Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Συνομιλία του Αγίου Γέροντος Πορφυρίου με νέους που είχαν ελκυσθή από τις ανατολικές θρησκείες

Συνομιλία:

- Γέροντας: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γής, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων.
Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῆ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφὰς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς, οὐ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

Αὐτόνε πιστεύομε. Λοιπόν, μέσα στὴν θρησκεία, λέει, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες δὲν εἶναι ὅσο εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία. Μία θρησκεία μόνον εἶναι: Ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τὸ πνεῦμα αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξον εἶναι τὸ ἀληθές. Τὰ ἄλλα πνεύματα, εἶναι πνεύματα πλάνης καὶ οἱ διδασκαλίες εἶναι μπερδεμένες.

Ἐδῶ ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι Θεός, ποὺ ἂν τὸν ποῦμε καὶ ἀγάπη, ὅπως τὸ λέει ἡ Γραφή, πάλι τὸ ἴδιο εἶναι. Ὁ Θεὸς λέγεται ἀγάπη. Καὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς λοιπὸν πολλοὶ λένε «εἶναι ἀγάπη ὁ Θεός, καημένε, ἔτσι εἶναι ὁ Θεός». Μὰ εἶναι ἀγάπη ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνον ἀγάπη, εἶναι καὶ δικαιοσύνη. Εἶναι καὶ δίκαιος, δὲν μπορεῖ ἕνανε κλέπτη, λωποδύτη, ποὺ ζεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων, νὰ τόνε θέσει σὲ μία κατάσταση.
Θὰ μοῦ πεῖς μά, ἐφ' ὅσον εἶναι ἀγάπη; Ὅμως ἔτσι εἶναι ἡ θρησκεία μας. Καὶ ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε τὶς ἰδιότητες τοῦ Θείου, πὼς εἶναι. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἰδιότητες τοῦ Θείου. Ἀλλὰ ὅμως δὲν τὸ ξεύρουμε: Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς βάλει ὅλους στὸν παράδεισο. Καὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν νὰ τοὺς βάλει ὅλους. Αὐτὸ ὅμως τὰ χαρτιά μας δὲν τὸ γράφουνε. Ἀλλὰ οὔτε καὶ πρέπει ἐμεῖς νὰ τὸ πιστεύουμε. Ἔστω ἂν ὁ Θεὸς ὅλους μπορεῖ νὰ τοὺς πάρει ὡς παιδιά του. Μὲ ἀκούεις;

- Συνομιλητής: Μάλιστα, Γέροντα, μάλιστα.

- Γέροντας: Ἔτσι πιστεύουμε. Μὰ θὰ πεῖς, γιατί νὰ μὴν τὸ ποῦμε ὅτι ὅλοι εἴμαστε παιδιά Του; Ὄχι! Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ ποῦμε αὐτό. Ἔτσι πρέπει νὰ τὸ ἔχουμε μέσα μας. Ἄλλο τί θὰ κάνει ὁ Θεὸς εἰς τὴν δευτέρα Παρουσία. Ἐμεῖς δὲν θὰ τὸ βάλουμε ἀπὸ τώρα, γιὰ νὰ τὰ ἔχουμε ὅλα ἴσωμα. Πρέπει νὰ τὸ ἔχουμε ἔτσι μέσα μας. Ἔτσι ἔρχεται. Μὰ θὰ πεῖς: «εἶναι ἀνθρώπινο». Ε, ἔτσι τὸ καταλαβαίνουμε, ἔτσι μᾶς τὸ δίνει ἡ Γραφή, νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι. Τὸ πῶς θὰ εἶναι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς λέει, πῶς θὰ εἶναι. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει πῶς εἶναι ὁ Θεός.

- Συνομ.: Μάλιστα, Γέροντα.

- Γέρ.: Λοιπὸν ἐγὼ ἔτσι πιστεύω τὰ πράγματα (...) Ἐὰν μὲ μπερδέψετε ἐσεῖς τί θὰ κάνω ἐγώ;

- Συνομ.: Γέροντα, ἐμεῖς μποροῦμε νὰ σᾶς μπερδέψουμε;

- Γέρ.: Αὐτοὶ εἶναι θρῆσκοι. Λοιπὸν θὰ ρωτήσουνε ἀπ' ἐδῶ, ἀπ' ἐκεῖ, θὰ ποῦνε τί εἶναι αὐτὰ τὰ παιδιά; Νά, εἶναι ἐκεῖ πάνω. Μᾶς δώσαν τὸ τηλέφωνό τους. Ά, πά, πά, αὐτὰ ἀνακατεύονται μὲ γκουροῦδες καὶ μὲ γιόγκιδες καὶ μὲ αὐτὸ καὶ κηρύττουν τέτοια πράγματα! Καὶ προσηλυτίζουν. Καὶ αὐτὰ λέει ὁ γέροντας. Ά, εἶναι τοῦ γέροντα παιδιά. Πῶ, πῶ, Θεέ μου!

- Συν.: Τὸ ξεύρω, Γέροντα, ὄχι!

- Γέρ.: Ναί, τὸ ξεύρεις γιά! μακάρι νὰ τὸ ἤξευρες. Καὶ γι' αὐτὸ τὸ σκοπό, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι γέροντας, πρέπει νὰ εἶμαι εἰλικρινής. Ἔχω τόσο κόσμο. Δὲν ξεύρεις ὅλος, ὅλος ὁ κόσμος ἐδῶ στὸ τηλέφωνό μου, νὰ ἔρθεις ἀπὸ ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου μοῦ τηλεφωνοῦν. Τὴν νύχτα, ὅτι ὥρα νὰ 'ναι. Ἀπ' ὅλα τὰ βασίλεια. Τί Νότιο Ἀφρική, Κεϊπτάουν, Γιοχάνεσμπουργκ, Ἀμερική, Καναδὰ, ξεύρω κι ἐγώ... Ἀπ' ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ ν' ἀκουστεῖ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, ἔχω ἐλεύθερο πνεῦμα καὶ παραδέχομαι ὅλες τὶς θρησκεῖες; Ὄχι, δὲν παραδέχομαι. Ὅποιος νὰ μοῦ πεῖ, καὶ ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθει νὰ μοῦ πεῖ: «ἔτσι εἶναι ὅπως πιστεύει ὁ τάδε», «ὄχι» θὰ τοῦ πῶ. «Λὲς ψέμματα, δὲν εἶσαι πνεῦμα ἀγαθόν. Εἶσαι πονηρὸν πνεῦμα καὶ λὲς αὐτό.» Ἔτσι θὰ τοῦ πῶ ἐγὼ τοῦ ἀγγέλου, δὲν θὰ τὸν πιστέψω. (...)

Δὲν τὸ θέλω βέβαια νὰ προπαγανδίζετε στὸν ἕναν καὶ στὸν ἄλλον καὶ νὰ λέει: «οἱ θρησκεῖες ὅλες εἶναι μία Δὲν ἔχουνε (διαφορά), τοῦ Θεοῦ εἶναι, σὲ ὁποία θέλεις πηγαίνεις. Καὶ ὅποιο Θεὸ θέλεις προσκυνάεις». Δὲν τὰ θέλω ἐγὼ αὐτά, δὲν μπορῶ. Εἶναι ἔτσι τὸ πνεῦμα μου. (...)
Ἐγὼ ἔχω κάνει στὴν ἔρημο, ἔχω ἀγωνιστεῖ, ἔχω νηστεῖες, κακουχίες, ἀγρυπνίες, γυμνότητα, μὲ παλιόρουχα, μέ, καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ζοῦσα μέσα σὲ ἁγίους ἀνθρώπους. Ἀλλὰ Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Κατάλαβες;
Δὲν μπορῶ, ἐγὼ ἔχω καταλάβει τὴν Ὀρθοδοξία, ἔτσι εἶναι. Καὶ διάβολος ὑπάρχει καὶ ὅλα ὅπως τὰ γράφει ἡ Γραφὴ ὑπάρχουνε. Καὶ διάβολος καὶ κόλαση καὶ ὅλα. Ὅμως τί ὡραία ποὺ τὰ τοποθετεῖ καὶ πὼς ἱκανοποιεῖται καὶ τό... αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης ποὺ λέμε. Ἰδιότης τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἰδῆς ὅτι πιστεύουμε στὸ διάβολο. Λέμε ὅτι ὑπάρχει διάβολος καὶ ὄντως ὑπάρχει. Εἶναι τὸ ἀντίθετο πνεῦμα.
Λοιπόν, καὶ τί κάνει ἡ θρησκεία μας; Ἔρχεται... Μ' ἀκοῦς;

- Συν.: Ἀκούω, Γέροντα.

- Γέρ.: Ἔρχεται (ὅταν διαβάσεις τὴν Γραφὴ) καὶ λέει ὅτι: «παιδιά μου, προσέχετε. Πρέπει νὰ φροντίσουμε νὰ προσκολληθοῦμε στὸ Χριστὸ καὶ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Καὶ νὰ μποῦμε μέσα στὴν ἐκκλησία του καὶ ὅλοι μέσα στὴν ἐκκλησία του νὰ γίνουμε ἕνα σῶμα. Ὅλοι δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Καὶ ὅταν αὐτὸ κατορθώσουμε, τότε γιά μᾶς, ποὺ θὰ κατορθώσουμε νὰ μποῦμε στὴν ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχει, γιά μᾶς, οὔτε θάνατος, οὔτε κόλαση, οὔτε διάβολος...» Τὸ λέει μέσα τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἔχεις βρεῖ;

Δὲν τὸ βρίσκουνε. Ὑπάρχει, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχεις ἔτσι τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸ καταλάβεις. Καί ἔρχεται λοιπὸν καὶ σὲ πηγαίνει, πιστεύεις ἀκριβῶς ὅπως εἶναι, ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος. Δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ θρησκεία;

- Συν.: Μ' ἀρέσει, Γέροντα, πῶς δὲν μ' ἀρέσει; Ἀλλὰ αἰσθάνομαι ὅτι ὅταν ἔχουμε ἀγάπη καταλαβαίνουμε καὶ τοὺς ἄλλους. Δὲν θεωροῦμε ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι εἶναι ἄπιστοι.

- Γέρ.: Μωρέ, καλά, αὐτὸ θέλω νὰ πῶ. Τοὺς καταλαβαίνουμε καὶ βλέπουμε, ἀλλὰ λέμε: εἶναι ἄπιστοι. Δὲν πιστεύουνε στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καταλάβατε; Ὁ ἄνθρωπος ἔχει φτιάξει πολλοὺς θεούς, καὶ οἱ θεοὶ εἶναι πάρα πολλοί. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ ἄσωτοι, οἱ ἄθεοι καὶ αὐτοὶ πιστεύουνε στὸν θεό, δηλαδὴ στὸ θεὸ ὄχι στὸν ἀληθινό. Πιστεύουνε εἰς τὴν σάρκα, εἰς τὰ πάθη, εἰς τὸ αὐτό, στὴν ὕλη, στὸ..., ὅλοι κάτι, παρ' ὅλο ὅτι λένε δὲν ὑπάρχει Θεός, ὅλοι ὅμως κάτι λατρεύουνε. «ὧ τις ἥττηται τούτῳ καὶ δεδούλωται». Ἔχει νὰ πεῖ, σ' αὐτὸ ποὺ λατρεύει κανεὶς σ' αὐτὸ δουλεύει. Δηλαδὴ εἶσαι πόρνος, εἶσαι, ε, ἄνθρωπος τῆς σαρκός, ε, δουλεύεις γιὰ τὴν σάρκα, γιὰ τὴν ὕλη. Κατάλαβες;

- Συν.: Ἔτσι εἶναι.

- Γέρ.: Εἶναι σύστημα ὁλόκληρο. Πρέπει νὰ τὸ μελετήσεις καὶ μὴν μὲ ἐπιπολαιότητα λὲς λόγια, ποὺ δὲν εἶναι (σωστά). Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τί λέει ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, δὲν μποροῦμε. Πρέπει νὰ ἰδοῦμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐγὼ τὴν ἔχω ζήσει καὶ τὴν ξεύρω μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔχω ζήσει μέσα σὲ ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ πέφτουνε στὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχουν πολλὰ φῶτα, ποὺ βλέπει κανεὶς καὶ ἐντυπωσιάζεται, μὰ ἕνα εἶναι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν.

Πρέπει νὰ τὰ σκεφτοῦμε αὐτά. Κι' ἂν πεῖς: «μὰ πλανᾶσαι!.» Μωρέ, σὲ τέτοια πλάνη μακάρι νὰ πάει ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ νὰ φαντάζονται καὶ νὰ σκέπτονται τὸν Θεό, ὅπως τὸν σκέπτομαι ἐγώ. Ἄλλο, ὅτι δὲν ἔχω γίνει ἀκόμα ὅπως πρέπει. Ὅμως ἀγωνίζομαι καὶ θέλω (...)
Ὑπάρχει ἄλλο πνεῦμα, ποὺ λέγεται πονηρό, ποὺ θὰ φροντίσει καὶ θὰ πεῖ:
«Θὰ τὸν κάνω ἐγὼ αὐτὸν τὸν γέρο, θὰ τὸν ἐξευτελίσω, ὄχι, ὅλος ὁ κόσμος τρέχουνε ἐκεῖ πέρα, καὶ γίνονται καλὰ καὶ μαθαίνουνε τοῦτο καὶ ἐκεῖνο!.» Εἶναι, ὑπάρχει κακὸ πνεῦμα.

- Συν.: Τὸ ξεύρω, Γέροντα.

- Γέρ.: Ναί. Μπορεῖ αὐτὸ αὔριο νὰ καταργηθεῖ. Μὰ θὰ καταργηθεῖ μία μέρα ποὺ θὰ τελειώσουνε τὰ πάντα καὶ θὰ πᾶμε σὲ μιά νέα κτίση, ὅπως πιστεύει δηλαδὴ ἡ θρησκεία μας. Ἅμα θέλετε νὰ τὰ ποῦμε ἀπὸ λίγα, ἀπὸ λίγα νὰ τὰ μελετήσετε, νὰ σκεφθεῖτε, καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἀξίζει νὰ λατρέψει κανεὶς τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν. Τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Δὲν μπορεῖ καθένας νὰ λέει: «Εἶμαι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγὼ φέρνω μία νέα ἀλήθεια ποὺ ταιριάζει σήμερα στὸν κόσμο.» Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὶς ἔχει πεῖ, ἀπὸ τὴν ἀρχή, αὐτὲς εἶναι. Δὲν ὑπάρχουνε ἄλλες ἀλήθειες, νέες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος προόδεψε καὶ ἡ ἐπιστήμη καὶ οἱ ἄνθρωποι πήγανε στὰ ἄστρα!
Κατάλαβες;

- Συν.: Μάλιστα, Γέροντα.

- Γέρ.: Ἂν πάει κανεὶς στ' ἄστρα καὶ πεῖ: «Καὶ ἐκεῖ πάνω ὑπάρχουνε ἄνθρωποι..» καὶ τοὺς δοῦμε, δὲν θὰ χαλάσει ἐμένα ἡ σκέψις μου, θὰ πῶ κι ἐκεῖ πάνω εἶναι ὁ Χριστός, κι ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός. Ἔχει πάει κι ἐκεῖ. Ἔχεις ἀκούσει ποῦ λέμε: ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν;

- Συν.: Ναί, Γέροντα.

- Γέρ.: Ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐμεῖς μέσα στὴν ἐκκλησία μας, ἔτσι ἀρχίζομε τὶς τελετὲς καὶ τὶς θυσίες. Λέμε, πὼς τὸ λέμε: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος.»
Καὶ πάτε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ρὲ παιδιά. Καλὰ εἶστε, σᾶς ἀγαπάω. Θὰ πεῖς: γιατί μᾶς μαζεύεις ἀπ' ἐκεῖ; Νά! τὸ 'φερε τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρθετε κοντά μου. Ὅμως ἐσεῖς κλωτσᾶτε: «Ὁ Σάι Μπάμπα, ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε ὅλοι εἶναι καλοὶ καὶ ὁ Μωάμεθ καλὸς καὶ τοῦτος καλός, καὶ ἐκεῖνος καλός.» Κατάλαβες; 

Μὰ θὰ πεῖς: θὰ τοὺς μαχόμαστε; Μὰ ποιὸς τοὺς μάχεται, μωρέ; Ἡ θρησκεία μας κανέναν δὲν μάχεται. Δὲν βλέπεις ποὺ ἐμεῖς, ποὺ τόσο πολὺ ἔτσι, οὔτε πᾶμε νὰ ψηφίσουμε, οὔτε ἔχουμε κόμματα, προσευχόμαστε γιὰ ὅλους; Γιατί νὰ μὴν πλησιάστε στὴν ἐκκλησία; Βρέ, τάδε, βάλε μυαλὸ βρέ, μὴ βλέπεις ἐκεῖ πέρα.

Πῆρε καὶ κάποια κυρία καὶ διάβασε τὸ Ψαλτήρι, ποὺ λέει: «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακά, τοῖς ἐνδοξοις τῆς γῆς.» Μοῦ λέει: «τί εἶναι αὐτά, μωρέ, μπορεῖ νὰ τὰ πεῖ ὁ Θεός;» Τῆς λέω: «αὐτό, ρέ, τὸ ψαλτήρι ἔχει γραφτεῖ σὲ ἄλλη γλῶσσα.» Καὶ ἡ νοοτροπία ποὺ αὐτοὶ τὴν μετέφρασαν ἔτσι εἶναι: «Θεέ μου, κάν' τους ὅλους καλούς, διαπαιδαγώγησέ τους, φέρτους στὸ δρόμο σου».

- Συν.: Μάλιστα, Γέροντα

- Γέρ.: Μόνον τὸ εὐαγγέλιο εἶναι τόσο καθαρὸ καὶ ὡραῖο. Τὰ ἄλλα εἶναι ἔτσι δύσκολα. Πρέπει νὰ ἔχεις πνεῦμα Θεοῦ νὰ τὰ ἐξηγήσεις. Τὰ πῆρε αὐτή, τὰ παίρνεις ἐσύ, σοὺ λέει: «Κόλασις, διάβολος, αὐτὰ ὅλα πά! πά! πά! τί λὲς μωρέ, ποῦ θὰ πιστέψω ἐγὼ στὸ διάβολο; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, αὐτὰ εἶναι γελοῖα».

Κι' ὅμως ρωτᾶς ἐμένανε καὶ σοῦ λέω: Ὑπάρχει διάβολος. Μὰ θὰ πεῖς: Τώρα μᾶς εἶπες ὅτι δὲν ὑπάρχει. Μὰ πρέπει ἐμεῖς νὰ πᾶμε ἐκεῖ, σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ καταργηθεῖ γιὰ μᾶς ὁ διάβολος καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ κόλαση. Καὶ μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἔπειτα μέσα εἰς τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποτὲ νὰ μὴν σκεπτόμαστε τὸν θάνατο. Καὶ νὰ ἔρθεις στὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, καὶ νὰ εἶναι τὸ πόδι σου μέσα στὸ λάκκο. Ἐσὺ μπορεῖ νὰ φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νὰ φτιάχνεις περβόλια γιὰ τοὺς συνάνθρωπούς σου, νὰ φτιάχνεις ἐκκλησίες καὶ νὰ εἶναι τὸ ἕνα σου ποδάρι μέσ' στὸ λάκκο.

Γιατί τὰ κάνεις αὐτά; Ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος καὶ θέλεις καὶ οἱ συνάνθρωποί σου, ποὺ θὰ ἔρθουνε πάλι ἐδῶ, νὰ βροῦνε κάτι, νὰ γίνουνε καλοί, νὰ μὴ γίνουνε κλέφτες καὶ κλέβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Γι' αὐτὸ φυτεύεις καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ καρύδια καὶ τὰ σύκα. Γι' αὐτὸ φτιάχνεις καὶ ἐκκλησία καὶ ὅλα. Ἀπὸ ἀγάπη. Δὲν εἶναι νὰ πᾶς, στὸν Τοῦρκο νὰ τὸν σκοτώσεις γιατί εἶναι Τοῦρκος; Ε, ἐκεῖνο εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ κάνει ἡ ἀνάγκη. Μὰ θὰ πεῖς: Γιατί νὰ γίνεται πόλεμος; ἅμα κάνουμε αὐτὸ τὸ πράγμα, καὶ ἔχουμε μία θρησκεία, δὲν θὰ μαλώνουμε, δὲν θὰ κάνουμε πολέμους, θὰ λείψουνε ὅλα.

Ἔτσι λένε μά, ἔτσι δὲν εἶναι: τί νὰ τὴν κάνεις; (τὴ μία θρησκεία). Ἐμεῖς ἐδῶ, οἱ Ἕλληνες ἔχουμε μία θρησκεία. Εἴμαστε χριστιανοί, ἂν ὑπάρχει ἀπὸ κανένας ξένος, εἶναι λίγοι, ὅμως βλέπεις σήμερα πὼς ἀλληλοτρωγόμαστε καὶ ἔχουμε χίλια κόμματα. Καὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, γίνανε καὶ ἄθεοι καὶ ξεύρω ἐγώ. Μόνο ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἑνώνει καὶ ὅλοι πρέπει νὰ προσευχόμαστε νὰ ἔρθουνε σ' αὐτὴ τὴ θρησκεία. Ἔτσι θὰ γίνει ἕνωσις, ὄχι μὲ τὸ νὰ πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἴμαστε τὸ ἴδιο καὶ ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τὸ ἴδιο. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο.

- Συν.: Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὅμως δὲν διδάσκουν τὴν ἀγάπη, Γέροντα;

- Γέρ.: Μωρέ, ποιὰ ἀγάπη διδάσκουνε; Ρὲ κουτέ! Βρὲ σώπα βρέ! τὴν ἀγάπη τὴν ἀληθινή, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μὴ νομίσεις οἱ γονεῖς ποὺ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους.

- Συν.: Ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε γεννηθεῖ κάτω ἀπ' αὐτοὺς τοὺς κραδασμούς.

- Γέρ.: Βρὲ ἂσ' τοὺς κραδασμοὺς τοῦ Σάι Μπάμπα! Ἄστα αὐτά, αὐτὰ δὲν εἶναι ἔτσι, εἶναι διαφορετικά. Ὅπως τὰ λέει ἐδῶ πέρα, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἔτσι, κόρη μου. Λάβετε τὰ μέτρα σας καὶ μίλησε καὶ στὰ παιδιά. Καὶ νὰ βρεῖς καὶ τὴν κυρία τάδε νὰ τῆς πεῖς: «Μωρέ, ἔτσι λέει ὁ γέροντας.» Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέει (αὐτή);

- Συν.: Ὄχι τὸ ξεύρει κι ἐκείνη.

- Γέρ.: Δὲν ξεύρω πρέπει νὰ γίνουμε Χριστιανοί. Ἄστονε τὸν Μπάμπα. Μπορεῖ καὶ αὐτόνε νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ γίνει χριστιανός. Καὶ τότε νὰ πάρει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κηρύξει τὸ Χριστιανισμό, ποῦ ξεύρεις; Ξεύρεις πόσοι τὴν ἔχουνε πάθη ἔτσι; Ἄμα εἶναι πνεῦμα ἀγαθόν... Κι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών. Εἶναι ὁ νοῦς ὁ ὑπέρτατος, ποὺ τὰ πάντα γνωρίζει, - μὴ μοῦ μιλάεις - , ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ κανονίζει, ἀλλὰ δὲν φαίνεται. Διότι ὅταν φανεῖ καὶ κοιτάζει νὰ στρώσει τὸν ἕναν καὶ τὸν ἄλλονε, τότε ὁ ἴδιος φεύγει ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ ἔχει χαράξει. Τὸ χάραγμα εἶναι αὐτό: Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ διαλέξει τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο. Ἐν τῆ ἐλευθερίᾳ του. Κι αὐτὴ ἡ ἐλευθέρα βούλησις εἶναι ποὺ ὁ Θεὸς σέβεται. Σέβεται τὸν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ πεῖ: «Ἐ! ποῦ πᾶς; Ἔλα ἐδῶ». Καὶ ἐσὺ θὰ πεῖς: Ἕνας ποὺ κάνει ἕνα φόνο καὶ βασανίζει ἕναν ἄλλονε, εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος; Μπορεῖ νὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα ποὺ τὸν κατέχει καὶ κάνει αὐτὸ τὸ κακὸ εἶναι τοῦ διαβόλου. Δὲν εἶναι τὸ ἀγαθὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε ρέ, νὰ τὰ ποῦμε.

- Συν.: Ναί, Γέροντα

- Γέρ.: Εἶμαι ἀγράμματος, μὴ νομίζετε, δὲν ἔχω πάει σὲ σχολεῖα, ἔχω μεγαλώσει μέσα στὴν ἔρημο καὶ ἔχω κάνει ὑπακοὴ σὲ δύο γέροντες σεβαστούς. Θὰ μοῦ πεῖς: Πές μας! μὰ ἔχω καὶ τὸ ἄλλο βρὲ τάδε, δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω. Εἶμαι γέρος 90 χρονοῦ καὶ κουράζομαι. Καμιὰ φορὰ ὅταν ξυπνήσω, νὰ τώρα ἔχω ξυπνήσει ἀπὸ κάποιο ὕπνο - ἐπειδὴ ἤμουν ἄγρυπνος τὴν νύχτα - καὶ ἔχω λίγο κουράγιο καὶ μιλάω. Γιὰ σκέψου, τάδε μου...

Διάβασε, μπρέ, τὸ εὐαγγέλιο, διάβασ' το πολλὲς φορές. Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς τὸ διάβασα. Τὸ εὐαγγέλιο ἔχει θησαυροὺς καὶ λύει ὅλα τὰ προβλήματα. Εἶναι φιλοσοφία, ὄντως φιλοσοφία. Εἶναι φιλοσοφία, ἐξ ἀποκαλύψεως φιλοσοφία. Εἶναι ἡ ἀνωτάτη φιλοσοφία.

Ἄσε ὁ κόσμος τώρα ποὺ προσπαθεῖ νὰ ριχτεῖ πρὸς τὴν ὕλη. Νὰ περιφρονήσει τὸ πνεῦμα, νὰ περιφρονήσει τὶς ἀξίες. Ὅλες αὐτὲς τὶς ἀξίες σιγά, σιγά, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὶς ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὶς ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὴν οἰκογένεια καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ ὡραῖα.

Ἅμα τὰ περιφρονήσουμε ἡ γῆ ἐδῶ, ἡ ζωή μας, γίνεται χάος. Γίνεται κόλασις. μὲ ναρκωτικά, μ' αὐτό... Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ κοιτάζει τὴν ἡδονή, νὰ θέλει νὰ ἱκανοποιεῖται ἔτσι.. Νά! Δὲν βλέπεις τὰ παιδιὰ ποὺ αὐτοκτονοῦν καὶ τρελαίνονται; Δὲν πᾶς στὰ ψυχιατρεῖα νὰ δεῖς παιδάκια, 15-16-20 χρονῶν, 25 - 30, ποὺ βασανίζονται!

Θὰ μοῦ πεῖς νά: «Γιατί δὲν τὰ βλέπει ὁ Θεός;» Μὰ αὐτὰ εἶναι, τὰ βλέπει ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέμβει. Μπορεῖ ὅμως, μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔρθει, νὰ ἔρθει ὥστε οἱ ἄνθρωποι ν' ἀποκτήσουν μία ἐπίγνωση, νὰ ἰδοῦνε τὸ χάος ὁλοζώντανο μπροστά τους, νὰ ποῦνε: Ἐ! Πέφτουμε στὸ χάος, χανόμαστε. Ὅλοι πίσω, ὅλοι πίσω, γυρίστε πίσω, πλανηθήκαμε. Καὶ νὰ ἔρθουνε πάλι στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λάμψει ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.

Αὐτὸ ἐμεῖς ἐπιδιώκουμε καὶ ἔτσι θέλουμε τὰ πράγματα σιγὰ-σιγὰ νὰ γίνουνε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐργάζεται μυστικά, δὲν θέλει νὰ ἐπηρεάσει τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐλευθερία, τὰ φέρνει ἔτσι καὶ σιγὰ-σιγὰ-σιγὰ πάει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ποὺ πρέπει. Νά, αὐτὰ εἶναι τῆς στιγμῆς πράγματα πού σοῦ λέω.
- Συν.: Τὸ ξεύρω, Γέροντα

- Γέρ.: Ναὶ ἀλλά, πρέπει νά, καὶ ἐμένα νὰ μοῦ δώσει δύναμη ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ πῶ καμμιὰ φορὰ. Δὲν γίνεται τίποτα μὲ ἐκεῖνα. Ἐκεῖνα ἔχουνε ταχυδακτυλουργίες καὶ τὰ τοιαῦτα. Κι αὐτὲς οἱ... καὶ ὅλα. Ἐμεῖς στὴν θρησκεία μας τὰ ἔχουμε ὅλα. Κατάλαβες;

- Συν.: Ναί, Γέροντα.

- Γέρ.: Ὅλα. Καὶ ὑλοποιήσεις καὶ ὅλα μεσ' στοὺς ἁγίους μας. Ἀλλὰ οἱ ὑλοποιήσεις εἶναι δύο εἰδῶν: Εἶναι ἡ κακιὰ καὶ ἡ καλή. Κατάλαβες;

- Σύν.: Μάλιστα.

- Γέρ.: Βέβαια μπορεῖ ἕνας νὰ κάνει προσευχή, ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουνε λάδι καὶ βασανίζονται γιατί τοὺς ἔχει λείψει τὸ λάδι, ν' ἀνοίξει τὰ χέρια του καὶ νὰ γεμίσουν τὰ κιούπια μὲ λάδι. Ε, μπορεῖ καὶ ἕνας γκουροὺ νὰ κάνει κάτι ἄλλο, μία ἄλλη ὑλοποίηση, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ ἴδια. Δὲν εἶναι τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος. Γιατί ὅπως εἴπαμε ὑπάρχει καὶ τὸ κακό. Καὶ τὸ κακὸ ἔχει τὴν δύναμη νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸ πιστεύει τὸ κακό, ποὺ ζεῖ τὸ κακό, ἔχει τὴν δύναμη νὰ τοῦ δώσει νὰ τὸ κάνει Γι' αὐτὸ ὑπάρχουνε καὶ διάφοροι, μάγοι, γκουροῦδες, φακίρια καὶ ξεύρω κι ἐγώ.

- Συν.: Ἔτσι εἶναι, Γέροντα

- Γέρ.: Εἶναι τοῦ κακοῦ πνεύματος.

- Συν.: Καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πῶς μποροῦμε νὰ καταλάβουμε;

- Γέρ.: Ἐ! Νά! Νὰ μελετήσουμε τὸ εὐαγγέλιο. Πάρε μελέτα, ἐνῶ λέεις ὅτι ὅλα ἴσωμα εἶναι, ὅλα τὸ ἴδιο εἶναι, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, διάβασε τὸ εὐαγγέλιο, μάθε το καλὰ καὶ ὅπου ἔχεις ἀπορίες, ἔλα νὰ σοῦ τὸ πῶ ἐγώ, ὁ ἀγράμματος, ὁ ταπεινός. Δὲν λέω ἐγὼ ὅτι εἶμαι χριστιανός, δὲν λέω ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξος. Ἐπιθυμῶ, θέλω, ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μὰ δὲν ἔχω γίνει Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος. Ἔτσι εἶναι τὸ αἴσθημά μου καὶ εἶναι ἀληθινό. Θέλω. Μὲ παρεξηγεῖς σ' αὐτὸ ποὺ λέω;

- Συν.: Γέροντα, λὲς ὅλες τὶς ἀλήθειες.

- Γέρ.: Ναὶ ἀλλὰ εὐχαριστοῦμαι τόσο πολύ. Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ τὶς ἀλήθειες, ἐγὼ τὶς πιστεύω ἔτσι, ἔτσι. Ἕνας ἄγγελος νὰ ἔρθει νὰ πεῖ: «τί λές, βρὲ γέρο; Δὲν εἶναι ἔτσι. Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλοι οἱ γκουροῦδες καὶ οἱ γιόγκιδες καὶ οἱ φακίροι καὶ οἱ μάγοι καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ εἶναι τοῦ Θεοῦ.» Ναὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὰ ἔργα τους εἶναι τοῦ διαβόλου.

- Συν.: Μάλιστα, Γέροντα

- Γέρ.: Συγχώρα με πού σοῦ μιλάω ἔτσι. Παιδιά, καλὰ παιδιὰ καὶ εἶστε καλὰ παιδιά, καὶ ἥσυχα παιδιά. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνω; Κι ὅποιος εἶναι καλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι καὶ στὴν ἀλήθεια; Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ τοὺς βλέπουμε νὰ εἶναι ἥσυχοι καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Πρέπει νὰ ἔρθετε νὰ τὰ ποῦμε αὐτά. Δὲν μπορῶ τώρα, τί νὰ σοῦ πῶ; Πρέπει νὰ διακόψουμε. Ξεύρεις πόσο λυπᾶμαι; Ἂν ἤξευρες πόσο σὲ ἀγαπάω... πολύ, πάρα πολύ. Θὰ μοῦ πεῖς: Γιατί δὲν εὔχεσαι στὸν Θεὸ νὰ μᾶς φωτίσει; Εὔχομαι, ἀλλὰ δὲν εἶμαι τόσο δυνατός. Καὶ ἐγώ, καὶ ἐσεῖς ἴσως νὰ ἐπιμένετε, εἰς τὸ αὐτό. (στὶς ἀπόψεις σας) Καὶ εἰς τὸν Θεὸ δὲν ξεύρω τί σᾶς φυλάει; Ὅμως ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πρέπει νὰ τὴν μάθετε. Πρέπει νὰ διαβάσετε καλά, καὶ ἅμα σᾶς πεῖ τὸ πνεῦμα: «Ψεύτικη θρησκεία εἶναι αὐτή.» τότε νὰ τὴν ἀφήσετε, νὰ πάτε μὲ τὸν Σάι. Τί λέει ὁ Σάι, ὁ νέος ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει τὴν νέα ἀλήθεια, ποὺ αὐτὴ ταιριάζει τώρα στὸν κόσμο; Νὰ ἔχουμε ἐλευθερία, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει φόβος πουθενά. Πάρε κορίτσια γλέντησε.

- Συν.: Ὄχι, Γέροντα, εἶναι πολὺ αὐστηρός, πάρα πολὺ αὐστηρὸς εἶναι.

- Γέρ.: Μπορεῖ νὰ εἶναι. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ ἰδοῦμε. Νά, καλά, μωρὲ τάδε, δὲν τὰ καταλαβαίνεις τὰ λόγιά μου τώρα. Ἄστο.

- Συν.: Καταλαβαίνω, Γέροντά μου, καταλαβαίνω...

- Γέρ.: Ναί, τὸ ξεύρω ἐγὼ μωρέ, τὸ ξεύρω τί... (καταλαβαίνεις)

- Συν.: Δὲν ὑπερασπίζω κανέναν.

- Γέρ.: Μὰ ἐγὼ ξεύρω μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τώρα, ἐὰν ὁ Σάι εἶναι ἤ ὁ ἄλλος εἶναι ἔτσι. Κατάλαβες; Τέλος πάντων. Μωρέ, ἔχουμε μασώνους, ἔχουμε διάφορα πράγματα, ποὺ τὰ πιστεύουνε ὅλα καὶ πηγαίνουνε μὲ τὸν σατανᾶ, καὶ κάνουνε σατανικὲς ἐκδηλώσεις καὶ μυστηριώδη πράγματα, διότι ὑπάρχουνε, ὑπάρχει σατανᾶς, καὶ ὑπάρχουνε μυστηριώδη πράγματα, κακὰ δηλαδή. Σ' ἀφήνω τάδε μου καὶ εὔχομαι στὸν Κύριο νὰ σὲ φωτίσει. Θέλουνε συζήτηση ἐν πάσῃ περιπτώσει, σ' ἀφήνω καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσει ὅλους, νὰ τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Ἔτσι εὔχομαι, ἄντε καλημέρα.

- Συν.: Εὐχαριστῶ, Γέροντά μου.

- Γέρ.: Συγχώρα με ἂν σὲ στεναχώρεσα. Ἔτσι μοῦ ἦρθε, νομίζεις πώς...

- Συν.: Πῶς τὸ λές, Γέροντα; Καὶ ὅταν μαλώνεις ἀκόμα εἶναι βάλσαμο στὴν ψυχή.

- Γέρ.: Μὰ ὅλα γίνονται ἅγια ὅταν ὑπάρχει ἡ χάρις. Ἄντε καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα ὁ Θεὸς μαζί μας.

- Συν.: Εὐχαριστῶ, Γέροντά μου.

- Γέρ.: Εὔχομαι ταπεινά.

- Συν.: Εὐλόγησον.

Η ἠχογράφηση έγινε ἀπὸ τοὺς συνομιλητές του ἤ κάποιο παρευρισκόμενο καὶ πολλὲς ἀπ' αὐτὲς μᾶς ἔχουν παραδοθῆ, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Πορφυρίου, ποὺ ὅρισε μὲ τὴν ἰδιόγραφη διαθήκη του τὸ Ἡσυχαστήριο μας ὑπεύθυνο γιὰ κάθε τι ποὺ τὸν ἀφορᾶ, καὶ ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἔλεγχο, τὴν ἐνδεχόμενη ἔκδοση καὶ τὴν σχετικὴ εὐθύνη τῆς κυκλοφορίας ἤ ὄχι αὐτῶν τῶν συνομιλιῶν του, ἀναλόγως μὲ τὸ περιεχόμενό τους.
ΙΕΡΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου