«Στην Αλβανία, το πρώτο που ένοιωσα ήταν ένας μεγάλος πόνος και μια αίσθηση οδύνης για τα όσα είχαν συμβεί, τα οποία εμείς από το εξωτερικό είχαμε παρακολουθήσει απλώς ως θεατές».
Με μία αποκαλυπτική μαρτυρία, ο Προκαθήμενος της Ορθοδόξου Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Αλβανίας κ.κ Αναστάσιος καταθέτει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τον προσωπικό του διαρκή αγώνα, την προσδοκία, την προσπάθεια, την αγωνία για να
«αναστηλώσει» την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλβανία, από τον Ιούνιο του 1992, τότε που εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, έως σήμερα. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τον συνάντησε στη Λάρισα, όπου ο δήμος τον τίμησε για το συνολικό πνευματικό και κοινωνικό έργο του, για τις γέφυρες αγάπης και αλληλεγγύης που έστησε.
«αναστηλώσει» την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλβανία, από τον Ιούνιο του 1992, τότε που εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, έως σήμερα. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τον συνάντησε στη Λάρισα, όπου ο δήμος τον τίμησε για το συνολικό πνευματικό και κοινωνικό έργο του, για τις γέφυρες αγάπης και αλληλεγγύης που έστησε.
Ο Ιεράρχης, κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, με σπουδές στην Ελλάδα και τη Γερμανία, είχε προοπτική, όπως επισημαίνει, να εργαστεί στη χώρα μας και στην Αφρική. Τον Ιανουάριο του 1991 -ενώ ήταν Τακτικός Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως στην Ανατολική Αφρική- δέχεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τηλεφώνημα ότι επελέγη Πατριαρχικός Έξαρχος εν Αλβανία, για να εξετάσει τί είχε απομείνει από την Ορθοδοξία σε μια χώρα, η οποία επί 23 χρόνια ήταν κάτω από τον πιο σκληρό αθεϊστικό διωγμό και είχε ολοκληρωτικά διαλυθεί.
«Ποτέ δεν είχα σκεφθεί κάτι τέτοιο. Υπακούοντας, όμως, στο αίτημα του Οικουμενικού Θρόνου, αποδέχθηκα την πρωτόγνωρη αυτή αποστολή», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και σημειώνει πως χρειάστηκαν έξι μήνες, για να του χορηγήσουν οι αλβανικές Αρχές θεώρηση του διαβατηρίου του. Ένα χρόνο αργότερα, από τη θέση πλέον του Προκαθημένου, βρίσκεται σ΄ ένα δύσκολο περιβάλλον.
Η μετακομμουνιστική Αλβανία
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ξεδιπλώνει την κατάσταση που κλήθηκε, τότε, να αντιμετωπίσει και τη ζοφερή πραγματικότητα στην Αλβανία του 1992.
«Είχαμε και άλλοτε διωγμούς της θρησκείας, αλλά αυτό που συνέβη στην Αλβανία ήταν κάτι το μοναδικό. Η Εκκλησία διαλύθηκε εντελώς. Ανάλογα φαινόμενα δεν έχουμε στην ιστορία. Δεν υπάρχει άλλο Κράτος που ανακηρύχθηκε με το Σύνταγμά του αθεϊστικό. Ο Ενβέρ Χότζα ήθελε να πρωτοτυπήσει. Οι περισσότεροι ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε στάβλους, αχυρώνες, μηχανουργεία, κινηματογράφους κ.ά.
Όλοι οι κληρικοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το έργο τους. Το χειρότερο δεν ήταν πως οι ναοί κατεδαφίστηκαν, αλλά ότι οι διώκτες προσπάθησαν να ξεριζώσουν από τις καρδιές των ανθρώπων τη δυνατότητα να πιστεύουν. Από τα παιδικά έως τα πανεπιστημιακά χρόνια, η εκπαίδευση ήταν συστηματικά αθεϊστική. Ο ανελέητος διωγμός οδήγησε τη χώρα σε πνευματική κατάρρευση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντοστογιέφσκι, αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται».
Η ελπίδα αναστήθηκε
Με τη μεγάλη προσδοκία ότι θα ριζώσει και πάλι η ελπίδα, ο Μακαριώτατος έφτασε στην Αλβανία σε ηλικία 62 ετών, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα. «Στη χώρα αυτή είχαν σταυρώσει και είχαν θάψει τον Χριστό για 23 χρόνια. Τελικά όμως ο Χριστός Ανέστη» επισημαίνει και συνεχίζει λέγοντας ότι οι πρώτες λέξεις που έμαθε ήταν αυτός ο χαιρετισμός στα Αλβανικά.
«Όταν φτάσαμε στον ερειπωμένο Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού, ο οποίος τα προηγούμενα χρόνια είχε μετατραπεί σε γυμναστήριο, ρώτησα πώς λέγεται το “Χριστός Ανέστη” στα αλβανικά. Πρόσθεσα, πάρετε ο καθένας ένα κερί. Όταν το άναψαν, αναφώνησα “Krishti u Ngiall”! (Χριστός Ανέστη!). Με πολλή συγκίνηση και δάκρυα, οι λιγοστοί παριστάμενοι αντιφώνησαν “Vertet u Ngjall”! (Αληθώς Ανέστη!). Η ελπίδα αναστήθηκε. Δημιουργήθηκε νέα προοπτική για το μέλλον. Η προσπάθεια αυτά τα χρόνια συντελέστηκε μέσα σε σύννεφα, καταιγίδες και πολλαπλές δυσκολίες. Το «Χριστός Ανέστη» καθόρισε τον ρυθμό της όλης πορείας», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Μωσαϊκό μιας Βαλκανικής πραγματικότητας
Η πραγματικότητα στην Αλβανία καθορίζει και την ιδιοτυπία της Εκκλησίας, την οποία ο Ποιμενάρχης πρέπει να διαχειριστεί, ώστε να κτίσει γέφυρες αγάπης, αλληλεγγύης και προοπτικής. Πέραν του γεγονότος ότι επρόκειτο για μια «εντελώς διαλυμένη Εκκλησία, αποτελούσε συγχρόνως ένα μωσαϊκό, αν θέλετε, της Βαλκανικής πραγματικότητος», λέει χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος και παραθέτει τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο έδωσε αγώνα για να μεταφέρει το μήνυμα του Ευαγγελίου.
«Μία ιδιοτυπία αυτής της Εκκλησίας είναι ότι δεν έχει ομοιογένεια εθνικής καταγωγής. Είναι κάτι που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Τα μέλη της είναι Αλβανοί, Έλληνες, Σλάβοι, Βλάχοι (άλλοι συνδεόμενοι με την Ελλάδα, άλλοι με τη Ρουμάνια, άλλοι απορροφημένοι από την τοπική κοινωνία) κ.ά. Προσπαθήσαμε από την πρώτη στιγμή να είμαστε όλοι μαζί. Συμβολικά τόνιζα: Όλα τα δένδρα στο δάσος είναι ελεύθερα να αναπτυχθούν κάτω από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης. Επίσης δεχθήκαμε όσους ήθελαν να ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο. Είμαστε ένα μωσαϊκό της Βαλκανικής πραγματικότητος».
Ο ρόλος στην κοινωνία
Με τη βασική αρχή ότι «κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι Εικόνα του Θεού, άρα πρόσωπο σεβαστό», ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος σέβεται όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και απλώνει χέρι συνεργασίας και σεβασμού στις θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας.
Όπως εξηγεί, η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας δεν αποτελεί την πλειοψηφία της χώρας, όπως σε άλλες Βαλκανικές περιοχές, αλλά ούτε μια μικρή περιορισμένη μειοψηφία, όπως στα κέντρα των παλαιφάτων Πατριαρχείων και τονίζει:
«Είμαστε περίπου 20-22% του πληθυσμού της χώρας. Έχουμε σημαντικό ρόλο μέσα στην κοινωνία. Συγχρόνως υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι ανησυχούν για αυτό τον ρόλο. Προσπαθήσαμε από την πρώτη στιγμή να καλλιεργήσουμε αλληλοκατανόηση και αλληλοσεβασμό. Το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι για μάς σεβαστό. Όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργήματα του Θεού. Οι διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι δική τους επιλογή και δική τους ελευθερία. Εμείς τους σεβόμαστε, τους αγαπούμε και συνεργαζόμαστε μαζί τους».
Διάλογος ζωής με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες
Ο Ιεράρχης επισημαίνει χαρακτηριστικά πως «η λέξη ανοχή έχει κάτι το υπεροπτικό», ενώ με ήρεμη και γαλήνια εκφορά του λόγου του τονίζει: «Επιδιώκουμε σχέσεις αρμονικές κατανοήσεως και συνυπάρξεως. Ο άλλος μπορεί να είναι διαφορετικός, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι αντίπαλος ή εχθρός. Διατηρούμε αγαθές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Σουνιτική κοινότητα, την κοινότητα των Μπεκτασί, τη Ρωμαιοκαθολική και την Προτεσταντική. Βρισκόμαστε σε “διάλογο ζωής”. Προφανώς, δεν κάνουμε καμιά έκπτωση στις ιδέες, στις πεποιθήσεις μας. Είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά όχι σε σχέση συγκρουσιακή».
Ένα παράθυρο ανοιχτό στην κοινωνία και τον πολιτισμό
Το συγκρότημα του Καθεδρικού Ναού, που είναι αφιερωμένος στην Ανάσταση του Χριστού και δεσπόζει στο κέντρο των Τιράνων, σηματοδοτεί την αναγέννηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ παράλληλα αποτελεί κύτταρο πολιτισμού, ένα «παράθυρο ανοικτό στην κοινωνία», όπως σημειώνει ο Ιεράρχης. Στον χώρο κάτω από τον Καθεδρικό Ναό, δημιουργήθηκε ένα Πολιτιστικό Κέντρο, που έχει ανοικτές τις πόρτες για ποικίλες εκδηλώσεις. «Δεν είμαστε μια κλειστή κοινότητα, που φοβόμαστε και ανησυχούμε. Ακτινοβολούμε την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα. Αντικρίζουμε τους ανθρώπους με σεβασμό, χωρίς φοβία ή ανησυχία».
Η αγωνιώδης πορεία για την ανασύσταση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας στην Αλβανία μέσα από τα ερείπια αποτυπώνεται στον δυτικό τοίχο του παρεκκλησίου του Καθεδρικού Ναού, που είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού. Ο εικαστικός Χρήστος Παπανικολάου, συνοδοιπόρος του Ιεράρχη επί 18 χρόνια, εκτός από την αγιογραφία, τολμά να αποτυπώσει μέσα από εικόνες και παραστάσεις τον δρόμο για την αναγέννηση της Εκκλησίας, στα χωριά και τις πόλεις της Αλβανίας τα 25 αυτά χρόνια.
Ο Καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών των Τιράνων Βλαντίμιρ Μυρτεζάυ, σε κριτικό σημείωμά του, αναφέρεται στην εκκωφαντική σιωπή της δημιουργίας στο παρεκκλήσι, όπου ο καλλιτέχνης με δεξιοτεχνία στις ισορροπίες του χώρου και δια μέσου της χιλιοστομετρικής γραφής, συνθέτει ένα μοναδικό έργο. Το παρεκκλήσι της Γέννησης αποτελεί αποτύπωμα και παρακαταθήκη πολιτισμού, που ο Αρχιεπίσκοπος «κληροδοτεί» στον λαό της Αλβανίας.
Τα προβλήματα στη Διακονία
Μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον, όπου η Ορθοδοξία είχε υποστεί πλήρη καθίζηση, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, αξιοποιώντας τη θεολογική σκέψη και ιεραποστολική εμπειρία αιώνων, κινήθηκε σε τρία επίπεδα: α) Χρήση της μητρικής γλώσσας στη λατρεία, την κατήχηση και το κήρυγμα. β) Δημιουργία γηγενούς κλήρου. γ) Εξασφάλιση οικονομικής αυτοδυναμίας. Ειδικότερα αναφέρει: «Οι λατρευτικές εκδηλώσεις γίνονται στην αλβανική γλώσσα. Στα ελληνικά χωριά προφανώς στην ελληνική, σε σλαβικές ενορίες στην σλαβονική κ.λ.π». Παράλληλα, μέσα στην 25ετη διακονία του, κυκλοφόρησαν στα αλβανικά, μηνιαία εφημερίδα, περιοδικά, βιβλία (160), που πλούτισαν την Ορθόδοξη Γραμματεία.
Σχετικά με τη δημιουργία γηγενούς κλήρου: Αρχικά ιερείς από την Ελλάδα και την Αμερική στάθηκαν στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, βοηθώντας τον κατά την πρώτη περίοδο του έργου του. Οργανώθηκαν Σεμινάρια που εξελίχθηκαν σε μια Θεολογική Ακαδημία. «Δεν δέχτηκα κανέναν υποψήφιο για ιεροσύνη, αν δεν είχε τελειώσει τη Μέση Εκπαίδευση και που δεν θα ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει σπουδές», επισημαίνει ο Ιεράρχης και προσθέτει ότι μέχρι σήμερα έχουν εκπαιδευθεί και χειροτονηθεί περίπου 160 κληρικοί (εκ των οποίων άνω των δέκα έχουν αποβιώσει). Επίσης έχουν χειροτονηθεί επίσκοποι αλβανικής καταγωγής, με άρτιες θεολογικές σπουδές.
Η οικονομική αυτοδυναμία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας υπήρξε το πιο δύσκολο έργο στην όλη προσπάθεια. «Έπρεπε να εξασφαλίσουμε κάτι σταθερό από τοπικούς πόρους. Στην αρχή στραφήκαμε στις τραπεζικές καταθέσεις. Κατόπιν σε αγορές ακινήτων. Τελικά με τη βοήθεια του Θεού, με διάφορες δωρεές και με ένα τραπεζικό δάνειο, πραγματοποιήσαμε την κατασκευή ενός υδροηλεκτρικού έργου. Αυτό θα εξασφαλίσει την αντιμετώπιση των βασικών λειτουργικών αναγκών της Εκκλησίας και τη συνέχιση του εκπαιδευτικού και κοινωνικού της έργου. Δεν είναι μόνο οι κληρικοί με τις οικογένειές τους, αλλά και περίπου 800 εργαζόμενοι στα 30 σχολεία όλων των βαθμίδων, στα κέντρα υγείας και στις διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες».
Το έργο αγάπης για την κοινωνία
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος μιλάει γενικότερα για τη μεγάλη δοκιμασία και προσπάθεια στην αναζήτηση οικονομικών πόρων, ώστε να προσφέρει ένα έργο αγάπης στην αδύναμη κοινωνία της Αλβανίας. «Το οικονομικό πρόβλημα ήταν δύσκολο. Η Εκκλησία είναι πάμπτωχη. Είχαν δημεύσει όλη την περιουσία της. Πάρα ταύτα σε αυτό το διάστημα ανεγείραμε 150 νέους ναούς, επισκευάσαμε άλλους 160 και αναστηλώσαμε 60 πολιτιστικά μνημεία. Χρειάστηκε, πολλές φορές, να κάνουμε δρόμους, υδραγωγεία, οικοτροφεία, κλινικές, σχολεία όλων των βαθμίδων. Όλα αυτά τα έργα αποτελούν έκφραση αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο. Δόξα τω Θεώ πολλοί ανταποκρίθηκαν στις παρακλήσεις μας για οικονομική βοήθεια, από την Ελλάδα, από τις διάφορες χώρες της Ευρώπης, από την Αμερική, από την Αυστραλία. Μερικές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα συγκινητικές». Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος συνοψίζοντας καταλήγει: «Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας όχι μόνο ανασυγκροτήθηκε πλήρως με όλες τις εκκλησιαστικές δομές, αλλά συγχρόνως συνέβαλε ουσιαστικά στην γενικότερη ανορθωτική εξέλιξη καθώς και στην πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη της Αλβανίας».
Εκκλησία Αλβανίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου