Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

«Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης»: η νομιμοποίηση της ανευθυνότητος

Αρχιμ. Αυγουστίνος Μύρου
Σε μία πολιτισμένη και ευνομούμενη κοινωνία θεωρείται αυτονόητο οι υπεύθυνοι άρχοντές της να νομοθετούν υπέρ του αγαθού και εναντίον του κακού. 
Η διαχρονικά αμετακίνητη αυτή αρχή ανατρέπεται εκ βάθρων στην 
περίπτωση του νομοθετήματος για την λεγομένη «ελεύθερη συμβίωση». Το νομοσχέδιο αυτό στην ουσία του δεν είναι τίποτε άλλο από μία υπεραπλουστευμένη και προς το χείρον τείνουσα μορφή του γνωστού νομοθετήματος για τον πολιτικό γάμο, εφόσον αντιμετωπίζει την συμβίωση με απόλυτο αποκλεισμό του Θεού, αρνείται τον μυστηριακό της χαρακτήρα, ανοίγει τον δρόμο για την νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας και διευκολύνει ακόμη περισσότερο την διάλυσή της. Παρ’ όλον ότι οι εισηγηταί της δηλώνουν ότι η ισχύς του εν λόγω νομοσχεδίου θα καταστήση όσους «συμβιώνουν ελεύθερα» περισσότερο υπευθύνους, στην πραγματικότητα αυτό νομιμοποιεί κραυγαλέα την ανευθυνότητα (ο όρος χρησιμοποιείται με την συνηθισμένη στην ομιλούμενη γλώσσα μας σημασία της ασυνειδησίας και αναξιοπιστίας, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη). Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο δημοσιογράφος, η οποία το αξιολογεί «θετικά», απευθύνεται σε όσους πρόκειται να το αξιοποιήσουν και αναγγέλλει: «Συνυπογράφοντας δηλαδή ένα συμβόλαιο με το έτερον ήμισυ δεν θα σας επιβάλει να φορέσετε βέρα και κυρίως θα σας επιτρέπει να δραπετεύσετε όποτε εσείς θελήσετε».

Το πιο χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα της «ελεύθερης συμβίωσης» είναι αναμφίβολα η ανευθυνότητα. Αυτό δηλώνει πρώτα πρώτα το ίδιο το όνομα της ιδιόρρυθμης αυτής σχέσης. «Ελεύθερη», για όσους την εβάπτισαν έτσι, σημαίνει συμβίωση απαλλαγμένη από δεσμεύσεις. Καθένας από τους δυό που συμβιώνουν δεν αναλαμβάνει καμία ουσιαστική και μόνιμη υποχρέωση για τον άλλο. Αυτό το φρόνημα εκφράζουν αρκετοί νέοι της εποχής μας, οι οποίοι συμβιώνουν ελεύθερα και αναβάλλουν συνεχώς την σύναψη γάμου με το γνωστό επιχείρημα: «Είναι νωρίς να δεσμευθώ. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου». Αλλά και η φιλοσοφία του νομοθετήματος κινείται στην ίδια γραμμή. Θεμελιώνεται στην βάση ότι οι πολίτες που θα συμβιώνουν ως ζεύγη είναι απαραίτητο να απαλλαχθούν από όλες τις ουσιαστικές δεσμεύσεις μεταξύ τους και να διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, αλλά και αυτές με ιδιαίτερη χαλαρότητα.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι ανάμεσα στα θετικά γνωρίσματα, και μάλιστα στα κύρια, του ανθρωπίνου προσώπου είναι η υπευθυνότητα. Ο κάθε άνθρωπος είναι απαραίτητα υπεύθυνος, επειδή είναι πλασμένος ελεύθερος. Με την κακή όμως χρήση της ελευθερίας η υπευθυνότητα μπορεί να μετατραπή σε ανευθυνότητα.

Συστατικό γνώρισμα της ανευθυνότητος αποτελεί η αποφυγή των δεσμεύσεων, όπως, αντίθετα, συστατικό γνώρισμα της υπευθυνότητος αποτελεί η ανάληψη των δεσμεύσεων. Ο καλός και αγαθός άνθρωπος ως υπεύθυνο πρόσωπο δεσμεύεται απέναντι στο άλλο πρόσωπο και αγωνίζεται με φιλότιμο να ανταποκριθή όσο καλύτερα μπορεί στις δεσμεύσεις του. Αυτή η υπευθυνότητα αποτελεί με την σειρά της γνώρισμα της γνήσιας και αυθεντικής αγάπης. Όποιος αληθινά αγαπά, ξέρει να θυσιάζεται. Και θυσιάζεται, διότι έχει υπευθυνότητα και τηρεί τις δεσμεύσεις του. Αντίθετα, όποιος δεν αγαπά δεν μπορεί και να θυσιασθή. Και δεν μπορεί να θυσιασθή, επειδή δεν είναι υπεύθυνος. Και δεν είναι υπεύθυνος, όταν δεν θέλει να δεσμευθή. Πρόκειται για αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην λεγόμενη «ελεύθερη συμβίωση». Αυτήν την συμβίωση, που, σε τελική ανάλυση, σκοτώνει την ίδια την αγάπη στην γνήσια και αυθεντική της μορφή. Γιατί άραγε η πολιτεία αναλαμβάνει να διευκολύνη τον γεμάτο ανευθυνότητα άνθρωπο, που επιθυμεί να «δραπετεύση» από την συμβίωση, και όχι να υπερασπιστή τον υπεύθυνο, που εγκαταλείπεται, κάποτε μαζί και με τα αθώα τέκνα του, χωρίς έλεος; Δεν είναι αυτή πράξη υπέρ του κακού και εναντίον του αγαθού; Κι αυτήν ακριβώς την καταστροφική και προς το χείρον διαδικασία νομιμοποιεί και στηρίζει επίσημα η ελληνική πολιτεία.

Νομίζω πως το τραγικώτερο λάθος του νομοθέτη είναι η μεταφορά της ανευθυνότητος από την χώρα της απαξίας στο βασίλειο των αξιών, και συγχρόνως η απαξίωση της υπευθυνότητος. Αυτό σημαίνει ανατροπή της φυσικής τάξεως, αποδιοργάνωση του ανθρωπίνου προσώπου, κατάργηση των προδιαγραφών, με τις οποίες έχει πλασθή από τον Δημιουργό του, και διαστρέβλωση των προσωπικών ανθρωπίνων σχέσεων. Δεν πρόκειται απλώς για μία λανθασμένη εκτίμηση, αλλά για καταστροφική επέμβαση στη δομή του ανθρωπίνου προσώπου και των σχέσεών του με τα άλλα πρόσωπα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτά τα οποία σημειώνονται στην απολογητική έκθεση του Συμφώνου: «Ανεξάρτητα από την αμφισβήτηση περί ηθικώς, κοινωνικώς ή νομικώς αποδεκτό, αλλά και από την σκοπιμότητα για την θεσμοποίηση ενώσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, η διαφορετικότητα των καταστάσεων συνηγορεί για την νομοθετική αντιμετώπισή τους».

Είναι λοιπόν παραδεκτό από τους ίδιους τους εμπνευστές και πρωτεργάτες του νομοθετήματος ότι με κριτήρια δοκιμασμένα για αιώνες υπάρχει σοβαρή και καθολική αμφισβήτηση του μορφώματος, που επιχειρείται να καλυφθή νομοθετικά. Και ενώ η τεκμηριωμένη αμφισβήτηση παρακάμπτεται χωρίς καμμία ουσιαστική επιχειρηματολογία, η όλη προσπάθεια επιχειρείται να στηριχθή στο επιπόλαιο και ανεδαφικό επιχείρημα ότι η Πολιτεία πρέπει πάντα να προσαρμόζεται στις τρέχουσες αλλαγές και εξελίξεις και να διαμορφώνη ανάλογα τους νόμους και τους κανόνες σε κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά του γάμου και της συμβίωσης, χωρίς καμμία διάκριση αν πρόκειται για εξέλιξη προς το καλό ή προς το κακό. Με βάση τη λογική αυτή δεν θα είναι καθόλου παράδοξο στο μέλλον η πολιτεία να νομιμοποιήση ακόμη τη βλασφημία, την κλοπή και τον φόνο.

Στο ζήτημα που μας απασχολεί παρατηρούνται όντως αλλαγές και εξελίξεις, αλλά σίγουρα προς το χειρότερο. Μία προσεκτική μελέτη είναι πολύ εύκολο να καταδείξη, όπως και βεβαιώνουν σχετικές έρευνες, τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών και στα φαινόμενα των αμέτρητων δραμάτων με τα ναρκωτικά, τα εγκλήματα, τις αυτοκτονίες, τα διαζύγια, τις καταθλίψεις, τη σεξουαλική ασυδοσία και τα αφροδίσια νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου και του έηντς. Ώστε, λοιπόν, η ελληνική πολιτεία έφθασε σε τέτοιο σημείο καταπτώσεως, ώστε, απορρίπτοντας τα δοκιμασμένα για αιώνες κριτήρια, να νομιμοποιή αρνητικά και διαλυτικά της κοινωνίας φαινόμενα; Για την περίπτωση αυτή πιστεύω πως δεν υπάρχουν πιο εκφραστικοί και επίκαιροι λόγοι από τους θεόπνευστους εκείνους του προφήτου Ησαΐα: «Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν. Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον αυτών επιστήμονες» (5:20-21).

Πιστεύω ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να υποστηρίζη ότι η ανευθυνότητα κατατάσσεται στα θετικά, στα αγαθά γνωρίσματα του ανθρώπου, και ότι το κράτος έχει καθήκον να την ευνοή και να την κατοχυρώνη νομοθετικά. Πολύ δε περισσότερο η Εκκλησία, που αποτελεί «στύλο και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. 3:15), δεν έχει την δυνατότητα να κάνη εκπτώσεις, να μετατρέπη τις απαξίες σε αξίες και να αφήνη έκθετα τα παιδιά της στη λαίλαπα της σχετικοκρατίας και της καταστροφικής ισοπεδώσεως των πάντων. Γι’ αυτό ήταν κρυστάλλινη, αλλά και συγχρόνως θαρραλέα, η αγιοπνευματική της ομολογία, που έγινε με το ανακοινωθέν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στις 17 Μαρτίου 2008, η οποία «διακηρύσσει τον απόλυτο σεβασμό και την παραδεδομένη τιμή προς το υπό της Εκκλησίας τελούμενο ιερό μυστήριο του Γάμου, του οποίου σκοπός είναι η αμοιβαία πνευματική συμπλήρωση των συζύγων για την εν Χριστώ Ιησού σωτηρία και καρπός αυτού τα τέκνα. Η Εκκλησία δηλαδή δέχεται και ευλογεί την παραδεδομένη τέλεση του Γάμου κατά το Ορθόδοξο Τυπικό, ενώ θεωρεί πορνεία κάθε άλλη «συζυγική» σχέση εκτός αυτού».

Όσο και εάν στα μάτια αμυήτων σε ζητήματα Ορθοδόξου πίστεως και ήθους η θέση αυτή φαίνεται αναχρονιστική και σκληρή, είναι αυτή ακριβώς που εκφράζει με λιτότητα και σαφήνεια την αναλλοίωτη διδασκαλία της Ορθοδόξου Αληθείας, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από τον Ιησού Χριστό, κηρύχθηκε από τους αποστόλους (Μτθ. 5:19· Πρξ. 15:20· Α’ Κορ. 5:1 κ.ε.· 6:18· Α’ Θεσ. 4:3), και έγινε αποδεκτή από τους αγίους όλων των αιώνων (βλ. σχετικά κείμενα των αγίων Βασιλείου, Χρυσοστόμου, Νικοδήμου του Αγιορείτου κ.α.). Αυτή τη διδασκαλία που μόνη διασώζει την αξία τής υπευθυνότητας στο ανθρώπινο πρόσωπο.
Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου