Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος
Πηγή μου ζωηφόρος, ποὺ δροσίζεις
μὲ τὸ βαθὺ ποτάμι, μὲ τὸ νᾶμα σου
τόσες ψυχές, καὶ μένα τὴν ψυχή μου,
ὁ κρότος τῶν νερῶν σου μὲσ᾿ στὰ ρέματα
κι ἀνάμεσα στοὺς βράχους, στὰ βουνά
κι ὥς κάτω, ἕως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης
Καὶ εἶσαι σὺ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ.
Κι ἀκόμα τὸ ἁγιασμένο σκήνωμα
ποὺ εὐφραίνεται τὰ ρεύματα
κυλῶντος ποταμοῦ.
Εἶναι μικρό, φτωχὸ τὸ 'κλησιδάκι σου,
μὰ ἡ χάρις σου εἶναι ἄπειρη κι ἀτέλειωτη,
ἀτέλειωτη, ὡς τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς σου,
ποὺ χύνεται καὶ χύνεται
καὶ ἀπὸ κοντὰ ἀθόρυβα
παράδοξα τὸ ρεῦμά σου πληθύνεται.
Εἴθε καὶ στὴν καρδιά μου, ποὺ ἔχει στραγγιχτῆ
νὰ δώσῃ ζωὴ καὶ δύναμιν ἡ χάρις σου.
Ἂς εἶσαι ξεχασμένη κ' ἔρημη
ὅμως στὸ βράχο ἡ ἐκκλησιά σου εἶναι στημένη
κι αὐτὸς ὁ βράχος μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι
κτισμένος ἀπ᾿ τὰ χέρια καὶ τὸ αἷμά του
«Καὶ πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου