Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Μετάνοια, η ανανέωση της σχέσεώς μας με τον Προσωπικό Θεό

Η αρχή των πάντων είναι ο Θεός, ο Άναρχος, ο Αόρατος, ο Παντοδύναμος, ο Αυτάρκης. Έχει Βασιλεία αιώνια αγάπης, την οποία φύτεψε στην καρδιά του ανθρώπου[1]. Πρώτα δημιούργησε τον Ουρανό και τους Αγγέλους και έπειτα τη γη και τον άνθρωπο. 
Αποτέλεσμα εικόνας για pocăință
Έπλασε τον Ουρανό πνευματικό, αγγελικό, αιώνιο, «τους αιώνας εποίησεν»[2]. Οποίος ο Θεός, όμοια και τα κτίσματά Του και δεκτικά των ενεργειών Του. Σε όλα αντικατοπτρίζεται η δόξα και η δύναμή Του, αλλά και η ελευθερία Του, διότι χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει αγάπη και ο Θεός είναι αγάπη[3]. Τα κτίσματά Του ήλθαν στο είναι από την αγάπη Του και μέσω της αγάπης είναι εγνωσμένα από Αυτόν[4] και το μνημόσυνό τους[5] είναι ενώπιον Του δια παντός.

Αυτή η αγάπη και η ελευθερία των κτισμάτων επαναστάτησε πρώτα στο πρόσωπο μερικών Αγγέλων και έγινε η αιώνια πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Η δημιουργία ήταν πνευματική και έτσι πνευματική ήταν και η πτώση. Αιώνια όντα οι Άγγελοι και ως αποτέλεσμα αιώνια και η δέσμευσή τους στον άδη. Σε αυτούς ήταν πλήρης η όραση του Θεού δια παντός και με τη δεινή ανταρσία εναντίον του Πλαστουργού τους και την εωσφορική υπερηφάνεια έγινε αιώνια και η σκότωσή τους. Τέλειος ήταν ο φωτισμός και η θεωρία του Προσώπου του Θεού και με τη δαιμονική ασθένεια πλήρης ο σκοτισμός και ανεπανόρθωτη η πτώση τους μέσα στην αιωνιότητα. Υπήρξαν, βέβαια, και οι Άγγελοι του Φωτός, που έμειναν αποφασισμένοι αιώνια να αγαπούν ανεπίστρεπτα και με τέλειο τρόπο τον Θεό, και μόνο Αυτόν.

Τότε ο Θεός, ο Πάνσοφος Κτίστης, «εποίησε την γην»[6] και από αγάπη διανοήθηκε άλλη μορφή υπάρξεως. Η ουσιοποιός ενέργειά Του έπλασε όλα τα ορατά κτίσματα «καλώς λίαν»[7] και ως βασιλιά αυτής της υπέροχης κτίσεως δημιούργησε τον άνθρωπο. Ο Αδάμ και η Εύα μέσα στο Παράδεισο τέρπονταν από την προσωπική τους σχέση με τον Δημιουργό, την όραση και τη γνώση Του. Ο Πλαστουργός έδωσε στους Πρωτόπλαστους την εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε…», για να τους βάλει στην προοπτική και στη φορά της δυναμικής αυξήσεως και πορείας εν Θεώ από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν». Τους προίκισε με απίστευτο νου για τη θεωρία του Θεού και για την προκοπή στην ανάπτυξή τους αυτή, ώστε να φθάσουν στην τελείωση της γνώσεώς Του.

Τους έδωσε επιπλέον και μια κατευθυντήρια εντολή: «Από παντός ξύλου… βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού…»[8]. Η εντολή αυτή, να μη φάγουν από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, ήταν αναγκαία για αυτούς που βρισκόταν ανάμεσα στην κτιστή ορατή δημιουργία και τον άκτιστο Παράδεισο του Θεού. Υπογράμμιζε την κτιστότητά τους, και επομένως κρατούσε ταπεινό το πνεύμα τους στη σωστή θεωρία μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της φύσεώς τους. Σκοπό είχε να τους δώσει το μέσο να θεωρούν την ορατή φύση, ώστε να μυούνται στο νοερό κόσμο[9], και με αυξανόμενη ευγνωμοσύνη και ευχαριστία να φθάσουν «εις παν το πλήρωμα (της αγάπης) του Θεού»[10].

Ο άνθρωπος όμως υπερηφανεύθηκε για τη βασιλική εξουσία του πάνω στον κτιστό κόσμο και υπέπεσε στον πειρασμό που του εισηγήθηκε ο εχθρός: να γίνει θεός, χωρίς να υποταγεί στην εντολή του Θεού. Χωρίς, δηλαδή, να εξαρτάται από κανένα, τελικά χωρίς Θεό. Τότε συνέβει η κοσμική συμφορά και τραγωδία. Ο άνθρωπος τυφλώθηκε πνευματικά, αμαυρώθηκε το κατ’ εικόνα του, κατάντησε ξένος του Πλαστουργού του και βρέθηκε εξόριστος της τρυφής του Παραδείσου. Με την παράβαση της εντολής έχασε την κατά φύση επιθυμία και τη ζωοποιό θεωρία του Θεού που είχε, και με τις αισθήσεις του προσκολλήθηκε στον αισθητό κόσμο. Άρχισε τότε να εισχωρεί στη ζωή του η παρά φύση ηδονή. Ο άνθρωπος βυθίστηκε εκούσια σε ζοφώδη άβυσσο και έγινε πλέον ανίκανος να διακρίνει την παρουσία της υπερηφάνειας στις κινήσεις του νου και της καρδιάς.

Μετάνοια, ένα ανεκτίμητο δώρο για τον άνθρωπο

Ο άνθρωπος έπεσε από υπερηφάνεια, η οποία, κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, είναι σκοτάδι απαίσιο, ο αντίποδας της Θείας Αγαθοσύνης. Η υπερηφάνεια είναι η αρχή του κακού, η ρίζα κάθε τραγωδίας. Σε αυτή βρίσκεται η ουσία του άδη. Η υπερηφάνεια είναι εκείνο το «σκότος το εξώτερον», στο οποίο διαμένοντας ο άνθρωπος αποχωρίζεται από τον Θεό της αγάπης[11]. Η σωτηρία από αυτόν τον άδη είναι πλέον δυνατή στον άνθρωπο μόνο με τη μετάνοια και την αποδοχή του λόγου του Θεού ως του μοναδικού νόμου της υπάρξεώς του.

«Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε εμοί λόγοι ου μη παρελεύσονται»[12], είπε ο Κύριος και πάλι «εάν μη πιστεύσητε ότι Εγώ Ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών»[13]. Η εξουσία των λόγων αυτών είναι μοναδική και το κύρος αποφασιστικό μέχρι τέλους. Γεμάτος θάμβος ο άνθρωπος και στηριγμένος στο λόγο του Θεού αρχίζει να κατανοεί το μέγεθος της αμαρτίας του. Αντιλαμβάνεται ότι η ανυπακοή του στην αιώνια εντολή του Θεού τον κατέστησε παράφρονα και δέσμιο του άδη, όπου αποχωρίζεται από τον Θεό της αγάπης και νεκρώνεται πνευματικά. Ο θάνατος γίνεται ασυμβίβαστος με την ύπαρξή του και η αιωνιότητα κρούει τη θύρα της καρδιάς του[14]. Κάθε τι που υπόκειται στη φθορά εμφανίζεται στον άνθρωπο χωρίς καμία αξία[15].

Συγχρόνως ο άνθρωπος έλκεται με πόθο από το υπέροχο μεγαλείο του λόγου του Ευαγγελίου, που του απευθύνεται με θεοπρεπή ευγένεια. Ο Χριστός τον βεβαιώνει ότι δεν ήλθε στον κόσμο για να τον κρίνει, αλλά για να δώσει τη ζωή Του «λύτρον αντί πολλών», να υψωθεί επί του Σταυρού και με την εις τέλος αγάπη Του[16] να τον ελκύσει προς Εαυτόν[17]. Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο σε μετάνοια και με την εκπλήρωση των εντολών της αγάπης να υψωθεί και πάλι στο Φως της θείας Αγάπης, η οποία «δεν είναι εκ της γης, αλλά εκ του Ουρανού»[18]. Η ανταπόκριση στη δωρεά Του γίνεται με την ακραία σε ένταση μετάνοια. Ο Θεός αγαπά «εις τέλος» και ο άνθρωπος τετρωμένος από την αγάπη Του παραδίδεται στην «εις τέλος» μετάνοια και ευχαριστία.

Όταν το ρήμα του Θεού αγγίξει τον άνθρωπο, η θεία αγάπη ως «πυρ» διαπερνά την καρδιά του. Αυτό το «πυρ ήλθε βαλείν επί την γην»[19] ο Χριστός. Ο άνθρωπος αποδεχόμενος το κάλεσμα του Θεού, με καρδιά φλεγόμενη, βρίσκει λύση στο πνευματικό και αιώνιο αδιέξοδο της αμαρτίας του, τον θάνατο, στην αληθινή μετάνοια. Το πνεύμα του ανθρώπου διψά για την αιωνιότητα του Θεού και πλήττεται στο κέντρο της υπόστασεώς του από την αμαρτία, τον πόνο και τον θάνατο, που βαραίνουν τη γη. Η συναίσθηση του ανθρώπου ότι με την αμαρτία του βυθίζεται στον αιώνιο θάνατο όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και όλο το σύμπαν, πληγώνει θανάσιμα την καρδιά του. Ο άνθρωπος κατανοεί ότι η αμαρτία του δεν είναι απλά η αθέτηση κάποιων ηθικών αρχών. Βιώνει την αμαρτία του ως την απόσπαση του από την αιώνια ζωή του Θεού, για την οποία κτίσθηκε και για την οποία προοριζόταν[20]. Ο άνθρωπος απεγνωσμένος παραδίδει πλέον τον εαυτό του στη μετάνοια με απαράκλητο πένθος προς τον Μόνο δυνάμενο να τον σώσει.

Σύμφωνα με τον Γέροντα Σωφρόνιο, «η μετάνοια είναι ανεκτίμητο δώρο προς την ανθρωπότητα. Η μετάνοια είναι το θείο θαύμα για την αποκατάστασή μας μετά την πτώση. Η μετάνοια είναι έκχυση θείας εμπνεύσεως πάνω μας, με τη δύναμη της οποίας ανεβαίνουμε προς τον Θεό, τον Πατέρα μας, για να ζήσουμε αιώνια στο φως της αγάπης Του. Με τη μετάνοια συντελείται η θέωσή μας. Αυτό είναι γεγονός με ασύλληπτο μεγαλείο. Η δωρεά αυτή έγινε δυνατή με την προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή, με τον θάνατό Του στον Γολγοθά, και την Ανάστασή Του (βλ. Λουκ. κδ 45-47)»[21].

Τον δρόμο αυτό, που ο Κύριος τέλεσε κατά τον άθλο της κενώσεώς Του, τον προτείνει στον άνθρωπο που μετανοεί ως «υπόδειγμα» ζωής[22]. Η αδίστακτη πίστη στη θεότητα του Ιησού και στον αιώνιο λόγο Του γεννά στον μετανοούντα την πνευματική ανδρεία. Αυτή δίνει στον πιστό τη δύναμη να μη δειλιάσει και οπισθοχωρήσει μπροστά στο φοβερό όραμα της αβύσσου, που πρέπει να διέλθει με τη μετάνοιά του για να φθάσει από την πτώση του στη Θεία αιωνιότητα[23].

«Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει»

Αλλά με ποιόν τρόπο η μετάνοια μας ξεκολλάει από τη γη και πως αυτή μεταφέρει το είναι μας στη σφαίρα της αιωνιότητας;
«Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει»[24]. Όταν ο άνθρωπος δεν καταφρονεί τον πλούτο της χρηστότητάς του Κυρίου οδηγείται σε αληθινή μετάνοια. Η «άβυσσος» των αμαρτιών και της άγνοιας του ανθρώπου «επικαλείται» την «Άβυσσον» [25] του ελέους και της αγάπης του Θεού. Η κραυγή της μετανοίας γεφυρώνει τις δύο αβύσσους, τα ουράνια με τα επίγεια, τα άφθαρτα με τα φθαρτά, τα αιώνια με τα πρόσκαιρα και ο πόθος για τον εκζητούμενο Κύριο γεννά τον ακραίο πόνο της αγάπης προς τον Θεό μέχρι του αυτομίσους[26]. Αυτού του είδους η μετάνοια μεταθέτει το πνεύμα του ανθρώπου πέρα των κτιστών ορίων του εμπειρικού είναι. Αυτομίσος, ακραία ένταση μετανοίας και αίσθηση της αιωνιότητος με τη θεία παρηγοριά, ακολουθούν το ένα το άλλο.

Ο Χριστιανός υπομένει εκουσίως την κένωση με τη μετάνοια και την τήρηση των εντολών του Θεού. Κατά το μέτρο που μετέχει στα παθήματα και την κένωση του Χριστού, παρέχεται σε αυτόν ο πλούτος των χαρισμάτων του Θεού. Εγκαταλείπει κάθε αμαρτωλή τάση και αποθέτει την «πρόνοιαν της σαρκός»[27]. Ελευθερώνεται, δηλαδή, από τα δεσμά του κτιστού κόσμου και ανοίγεται ολοκληρωτικά προς την άκτιστη ζωή του Θεού. Το θείο θέλημα γίνεται γι’ αυτόν νόμος και πηγή ζωής, ενώ η εκούσια νέκρωση, από την κένωση που φέρει μέσα του πάνω στη γη, μεταβάλλεται σε δύναμη εξαναστάσεως. Παραδομένος στην αγάπη του Θεού μέχρι αυτομίσους ζει την προσωπική του ανάσταση ήδη από αυτή ακόμα τη ζωή, μέσω της άφθαρτης χάριτος που τον θεραπεύει, τον παρακαλεί, τον αγιάζει και τον αφθαρτοποιεί.

Με την εκούσια νέκρωση κατά των παθών νικάται ο θάνατος και γίνεται αρχή νέας, αιώνιας ζωής. Ο πιστός με τον σκληρό αγώνα της μετανοίας γίνεται υπόσταση θεοειδής με υπερκόσμιες διαστάσεις κατ’ εικόνα του αναστάντος Χριστού. Ο Γέροντας Σωφρόνιος υπογραμμίζει: «Όσον πληρεστέρα είναι η κένωσις, τοσούτον τελειοτέρα η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον φωτοφόρον χώρον της προαιωνίου Θεότητος»[28]. Η μετάνοια μέχρι αυτομίσους υψώνει τον άνθρωπο από τη γη και μεταφέρει το πνεύμα του στη σφαίρα του αιωνίου. Όταν ο άνθρωπος κατά την ευδοκία του Θεού λάβει τη δωρεά της χάριτος, τότε ως κοινωνός θείας ζωής «γίνεται ουχί μόνον αθάνατος εν τη εννοία της ατελευτήτου παρατάσεως της ζωής αυτού, αλλά και άναρχος, διότι εκείνη η σφαίρα της Θείας υπάρξεως, εις την οποίαν εισήχθη, δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος»[29].

Η έμπονη περίοδος της μετανοίας είναι κατ’ εξοχήν δημιουργική. Χαρακτηρίζεται από φλογερή προσευχή, που συνοδεύεται με ακραίο πόνο όλης της υπάρξεως. Η προσευχή της μετανοίας αποκαθιστά τον άνθρωπο στην πρωταρχική πνοή της «κατ’ εικόνα» Θεού δημιουργίας του και τον καθιστά συνεργό Θεού. Στη συνεργία αυτή ο άνθρωπος ανακαλύπτει την πνευματική ελευθερία του από κάθε αλλότρια δύναμη η φαινόμενο του κτιστού κόσμου, στερεώνεται στην άκτιστη και άναρχη ζωή του Θεού, που τον υψώνει πάνω από τον κόσμο και τους κοσμοκράτορες και τον καθιστά «κύριον», ικανό να κληρονομήσει την «ασάλευτον Βασιλείαν»[30].

«Η χάρη της μετανοίας» κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο «είναι αρπαγή της ψυχής προς τον Θεό»[31], και κατά τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, «συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωη»[32]. Με τον θρήνο της μετανοίας ο άνθρωπος θέτει την αρχή μιας ριζικής αλλαγής του συνόλου τρόπου της υπάρξεώς του και της θεωρήσεως πάντων των πραγμάτων. Πραγματικά, ο πιστός γίνεται ξένος για τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και μεταθέτει το νου στα Ουράνια. Ο στίχος των Χαιρετισμών απευθύνεται προσωπικά σε αυτόν και χαρακτηρίζει τη ζωή του. «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες»[33]. Προτιμά τον βίο της σοφίας[34], και κρίνει τα πάντα στη ζωή του σύμφωνα με την Ημέρα εκείνη «εν η μέλλει ο Κύριος κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη»[35]. Τα λόγια του Αποστόλου Πέτρου γίνονται γνώμονας των καθημερινών επιλογών του: «Ήξει δε η Ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν η ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται. Τούτων ουν πάντων λυομένων, ποταπούς δει υπάρχειν υμάς εν αγίαις αναστροφαίς και ευσεβείαις, προσδοκώντας και σπεύδοντας την παρουσία της του Θεού Ημέρας»[36].

Μετάνοια: ο δρόμος που ανάγει τον άνθρωπο στον Ουρανό

«Εάν τις αγαπά με, τον λόγο μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν.»[55] Ο αιώνιος Θεός κατοικεί στην καρδιά του ανθρώπου και την θεοποιεί. Με τη συνεχή διαμονή στη σφαίρα των εντολών του Χριστού ο άνθρωπος έρχεται σε βαθειά μετάνοια, η οποία τον θεραπεύει από τη φθορά και το θανάσιμο τραύμα της αμαρτίας. Η ζωή του ολόκληρη διαυγάζεται από το Άκτιστο Φως της θείας Αιωνιότητας[56], που τον εισάγει ανένοχο και ακατάκριτο στον Νυμφώνα του Χριστού.

Με Σταυρό άνοιξε ο Θεός τον Ουρανό προς τη γη και με τον σταυρό των ακούσιων παθημάτων της σοφής Πρόνοιας του Θεού, αλλά και των εκούσιων της μετανοίας, ο άνθρωπος ανάγεται από τη γη προς τον Ουρανό. «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν»[57]. Ο άνθρωπος ως κατάκριτος μετανοεί μπροστά στον Αόρατο Κριτή, που είναι Ορατός στον καθαρό οφθαλμό της ψυχής του. Και ως ο ευγνώμων Ληστής σηκώνει τα ακούσια παθήματα της ζωής του – θλίψεις και δοκιμασίες – ως άξια των άθεων έργων του. Όλα τα θλιβερά της πρόσκαιρης ζωής γίνονται ευκαιρία κοινωνίας με τον Κύριο. Κάθε πόνος, που βαστάζεται με ευχαριστία και μετάνοια, εκούσιος η ακούσιος, έχει αιώνια αξία. «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου Αυτού, αλλά και της Αναστάσεως γενόμεθα»[58]. Με τα παθήματα ο πιστός γνωρίζει εμπειρικά τον παθητό σε αυτόν τον κόσμο Χριστό και εισάγεται στην άφθαρτη Παρουσία Του, που τον ζωογονεί για την αιωνιότητα.

Ο Κύριος γεμίζει την καρδιά του μετανοούντος με τα δόματα της χρηστότητάς Του. Γίνεται για αυτόν ζωή, χαρά, άφθαρτη παράκληση, Ανάσταση. Έτσι, ο άνθρωπος παρηγορημένος από τη μετάνοια δεν ζητά πλέον ψευδοστηρίγματα σε αυτό τον μάταιο κόσμο, αλλά προσηλώνει το βλέμμα του στον Ουρανό[59], όπου έχει ρίξει την άγκυρά του[60]. Μέσα από τον κόπο της μετανοίας γεύθηκε και γνώρισε πόσο χρηστός είναι ο Κύριος[61], πόσο απερίγραπτη η γλυκύτητα της παρουσίας Του, πόσο ακατάληπτη η ειρήνη Του, και πόσο θαυμαστές οι επαγγελίες και οι υποσχέσεις Του. Ο Κύριος για τον άνθρωπο αυτόν ήρθε, έρχεται συνεχώς στην καρδιά του και πάλι θα έρθει, ως ο γνωστός και ηγαπημένος Νυμφίος. Πλέον ο άνθρωπος είτε ζει είτε πεθαίνει ανήκει στον Αιώνιο Θεό.

Όταν ο άνθρωπος εκπληρώσει τέλεια και ελεύθερα τον εαυτό του στο επίπεδο της αιωνιότητας με τα παθήματα της μετανοίας, ο Ουράνιος Πατέρας τον δέχεται και τον τιμά με την «αιώνιον κληρονομίαν παντός ο,τι Ούτος έχει». Τότε γίνεται ασάλευτος στην πιστότητά του και η καρδιά του καθίσταται μόνιμο κατοικητήριο «του Πυρός της Πατρικής Αγάπης»[62]. Βέβαια, το πλήρωμα της χριστοειδούς ζωής είναι ανεπίτευκτο πάνω στη γη, μέσα στο ασθενικό και φθαρτό σώμα. Ο πιστός θα το κληρονομήσει στον μέλλοντα αιώνα, μετά την ανάσταση των σωμάτων, όταν ο Χριστός θα γίνει αμετάθετα γι’ αυτόν η «τα πάντα και εν πάσι» κληρονομιά[63].

Μέσα από τον άδη της μετανοίας η Θεία αγάπη κατέχει ολοκληρωτικά την καρδιά του ανθρώπου και η αιωνιότητα τον εναγκαλίζεται. Με άλλα λόγια, «ο άνθρωπος, έχοντας αναγεννηθεί με μια τέτοια προσευχή, εισέρχεται μέσα από τον ζωοποιό πόνο στην ενεργό αίσθηση της αναστάσεως της ψυχής του. Διαβλέπει καθαρά ότι ο ”Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος Αυτού ουκέτι κυριεύει“ (Ρωμ. στ’ 9)»[64]. Γνωρίζει πλέον ο άνθρωπος στο βάθος της καρδιάς του ότι η νίκη του Χριστού στην αιωνιότητα είναι βέβαιη και αυτός, ο ταπεινός, αμαρτωλός και έσχατος πάντων, μέσω της ζωοποιού χάριτος της μετανοίας, θα συμβασιλεύει μαζί Του ως υιός και κληρονόμος του Αιωνίου Πατρός εις τους αιώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου