι θ’ ανάβη σαράντα μέρες συνέχεια. Τα μαλλιά μου τα τύλιξαν σ’ ένα μαντήλι και τα πήγανε στην εκκλησία.
Αμήχανοι και σαστισμένοι οι αδελφοί έτρεξαν στο ναό. Τον βρήκανε όμως κλειστό. Ξύπνησαν τους εκκλησιαστικούς και τους ρώτησαν:
– Μήπως μπήκε κανένας στην εκκλησία μετά το απόδειπνο;
– Όχι, κανένας. Όταν την κλειδώσαμε ήταν άδεια. Κανείς δεν άνοιξε μετά.
– Και τα κλειδιά πού είναι;
– Τα κρατάει ο τυπικάρης. Δεν τα δίνει ποτέ σε κανένα.
Ξύπνησαν και τον τυπικάρη. Του διηγήθηκαν τι είχε συμβή και του ζήτησαν ν’ ανοίξη την εκκλησία.
Σε λίγο όλοι αντίκρυσαν το μαντήλι με τα μαλλιά του μακαρίου Ποιμένος πάνω στον τάφο του οσίου Θεοδοσίου.
Μετά απ’ αυτό ειδοποίησαν τον ηγούμενο. Σαν άκουσε κι εκείνος τι είχε συμβή, απόρησε και άρχισε να ερευνά μήπως κάποιοι από τους αδελφούς είχαν κάνει το τόλμημα να κείρουν τον ασθενή. Οι έρευνές του αποδείχθηκαν άκαρπες. Άλλωστε τόσο το μαντήλι με τα μαλλιά, που βρέθηκε μέσα στην κλειδωμένη εκκλησία, όσο και η λαμπάδα του οσίου, που άναβε χωρίς να λιώνη το κερί, ήταν ολοφάνερες θαυματουργικές αποδείξεις ότι είχε γίνει θεία επέμβαση. Έτσι, αν και αρχικά προβληματίστηκε πολύ για την κανονικότητα και εγκυρότητα της κουράς, αργότερα τα θεϊκά αυτά σημεία διασκέδασαν τις αμφιβολίες του και τον γέμισαν ψυχική αναλλίαση.
Όταν απέκτησε πια βεβαιότητα για το θαύμα ο ηγούμενος πήγε στον όσιο Ποιμένα, τον ασπάστηκε, του ευχήθηκε και είπε:
– Αδελφέ Ποιμήν, είναι φανερό ότι από τον ίδιο το Θεό, με τα χέρια των αγίων αγγέλων Του, έλαβες το μεγάλο και αγγελικό σχήμα. Πες μας όμως, πώς ήταν εκείνοι που σε κούρεψαν; Μπορείς να τους περιγράψης; Να, εδώ έχω και την ακολουθία της κουράς. Όταν σε κούρευαν έλεγαν αυτά που γράφει εδώ ή τίποτε άλλο;
– Τίμιε πάτερ, τι είν’ αυτά που μου λες; Δεν ήρθες εσύ ο ίδιος μαζί με τους αδελφούς και τέλεσες όλα όσα γράφει το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου; Και δεν με βεβαιώσατε ότι σ’ όλη μου τη ζωή θα είμαι άρρωστος, αλλά λίγο πριν από την κοίμησή μου θα γίνω καλά; Και τώρα, σε παρακαλώ, προσευχήσου για μένα, πάτερ άγιε, να μου δώση ο Κύριος υπομονή για το ζυγό της υπακοής και το σταυρό της αρρώστιας.
Έτσι ο μακάριος Ποιμήν έμεινε οριστικά στο μοναστήρι των Σπηλαίων. Ο ηγούμενος και οι αδελφοί δεν είχαν πια λόγο ν’ αμφιβάλλουν για την αγγελοφάνεια. Αλλά και οι γονείς του οσίου, συγκλονισμένοι από το θαύμα, δεν τόλμησαν ν’ αντισταθούν στο θέλημα του Θεού και του γιου τους.
Ο φιλόθεος Ποιμήν σήκωσε από τότε ηρωικά το μαρτύριο της ασθένειας, που επιδεινώθηκε τόσο, ώστε οι διακονητές σιχαίνονταν τις πυορροούσες πληγές του και αδυνατούσαν να τον πλησιάσουν από την αφόρητη και εμετική δυσοσμία. Γι’ αυτό το λόγο τον άφηναν πολλές φορές δύο και τρεις ημέρες χωρίς φαγητό και νερό, χωρίς περιποίηση, χωρίς εξυπηρέτηση των πιο βασικών αναγκών του. Ο όσιος όμως τα σήκωνε όλα αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα. Ποτέ δεν παραπονέθηκε στους αδελφούς και ποτέ δεν κατήγγειλε στον ηγούμενο την αφιλάδελφη συμπεριφορά τους. Αντίθετα, δόξαζε κι ευγνωμονούσε τον Θεό για όλα «τα παθήματα του νυν καιρού», που τα θεωρούσε «ουκ άξια προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις αυτόν».
Κάποια μέρα έφεραν στο νοσοκομείο της Λαύρας έναν βαριά άρρωστο μοναχό και τον έβαλαν δίπλα στον όσιο Ποιμένα. Έτσι οι διακονητές θα διευκολύνονταν, γιατί θα τους φρόντιζαν μαζί. Αλλά και πάλι απέφευγαν συχνά τη διακονία των ασθενών, αφήνοντάς τους μόνους και αβοήθητους. Ιδιαίτερα υπέφεραν οι άρρωστοι από τη δίψα.
Όταν ο μακάριος Ποιμήν είδε πως ο άλλος μοναχός ήταν πολύ λυπημένος από την κατάσταση αυτή, του λέει:
– Αδελφέ, επειδή οι διακονητές μας σιχαίνονται, αν ο Κύριος σου χάριζε την υγεία θα ήθελες ν’ αναλάβης τη διακονία του νοσοκόμου;
– Και βέβαια, αποκρίθηκε εκείνος. Ας γίνω καλά, και θα υπηρετώ μέχρι θανάτου τους ασθενείς με αυτοθυσία.
– Νά λοιπόν! Ο Κύριος σου παίρνει την ασθένεια! Θα είσαι πια υγιής. Αλλά να εκπληρώσης πιστά την υπόσχεσή σου υπηρετώντας όχι μόνο εμένα αλλά και όλους τους άλλους ασθενείς αδελφούς σου. Σ’ εκείνους δε που αμέλησαν την ιερή διακονία τους, ο Κύριος θα στείλη φοβερή και οδυνηρή αρρώστια, για να συναισθανθούν την αμαρτία τους, να μετανοήσουν και να σώσουν την ψυχή τους.
Ο άρρωστος μοναχός σηκώθηκε αμέσως εντελώς υγιής, και άρχισε χαρούμενος να υπηρετή τον όσιο Ποιμένα. Την ίδια κιόλας ημέρα οι άλλοι διακονητές αρρώστησαν βαριά, σύμφωνα με τη ρήση του οσίου, κι έπεσαν στο κρεβάτι, όπου παρέμειναν κατάκοιτοι για πολύν καιρό. Ο θεραπευμένος μοναχός τους περιποιόταν πρόθυμα κι αυτούς.
Δυστυχώς όμως σύντομα σιχάθηκε κι αυτός τον πολύαθλο όσιο Ποιμένα και άρχισε να τον παραμελή. Κάποια μέρα μάλιστα τον άφησε εντελώς αφρόντιστο, πεινασμένο και διψασμένο. Όταν όμως αποσύρθηκε για ν’ αναπαυθή σ’ ένα απόμερο κελλάκι της Λαύρας, προσβλήθηκε ξαφνικά από ψηλό πυρετό και παραλυσία. Ψηνόταν και παράδερνε από σπασμούς και πόνους. Είχε όμως χάσει τη μιλιά και δεν μπορούσε να καλέση σε βοήθεια.
Έμεινε εκεί τρεις ημέρες, μέχρι που έφτασε πια στα τελευταία του. Ο Θεός τότε, που δεν ήθελε να τον βλάψη αλλά μόνο να τον παιδαγωγήση, του έδωσε πάλι τη μιλιά του.
– Σώστε με, αδελφοί, για τον Κύριο! Πεθαίνω! φώναξε μ’ όση δύναμη είχε ακόμη.
Οι αδελφοί άκουσαν τις φωνές κι έτρεξαν κοντά του.
– Πέστε στον πατέρα Ποιμένα ότι πεθαίνω! Ας με λυπηθή κι ας μ’ ελεήση! είπε ο ετοιμοθάνατος, που κατάλαβε την αιτία του πάθους του.
Ειδοποίησαν αμέσως τον όσιο.
– Ο αδελφός που σε υπηρετούσε πεθαίνει!
– «Ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει», είπε εκείνος. Ο Κύριος τον πλήρωσε έτσι επειδή μ’ άφησε χωρίς τροφή και νερό, αθετώντας τις υποσχέσεις του. Αλλά επειδή ο Κύριος με το στόμα του αποστόλου Του μας δίδαξε να ευεργετούμε όλους τους ανθρώπους, «μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες», πηγαίνετε και πέστε του: «Ο Ποιμήν σε καλεί. Σήκω και πήγαινε».
Μόλις μετέφεραν την προσταγή του οσίου στον άρρωστο αδελφό, εκείνος συνήλθε, σηκώθηκε κι έτρεξε χωρίς καμμιά δυσκολία στο νοσοκομείο της μονής. Ο όσιος τον νουθέτησε με τα λόγια του Κυρίου:
– «Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται». Και γνώριζε ότι το μισθό που θα πάρη στον ουρανό όποιος υπομένει αγόγγυστα το σταυρό της ασθένειας, τον ίδιο θα πάρη κι εκείνος που αγόγγυστα τον υπηρετεί. Για τον ουράνιο μισθό και την αιωνιότητα υπομένω, αδελφέ μου, δοξολογώντας το μεγαλοδύναμο Θεό. Εκείνος σε θεράπευσε από την αρρώστια σου. Εκείνος μπορεί να θεραπεύση κι εμένα, αν του το ζητήσω. Δεν το επιδιώκω όμως, γιατί θεωρώ την υπομονή ωφελιμώτερη από την υγεία. Κι αν σαπίση τελείως εδώ το σώμα μου, στη δευτέρα παρουσία του Κυρίου θ’ αναστηθή άφθαρτο. Ας υπομείνουμε εδώ τη δυσοσμία, και θα ευφρανθούμε εκεί με τη θεία και ουράνια ευωδία. Μας ενθαρρύνει, αδελφέ, στην υπομονή ο Ιησούς Χριστός, λέγοντας: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ο απόστολος μας παρηγορεί γράφοντας: «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός·… ει δε χωρίς έστε παιδείας,… άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί».
Βαθιά συγκινήθηκε και καρδιακά μετανόησε ο αδελφός, διδαγμένος από τις νουθεσίες του οσίου, αλλά και από το πάθημά του. Από τότε, και μέχρι την κοίμησή του, εκδαπανήθηκε στη νυχθήμερη διακονία των ασθενών αδελφών του.
Ο γενναίος μιμητής του πολυάθλου Ιώβ όσιος Ποιμήν, έζησε στο κρεβάτι της οδύνης είκοσι χρόνια από την κουρά του, δοξολογώντας και υμνώντας αδιάλειπτα το Σωτήρα και Κύριό του.
Σαν έφτασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του, ο Θεός έστειλε αποκαλυπτικό σημείο: Την προηγούμενη νύχτα, πάνω από την Τράπεζα της μονής εμφανίστηκαν τρεις πύρινες, φωτεινές στήλες, που εκτείνονταν προς το μέρος της εκκλησίας.
Οι αδελφοί που τις είδαν απόρησαν. Μόνο ο Θεός γνώριζε τότε ακόμη τη σημασία του θαύματος. Λίγο αργότερα το κατανόησαν και οι αδελφοί: Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου είχε στείλει τους αγγέλους Του να παραλάβουν την ψυχή του πολύπαθου Ποιμένος.
Όταν ξημέρωσε, ο όσιος διαπίστωσε πως είχε γίνει καλά. Πράγματι, κάθε σημάδι αρρώστιας εξαφανίστηκε από το σώμα του, ενώ ο ίδιος, νιώθοντας δυνατός και ακμαίος, σηκώθηκε όρθιος. Κατάλαβε ότι έφτασε η ώρα της εξόδου του.
Χαρούμενος πέρασε απ’ όλους τους αδελφούς, τους έβαλε βαθειά μετάνοια και συγχωρέθηκε μαζί τους με ταπείνωση.
– Φεύγω και ήρθα να σας αποχαιρετήσω, έλεγε στους έκπληκτους μοναχούς, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους.
Έπειτα γύρισε πάλι στο νοσοκομείο και είπε στους ασθενείς:
– Αδελφοί μου, σηκωθήτε και ακολουθήστε με, στο όνομα του Κυρίου!
Με το λόγο του οσίου όλοι οι άρρωστοι έγιναν καλά! Σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον ευεργέτη τους, δοξάζοντας το Θεό.
Ο θεσπέσιος Ποιμήν πέρασε από την εκκλησία, όπου ζήτησε να μεταλάβη για τελευταία φορά τα θεία Μυστήρια. Ύστερα σήκωσε στους ώμους το νεκροκρέβατο και τράβηξε ίσια για το σπήλαιο της ταφής του, αν και ποτέ πριν δεν είχε πάει εκεί ούτε του είχε δείξει κανείς το δρόμο!
Μόλις μπήκε στο σπήλαιο έβαλε μετάνοια στον τάφο του οσίου Αντωνίου κι έδειξε στους αδελφούς, που τον ακολουθούσαν, το σημείο που έπρεπε να τον θάψουν.
Τέλος ο όσιος σιώπησε για λίγο και περίμενε. Ήταν μια υποβλητική, νεκρική σιγή, που τη διέκοψε ξαφνικά η θριαμβευτική κραυγή του:
– Ήρθαν, αδελφοί! Ήρθαν εκείνοι που με κούρεψαν μοναχό και με παίρνουν μαζί τους!
Με τα λόγια αυτά ο θεομακάριστος Ποιμήν ξάπλωσε μέσα στο νεκροκρέβατο, έκλεισε ήσυχα τα μάτια και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Με μεγάλες τιμές οι πατέρες τοποθέτησαν το τίμιο σώμα του στο σημείο που είχε υποδείξει, αναπέμποντας ύμνους στο Θεό.
Από το βιβλίο: Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Έκδοση δεκάτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, σελ. 224.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου