Ο ὑψιπέτης ποιητὴς Ἀνδρέας Κάλβος στὴν κβ΄ στροφὴ τῆς ὠδῆς του «Εἰς Ζάκυνθον», ἐκφράζεται ἔτσι γιὰ νὰ δη λώση τὴν ἀπαλλαγὴ τῆς γενέτειράς του, καὶ κατʼ ἐπέκταση ὁλόκληρης τῆς Ἑπτανήσου, ἀπὸ τὴν
μουσουλμανικὴ λαίλαπα, ποὺ τόσο ταλαιπώρησε καὶ τόσα δεινὰ προκάλεσε στὶς ὑπόλοιπες ἑλληνικὲς χῶρες γιὰ μισὴ χιλιετία:
Εἶσαι εὐτυχής· καὶ πλέον
σὲ λέγω εὐτυχεστέραν,
ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας
ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα
Ἄν καί, πράγματι, ὁ ἑπτανησιακὸς χῶρος δὲν ἐβίωσε τὴν μωαμεθανικὴ βία καὶ αὐθαιρεσία ποὺ σημάδεψε τὴν ζωὴ τοῦ Γένους στὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἀναδεικνύοντας ἕνα πλῆθος Νεομάρτυρες ποὺ ὡμολόγησαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ κι ἐσφράγισαν τὴν ὁμολογία μὲ τὸ αἷμα τους, ἀνέδειξε πάντως ἕναν τουλάχιστον Νεομάρτυρα, τὸν Ἅγιο Θεόφιλο ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στὸ νησὶ τῆς Χίου, στὶς 24 Ἰουλίου τοῦ 1635. Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος γεννήθηκε στὴν Ζάκυνθο καὶ ἐξασκοῦσε ἀπὸ πολὺ νέος τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ναυτικοῦ. Σʼ ἕνα ἀπὸ τὰ ταξίδια του συνέβη νὰ τσακωθῆ μὲ τὸν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ, γιʼ αὐτὸ καὶ ὅταν τὸ πλοῖο ἄραξε στὴν Χίο, ποὺ ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ καπετάνιου, ὁ Θεόφιλος τὸ ἐγκατέλειψε. Τότε τὸν πλησίασε ἕνας Ἀγαρηνός, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε νὰ τὸν ναυτολογήση στὸ καράβι του, προσφέ ροντάς του καλὴ ἀμοιβή. Ὁ Θεόφιλος ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν δεχόταν τὶς προτάσεις του, ἐπειδὴ δὲν εἶχε σὲ ὑπόληψη τοὺς Τούρκους, καὶ μᾶλλον τοὺς ἀποστρεφόταν. Ὁ Ἀγαρηνὸς ὅμως θύμωσε καὶ πάνω στὸ πεῖσμα του καὶ στὴν ὀργή του, συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο ὅτι φοροῦσε τὸν σκοῦφο τῶν Μωαμεθανῶν. Συγκέντρωσε λοιπὸν καὶ ἄλλους Τούρ κους, καὶ ὅλοι μαζί, βρίζοντας καὶ κτυπών τας τὸν Μάρτυρα, τὸν ὡδήγησαν στὸν κριτή, ὅπου καὶ ἐψευδομαρτύρησαν. Ὁ κριτὴς ἀποφάσισε, ὡς συνήθως, ὅτι πρέ πει νὰ γίνη Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἔντονες διαμαρτυρίες τοῦ Θεοφίλου καὶ τὴν ἐκ δήλωση τῆς σταθερῆς πεποιθήσεώς του νὰ παραμείνη ἀκλόνητος στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι προσπαθοῦσαν, πότε μὲ κολακεῖες καὶ πότε μὲ φοβέρες, νὰ τὸν καταφέρουν νʼ ἀσπασθῆ τὴν θρησκεία τους Τελικά, βλέποντας ὅτι μὲ τίποτε δὲν μποροῦσαν νὰ κάμψουν τὴν σταθερή του βούληση νὰ παραμείνη Χριστιανός, τὸν περιέτεμαν διὰ τῆς βίας καὶ τὸν παρέδωσαν σʼ ἕναν ἀξιωματοῦχο τῶν σουλτανικῶν ἀνακτόρων, ποὺ βρισκόταν στὴν Χίο, προκειμένου νὰ τὸν πάρη στὴν Πόλη καὶ νὰ τὸν ἐντάξη στὸ ὑπηρετικὸ σῶμα τοῦ Σουλτάνου, λόγῳ τοῦ πα ραστήματος καὶ τῆς ὡραιότητός του.
Κατώρθωσε ὅμως ὁ Θεόφιλος νὰ ξεφύ γη ἀπὸ τὴν ἐπιτήρησή τους καὶ νὰ δρα πετεύση. Γιὰ κάποιες μέρες κρύφθηκε σὲ κάποια ἀκατοίκητα σπίτια κοντὰ στὴν πόλη τῆς Χίου· κατόπιν ὅμως πείνασε καὶ κατέβηκε στὸ σπίτι τοῦ καπετάνιου του τὰ μεσάνυκτα· ἀφοῦ ἔφαγε ἐκεῖ καὶ ἔλαβε μαζί του κάποια τρόφιμα, κρύφθη κε καὶ πάλι σὲ μιὰ Ἐκκλησία μέχρις ὅτου βρῆκε εὐκαιρία καὶ μπῆκε σʼ ἕνα καράβι καὶ πῆγε στὴν Σάμο. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως ξαναγύρι σε στὴν Χίο, ἀναζητώντας τὸν καπετάνιο του γιὰ νὰ ταξιδέψη πάλι μαζί του. Τὸν ἀναγνώρισαν ὅμως οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο, βεβαιώνοντας μὲ ὅρκους ὅτι εἶχε γίνει Ἀγαρηνός. Ὁ Θεόφιλος μὲ στεντόρεια φωνὴ διεκήρυσσε ὅτι «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω». Ὅπως ὅμως γνωρίζομε, στὰ μουσουλμανικὰ «δικαστήρια» ἡ μαρτυ ρία ἤ ἡ βούληση ἑνὸς μὴ μουσουλμάνου «εἰς οὐδὲν ἰσχύει», γιʼ αυτὸ καὶ ἡ ἀπόφαση τοῦ καδῆ ὥρισε νὰ καῆ ἐπὶ τῆς πυρᾶς ὁ Μάρτυς. Τότε τὸν ἅρπαξαν οἱ Ἀγαρηνοὶ σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ἀκόμη προσπαθοῦσαν μὲ τὸ καλὸ ἤ μὲ τὴν φοβέρα τῆς φωτιᾶς νὰ τὸν καταφέρουν νʼ ἀρνηθῆ τὴν πίστη του. Ὁ Μάρτυς ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ διακη ρύττει ὅτι «ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου· Χριστιανὸς εἶμαι, Χριστιανὸς ἐπιθυμῶ νὰ ἀποθάνω· τί χασομερᾶτε;».Τότε, ἐμπρὸς στὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης του, ἄναψαν μιὰ τεράστια φω τιά, γιὰ νὰ τὸν ρίξουν μέσα.
Τότε ὁ Ἅγιος, προσευχόμενος καὶ κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μπῆκε μόνος του μέσα στὴ φωτιά, κι ἔτσι ἐτελείωσε τὴν ὁμολογία του καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου. Μετὰ τὸ σβήσιμο τῆς φωτιᾶς, οἱ Χριστιανοὶ Χιῶτες ἐζήτησαν νὰ πάρουν ὅσα ὀστᾶ τοῦ Μάρτυρος περισώ θηκαν· πρᾶγμα ποὺ κατάφεραν, ἀλλὰ μὲ τὴν καταβολὴ πολὺ μεγάλου χρηματικοῦ ποσοῦ, κατὰ τὴν τουρκικὴ συνήθεια. Τὰ ὀστᾶ αὐτὰ κατετέθησαν στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου στὴν πόλη τῆς Χίου, ὅπου καὶ ὡς πηγὴ ἰάσεων τιμῶνται. Τὸ Μαρτύριο καὶ ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Θεοφίλου συνέγρα ψε ὁ Χῖος ἰατροφιλόσοφος καὶ θεολόγος Γεώργιος ὁ Κορρέσιος. Τὸ Μαρτύριο ὑπάρχει διασκευασμένο καὶ στὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον». Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται (24 Ἰουλίου) καὶ στὴν γενέτειρά του Ζάκυνθο, ὅπου καὶ τὸ ὄνομά του δίδεται τιμητικῶς ὡς Βαπτιστικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου