Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

π. Συμεών Κραγιόπουλος (†) - Τι είναι η σωτηρία;

Όταν ο λόγος του Θεού ομιλεί για σωτηρία, αλλά και γενικότερα μέσα στην Εκκλησία, μέσα στα βιβλία της Εκκλησίας, μέσα στα κείμενα, στις ακολουθίες της Εκκλησίας, όταν γίνεται λόγος για σωτηρία, οπωσδήποτε εννοείται κάτι άλλο από τη σωτηρία από τους διαφόρους κινδύνους. 
Είναι βέβαια μέσα και η σωτηρία από ασθένειες, από άλλους κινδύνους, είναι η σωτηρία από απειλές, από καταστροφές κλπ., αλλά όμως δεν είναι αυτό το κύριο. Και το άσχημο είναι ότι, καίτοι είμαστε χριστιανοί, δεν ξέρουμε ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος και ποια είναι ακριβώς αυτή η σωτηρία. Και επομένως, ενώ ο Θεός γνωρίζει ακριβώς τον κίνδυνο από τον οποίο κινδυνεύουμε κι έχει στην πρόθεσή του να μας σώσει απ’ αυτόν τον κίνδυνο, εμείς εννοούμε κάτι άλλο και τρόπον τινά δεν συνεννοούμαστε.

Και δεν αποκλείεται πολλές φορές να παίρνουμε την απάντηση απ’ τον Θεό ότι απ’ αυτά πού νομίζεις εσύ ότι κινδυνεύεις, δεν κινδυνεύεις. Αυτά τα οποία εσύ φοβάσαι δεν σημαίνουν τίποτε. Όλο εκείνο το οποίο θέλεις να αποκτήσεις λέγοντας «σώσον με», και ζητάς σωτηρία, δεν είναι αυτό που σου χρειάζεται. Κάνεις που κάνεις λάθος εσύ, πλανάσαι που πλανάσαι, πέφτεις έξω, μην περιμένεις– λέει τρόπον τινά ο Θεός– νά παρασυρθώ κι εγώ και, ας πούμε, να ενεργήσω όπως εσύ νομίζεις κι όπως εσύ τα θέλεις τα πράγματα.

Ο κίνδυνος του ανθρώπου, η απειλή του ανθρώπου, η καταστροφή τού ανθρώπου είναι το δηλητήριο της αμαρτίας. Για να καταλάβουμε το παράδοξο· μπορεί κάποιος εν ώρα αμαρτίας, την ώρα δηλαδή που αμαρτάνει, να διατρέχει κάποιον κίνδυνο και ζητάει να σωθεί απ’ αυτόν τον κίνδυνο που νομίζει ότι είναι κίνδυνος. Και μάλιστα όχι μόνον να σωθεί από κάτι που δεν είναι κίνδυνος πραγματικός, αλλά επιπλέον να ζητάει κανείς να σωθεί από κάποιον κίνδυνο, για να συνεχίσει να αμαρτάνει, να απολαύσει ανενόχλητα την αμαρτία. Τι συνεννόηση μπορεί να γίνει τότε με τον Θεό; Πώς να μας εμπιστευθεί ο Θεός, αφού δεν ξέρουμε τι λέμε, τι ζητάμε, δεν ξέρουμε ποιος είναι ο κίνδυνος ο πραγματικός, κι αφού δεν ξέρουμε ακριβώς ποια είναι η σωτηρία, που μπορεί να μας δώσει και θέλει να μας δώσει ο Θεός;

Έρχεται π.χ. η φωτιά και καίει τα πάντα. Εσύ, ως χριστιανός να σκεφθείς ότι, καείς δεν καείς δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία· αν όμως την όλη ύπαρξή σου την κάψει η φωτιά της αμαρτίας; Να το σκεφθείς αυτό, και να σε δει ο Θεός ότι νοιάζεσαι γι’ αυτό και πονάς γι’ αυτό και κραυγάζεις: «Κύριέ μου, σώσε με»! Να δει δηλαδή ότι δεν πλανάσαι, δεν περισπάσαι, δεν φεύγεις, ας πούμε, να πας εκεί που δεν χρειάζεται. Αλλά παίρνεις αφορμή απ’ οτιδήποτε και βλέπεις την ψυχή σου, βλέπεις τα της ψυχής σου και, καθώς εκείνη την ώρα βλέπεις τη φωτιά να καίει ότι καίει, μπορείς καλά-καλά να καταλάβεις τι ζημιά κάνει η φωτιά της αμαρτίας μέσα σου, η νεροποντή της αμαρτίας μέσα σου, ο σεισμός της αμαρτίας μέσα σου!

Προσέξτε το αυτό: Με την άλλη, την φυσική φωτιά, θα κάνουμε εμείς, ως άνθρωποι, ότι μπορούμε, αλλά τελικά ο Θεός δεν ξέρουμε τι θα κάνει. Γι’ αυτήν εδώ τη φωτιά την πνευματική, είμαστε υπερσίγουροι –πρέπει να είμαστε υπερβέβαιοι– ότι το πήρε το μήνυμα ο Κύριος. Βεβαιώθηκε δηλαδή ο Κύριος ότι εμείς είδαμε εκείνο που πρέπει να δούμε και νιώθουμε ποιος είναι ο κίνδυνός μας και ξέρουμε τι λέμε, όταν λέμε «Κύριε, σώσον με»· και περιμένουμε αυτή τη σωτηρία, υπερβέβαιοι ότι ο Κύριος εδώ, σ’ αυτή την περίπτωση –διότι όλα τ’ άλλα, όλα όσα συμβαίνουν είναι για να μας κάνουν να προσέξουμε αυτή την πραγματικότητα– είμαστε υπερβέβαιοι ότι ο Κύριος θα την κάνει τη φωτιά αυτή, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, σαν δροσερό αεράκι όπως γινόταν στους μάρτυρες η φυσική φωτιά, η χειροπιαστή φωτιά. Μερικές φορές μάλιστα αμέσως ο Θεός επεμβαίνει κι όλη εκείνη την κάψα της αμαρτίας την κάνει δροσιά, που δροσίζει την ψυχή και νιώθει η ψυχή και βιώνει, ζει τη σωτηρία αυτή που ζήτησε από τον Θεό. Και όντως την προσφέρει ο Θεός κι έχει κανείς μέσα του την άλλη φωτιά του Θεού που δροσίζει, την άλλη φωτιά που καίει την αμαρτία.

Πάρα πολλές φορές ο Θεός ή δεν ακούει καθόλου με την έννοια ότι δεν τα λέμε για να τ’ ακούσει –πώς λέει ένα παιδάκι ένα ποίημα– ή καθώς βλέπει ο Θεός ότι εμείς δεν ζητούμε εκείνο που πρέπει να ζητήσουμε, δεν βλέπουμε εκείνο που πρέπει να δούμε, που υπάρχει μέσα μας και είναι κίνδυνος θάνατος, και δεν ζητούμε εκείνο που πρέπει να ζητήσουμε, δεν μας ακούει, δεν ανταποκρίνεται, δεν έχουμε επαφή καί επικοινωνία μαζί του. Έτσι θα έλεγα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου ότι όποιος όλα τα άλλα τα προσπεράσει, όλα τα άλλα τα ξεχάσει, όλα τα άλλα δεν τα δει ως κίνδυνο από τον οποίο χρειάζεται να σωθεί, οτιδήποτε κι αν είναι τ’ άλλα, και θελήσει να δει λοιπόν τον πραγματικό κίνδυνο που ‘ναι μέσα του –και είναι η αμαρτία– και δώσει όλη την προσοχή του εκεί και αυτός είναι ο καημός του και εν τω μεταξύ πραγματικά ζητήσει σωτηρία, θα την έχει.

Το λέω ακόμη μία φορά, ότι ακριβώς, όταν θέλουμε να δούμε τον πραγματικό κίνδυνο, θα μας την κάνει αυτή τη χάρη ο Κύριος. Κι όταν θέλουμε να ελευθερωθούμε, να σωθούμε από τον πραγματικό κίνδυνο της ψυχής μας, που είναι η αμαρτία, θα μας την κάνει αυτή τη χάρη ο Κύριος. Κι αν δεν γίνεται αυτή η χάρη είναι γιατί άλλα ζητούμε.

Έχεις ένα πόνο τρομερό π.χ. και το επιτρέπει ο Θεός, γιατί ακριβώς θέλει να σου κάνει καλό ως προς αυτό το θέμα, να δεις την αμαρτία σου και να ζητήσεις σωτηρία από την αμαρτία. Έχεις τρομερό πόνο και κραυγάζεις και φωνάζεις κλπ. αλλά βλέπει ο Θεός ότι πιο πολύ σε νοιάζει να απαλλαγείς από τον πόνο, που ο πόνος ο σωματικός προσφέρει υπηρεσία εκείνη την ώρα. Σε βοηθάει να δεις την μηδαμινότητά σου και να ταπεινωθείς, να συντριβείς, να δεις τη σκληρότητά σου, κι εσύ δεν το δέχεσαι και φωνάζεις και κραυγάζεις να φύγει ο πόνος, ενώ εκείνο που πρέπει να κάνεις –το άλλο θα το πάρει ο Θεός χωρίς να το καταλάβεις– εκείνο που θέλει ο Θεός είναι να δεις το άλλο φαρμακερό κεντρί της αμαρτίας και το όλο δηλητήριο που είναι απλωμένο μέσα στον όλο άνθρωπο και περιμένει ο Θεός να κραυγάσεις να σε σώσει. Μπορεί να σε σώσει, αλλά άμα δεν δει, δεν διαπιστώσει ότι ζητάς την σωτηρία, πώς θα σε σώσει;

Να τα καταλάβουμε αυτά τα πράγματα, δεν είναι παιγνίδια και μη χάνουμε τον καιρό μας, κάνοντας κι εμείς ό,τι κάνει ο άλλος κόσμος.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου, τόμ. Β’ , σελ. 99 (αποσπάσματα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου