Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Το Εκκλησιαστικό Πολίτευμα

Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Όταν επισκέπτεται τον τόπο μας ένας αξιωματούχος, ακολουθεί συνήθως η ακρόαση, δηλαδή η συνάντηση, στην οποία του αναφέρουμε τα αιτήματά μας, του ζητάμε ικανοποίηση μερικών επιθυμιών μας που αναφέρονται στην ζωή και την κοινωνία στην οποία ζούμε. 
Το ίδιο συμβαίνει και με την θεία Ευχαριστία. Μετά την έλευση του Χριστού επάνω στην Αγία Τράπεζα ακολουθούν τα αιτήματά μας και η έκφραση των εσωτερικών αισθημάτων μας. Κυρίως θα αναφερθούν τρία βασικά γεγονότα.

Πρώτον, αμέσως μετά την μεταβολή των Τιμίων Δώρων αισθανόμαστε την ανάγκη να πούμε στον Πατέρα - Θεό μας - ότι προσφέρουμε την θεία Λειτουργία για να τιμήσουμε και τους Αγίους, τους Προφήτας, τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, τους Οσίους και Ομολογητάς και κάθε δίκαιο άνθρωπο που τελείωσε την ζωή του εν Χριστώ. Πάνω από όλους προσφέρουμε την θεία Λειτουργία και στην Παναγία μας, γι’ αυτό και λέμε “εξαιρέτως”, δηλαδή εξαιρετικώς - ιδιαιτέρως “τής Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας”. Οι Άγιοι ενώθηκαν με τον Χριστό. Την ώρα αυτή μνημονεύουμε και τον άγιο που εορτάζει εκείνη την ημέρα, γιατί πιστεύουμε ότι αυτήν την ημέρα ιδιαιτέρως βρίσκεται ανάμεσά μας.

Δεύτερον, μνημονεύουμε τους ζώντας και τους κεκοιμημένους αδελφούς μας. Πρώτα μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους, γιατί αυτοί έχουν μεγάλη ανάγκη από τις προσευχές μας, επειδή τώρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για τον εαυτό τους και τα περιμένουν από μάς. Αυτήν την στιγμή γίνεται η μνημόνευση - το μνημόσυνο για τους αδελφούς μας, τους συγγενείς μας. Γι’ αυτό και θα πρέπει εκείνη την ώρα που ο ψάλτης ψάλλει το “άξιον εστίν” να μνημονεύουμε τα ονόματα των προσώπων που αγαπούμε και έχουν φύγει από τον κόσμο αυτόν. Έπειτα μνημονεύουμε και τα ονόματα των ζώντων, προσευχόμαστε για την οικουμένη, την Εκκλησία που είναι σε όλο τον κόσμο, για τους ιερείς και διακόνους, για όσους αγωνίζονται να ζουν με αγνότητα και σεμνότητα και για τους άρχοντας, ώστε να υπάρχη ειρήνη στο Κράτος. Ακόμη ευχόμαστε για την Πόλη, στην οποία ζούμε και για όσους κατοικούν σε αυτήν με πίστη, για εκείνους που ταξιδεύουν με ποικίλους τρόπους, για τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους, τους αιχμαλώτους, για όσους βοηθούν ποικιλοτρόπως την Εκκλησία, όσους βοηθούν τους πτωχούς και τέλος προσευχόμαστε για τους εαυτούς μας, να δεχθούμε τα ελέη του Θεού.

Τρίτον, μνημονεύουμε τον Επίσκοπό μας, στο όνομα του οποίου ο ιερεύς τελεί την θεία Λειτουργία. “Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου ημών ... όν χάρισαι ταις αγίαις σου Εκκλησίαις εν ειρήνη, σώον, έντιμον υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της σής αληθείας”.

Οι Μητροπολίτες μνημονεύουν την Ιερά Σύνοδο στην οποία ανήκουν, οι αρχηγοί των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και οι Πατριάρχες, μνημονεύουν “πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων”. Η εκφώνηση αυτή δείχνει το εκκλησιαστικό μας πολίτευμα. Η Εκκλησία δεν είναι μια αφηρημένη πίστη και ιδεολογία, αλλά ένας συγκεκριμένος οργανισμός, που διαρθρώνεται σε Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Μητροπόλεις και Ενορίες. Όλοι μνημονεύουν τον αμέσως ανώτερό τους, στον οποίο έχουν αναφορά. Δεν νοείται ατομική εκκλησιαστική ζωή. Και ο Ιερομόναχος που λειτουργεί στην έρημο του Αγίου Όρους μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην δικαιοδοσία του οποίου ανήκει το Άγιον Όρος. Αν παραλείπεται αυτή η μνημόνευση τότε η θεία Λειτουργία πάσχει από κανονικότητα. Και το λέμε αυτό, γιατί μια Ευχαριστία που γίνεται έξω από την Εκκλησία δεν είναι πραγματική θεία Ευχαριστία, αλλά μια παρασυναγωγή. Και βέβαια δεν είναι αρκετό το να μνημονεύη κανείς τον Επίσκοπό του και να μη έχει ουσιαστική κοινωνία μαζί του.

Η Εκκλησία είναι ένα σώμα, το Σώμα του Χριστού. Στο Σώμα αυτό ανήκουν οι Άγιοι, οι Άγγελοι, οι κεκοιμημένοι που έφυγαν με μετάνοια και οι ζώντες που αγωνίζονται για να είναι ενωμένοι με το Σώμα του Χριστού. Δεν μπορεί κανείς να ζη μόνος του και ανεξάρτητα από τους αδελφούς του. Επίσης, δεν μπορεί κανείς να ζη έξω από τον Επίσκοπό του, που είναι εις “τύπον και τόπον της κεφαλής της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού”. Και το ακόμη χειρότερο δεν μπορεί κάποιος ιερεύς να τελή την θεία Λειτουργία στο όνομα του Επισκόπου του, να τον μνημονεύη, ώστε να τον διαφυλάττη ο Θεός εν ειρήνη, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα και ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας, και όμως με τις καθημερινές του πράξεις να τον συκοφαντή, να τον διαβάλλη, να τον πολεμά με ποικίλους τρόπους.

Σήμερα δεν έχουμε ανάγκη από μια ατομική θρησκευτικότητα, αλλά από ένα σταθερό εκκλησιαστικό βίωμα και φρόνημα. Πρέπει να ζούμε μέσα στην πνευματική οικογένεια που λέγεται Εκκλησία και να σεβόμαστε τους Επισκόπους που ο Θεός έθεσε στον Εκκλησιαστικό οργανισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου