Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Η αγία Αναστασία η πατρικία

Κάποιος ευνούχος έμενε στη βαθύτερη έρημο της Σκήτεως. Το κελλί του βρισκόταν δεκαοχτώ περίπου μίλια μακριά από τη Σκήτη. Μια φορά λοιπόν την εβδομάδα επισκεπτόταν τον αββά Δανιήλ κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να το γνωρίζει κανείς παρά μόνο αυτός και ο μαθητής του. 
Ο γέροντας είχε δώσει εντολή στο μαθητή του να γεμίζει ένα σταμνί με νερό γι’ αυτόν τον ευνούχο μία φορά την εβδομάδα, να το τοποθετεί στην είσοδο του κελλιού του και να χτυπά και να φεύγει χωρίς να μιλά μαζί του· «αν όμως βρεις κανένα κεραμίδι», του είπε, «γραμμένο στην είσοδο της σπηλιάς, να το φέρεις». Έτσι λοιπόν έκανε ο μαθητής.

Μια ημέρα βρίσκει ένα κεραμίδι που έγραφε τα εξής: «Φέρε τα εργαλεία και έλα εσύ μόνο και ο αδελφός». Όταν το διάβασε ο γέροντας, έκλαψε πάρα πολύ και είπε: «Αλλοίμονο στη βαθύτερη έρημο! Τι στήριγμα χάνει σήμερα!» Και λέει στο μαθητή του: «Βάστα αυτά τα εργαλεία και ας τρέξουμε να προλάβουμε το γέροντα, μήπως χάσουμε τις ευχές του, γιατί πηγαίνει στον Κύριο».

Και αφού έκλαψαν κι οι δύο, βγήκαν και πήγαν στη σπηλιά και τον βρήκαν να κατέχεται από υψηλό πυρετό. Έπεσε ο γέροντας στα πόδια του και έκλαψε λέγοντας: «Είσαι μακάριος, γιατί φροντίζοντας γι’ αυτή την ώρα καταφρόνησες την επίγεια βασιλεία». Ο ευνούχος απάντησε: «Μακάριος είσαι συ, νέε Αβραάμ, γιατί, πόσους καρπούς δέχεται ο Θεός από αυτά τα χέρια!» Λεει ο γέροντας: «Κανε προσευχή για μας». Απαντά ο ευνούχος: «Εγώ έχω ανάγκη από πολλές προσευχές αυτή την ώρα». Και λέει ο γέροντας: «Αν ήμουν εγώ σαν και σένα, τότε θα μπορούσα να σε ενισχύσω». Ανακάθισε ο ευνούχος στην ψάθα του, αγκάλιασε το κεφάλι του γέροντα και το ασπαζόταν λέγοντας: «Ο Θεός που με οδήγησε σ’ αυτόν τον τόπο, Αυτός ας δώσει ώστε τα γηρατειά σου να είναι όπως του Αβραάμ». Και παίρνοντας ο γέροντας το μαθητή του, τον έβαλε να γονατίσει, λέγοντας στον ευνούχο: «Ευλόγησε και το τέκνο μου τούτο». Αυτός τον φίλησε και είπε: «Θεε μου, εσύ που είσαι εδώ αυτή την ώρα για να με χωρίσεις από αυτό το σώμα, εσύ που γνωρίζεις πόσα βήματα έκανε ο αδελφός μέχρι αυτό το κελλί για το όνομά Σου, κάνε να έρθει επάνω του η πνευματική δύναμη των πατέρων του, όπως έκανες να έρθει επάνω στον Ελισσαίο η πνευματική δύναμη του προφήτη Ηλία, και να επικληθεί το όνομα των πατέρων του αδελφού σ’ αυτόν». Και λέει στον γέροντα: «Για το όνομα του Κυρίου, μη μου βγάλετε αυτά που φορώ, αλλά έτσι όπως είμαι στείλετέ με στον Κύριο, και να μη μάθει ποτέ κανένας άλλος τα σχετικά μ’ εμένα παρά μόνο εσείς». Λεει έπειτα: «Δώσε μου να κοινωνήσω». Και του μετέδωσε. Όταν κοινώνησε, λέει: «Προσευχηθείτε για μένα»· και αφού κοίταξε προς την ανατολή και δεξιά, το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο από τον ήλιο. Κανει τότε το σημείο του σταυρού στο στόμα του και λέει: «Θεέ μου, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου», και με αυτό τον τρόπο παρέδωσε την ψυχή του.

Και έκλαψαν και οι δύο. Ύστερα άνοιξαν τάφο μπροστά από τη σπηλιά, και ο γέροντας έβγαλε το μανδύα του και λέει στο μαθητή του: «Ντύσε τον πάνω από αυτά που φορεί». Φορούσε δε χιτώνα από κουρέλια και φανέλα από ίνες φοινικιάς. Ντύνοντάς τον ο αδελφός, προσέχει και βλέπει ότι τα στήθη του ήταν γυναικεία, σαν δύο ξερά φύλλα, όμως δε μίλησε. Όταν λοιπόν τον έθαψαν και προσευχήθηκαν, λέει ο γέροντας: «Ας καταλύσουμε τη νηστεία σήμερα και ας γευθούμε κάτι σε ένδειξη αγάπης εδώ στον τάφο του γέροντα». Ύστερα πήραν το εργόχειρό του κι έφυγαν δοξάζοντας το Θεο.

Βαδίζοντας στο δρόμο, λέει ο μαθητής στο γέροντα: «Ξέρεις, πάτερ, ότι εκείνος ο ευνούχος ήταν γυναίκα; Γιατί είδα τα στήθη της». Και απαντά ο γέροντας: «Θέλεις να σου διηγηθώ τα σχετικά με αυτήν;» Λεει αυτός: «Βεβαίως θέλω». Συνεχίζει ο γέροντας: «Αυτή ήταν πατρικία του παλατιού κι ο βασιλιάς Ιουστινιανός την εκτιμούσε πολύ και ήθελε να την πάρει στο παλάτι επειδή ήταν πολύ συνετή. Η Θεοδώρα όμως η αυγούστα εξοργίστηκε γι’ αυτό και την εξόρισε στην Αλεξάνδρεια. Αυτή λοιπόν οικοδομεί ένα κοινόβιο μεγάλο που το ονομάζουν “της πατρικίας”, στο Πέμπτο της Αλεξάνδρειας. Όταν οικοδόμησε αυτό το κοινόβιο, άκουσε ο βασιλιάς Ιουστινιανός γι’ αυτήν και άρχισε να την τιμά για την πολλή της σύνεση. Αυτή τότε έφυγε νύχτα από την Αλεξάνδρεια και ήρθε εδώ κοντά μου και με παρακάλεσε να της δώσω κελλί, αφού μου διηγήθηκε όσα άκουσες. Έχει λοιπόν σήμερα εικοσιοχτώ χρόνια στη Σκήτη, και κανένας δε γνώρισε τα σχετικά με αυτή παρά μόνο εγώ, εσύ και κάποιος άλλος γέροντας μοναχός. Γιατί όταν ήταν να απουσιάσω σε άλλο τόπο, του έδινα εντολή να γεμίζει ένα σταμνί με νερό, να του το αφήνει και να φεύγει. Κανείς όμως δεν έμαθε ποιος είναι, παρά μόνο εσύ. Ποσους αξιωματούχους δεν έστειλε ο βασιλιάς ερευνώντας γι’ αυτήν, κι όχι μόνο ο βασιλιάς, αλλά και ο αρχιεπίσκοπος και ολόκληρη σχεδόν η Αλεξάνδρεια! Και δεν υπάρχει ούτε ένας μέχρι σήμερα που να έμαθε σε ποιο τόπο βρίσκεται».

Να λοιπόν πώς αγωνίζονται εναντίον του διαβόλου και συντρίβουν τα σώματά τους άνθρωποι που βρίσκονται στα ανάκτορα. Ενώ εμείς, όταν βρισκόμασταν στον κόσμο δεν είχαμε να χορτάσουμε ψωμί, κι αφού ήρθαμε στο μοναχισμό σπαταλούμε και δεν μπορούμε να αποκτήσουμε μία αρετή. Ας προσευχηθούμε προς τον Κυριο να μας αξιώσει να βαδίσουμε τον ίδιο δρόμο, και να βρούμε έλεος εκείνη την ημέρα μαζί με τούς αγίους Πατέρες μας και τον αββά Αναστάσιο τον ευνούχο –γιατί ονομαζόταν Αναστασία–, με τις ευχές και πρεσβείες της κυρίας μας Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Γιατί στον Κύριο ανήκει τιμή, δοξολογία και προσκύνηση, στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο: Ο αββάς Δανιήλ της Σκήτεως. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 16.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου