Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Η Όλγα, η γυναίκα του μανάβη

Από τό Θερμό κι αυτή ή μυροφόρα, μαθήτρια του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, γιατί στις διδαχές του καί στις προφητείες του έντρυφούσανε μαζί με την Σαλώμη.
Δεν χρειάζονταν άλλωστε γράμματα, για να τις γνωρίζουν. Προφορικά διαιωνίζοντο με κάθε ακρίβεια. Καμιά φορά τό στόμα διατηρεί πιο ζωντανά τά πράγματα απ’ ο,τι τό κονδύλι.

Τήν γνώρισα στήν μονή Μυρτιάς τον Νοέμβριο του 1971, τήν παραμονή τής εορτής των Είσοδίων τής Θεοτόκου. Κοιτάζοντας προς τήν πόρτα του μοναστηριού, έβλεπα μιά γυναίκα νά κρύπτεται πίσω από τον κορμό μιάς ελιάς. Μιά νά βγαίνη καί μιά νά κρύπτεται. Από τις πολλές φορές πήγα νά
δω ποιά είναι καί τί κάνει πίσω άπό τήν ελιά.

Πηγαίνοντας βλέπω μιά μεσόκοπη γυναίκα μ’ ένα πανέρι λουλούδια.
- Τί κάνεις έδώ; Γιατί δέν έρχεσαι στο μοναστήρι;
- Γέροντα, ό παπάς του Θέρμου μου είπε χθες τό βράδυ νά μήν κοπιάσω νά βοηθήσω στο στόλισμα τής εκκλησίας, γιατί οί καλόγεροι είναι τόσο άγριοι, πού θά μέ βάλουνε μέ τις πέτρες. Περιμένω άπό τήν αύγή καί φοβάμαι νά πλησιάσω.
- Έλα, κυρά μου, καί στόλισε τήν έκκλησιά μέ τά λουλούδια τα δικά σου, όπως εσύ θέλεις.

Έμεινε μέχρι τό βράδυ. Φεύγοντας χίλιες μετάνοιες μου έβαλε για τον κακό λογισμό της. Καί από τότε έγινε γνώριμη καί σεβαστή μυροφόρα στο μοναστήρι.

Όλη της ή ζωή ήτανε να συνάζη λουλούδια καί να στολίζη τούς 'Αγίους πού γιόρταζαν. Τό έργο αύτό δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί ο τόπος είναι ορεινός. Τα έφτιαχνε τόσο όμορφα, πού πειράζοντάς την τής έλεγα:
- Που σπούδασες τήν τέχνη αυτή;
- Στήν αγάπη των ' Αγίων.

Πολύ γρήγορα προσεβλήθη από τήν επάρατο νόσο. Την έπισκέφθηκα στο σπίτι της. Μιλήσαμε πολλή ώρα για τα επέκεινα. Τήν ρώτησα:
- ’Όλγα, αν σε καλέση ό Χριστός μας στα ούράνια, είσαι έτοιμη;
- Πανέτοιμη, Γέροντα, είμαι. Καί νά’ ξευρες πόσο τό λαχταρώ καί τό περιμένω.
- Τα παιδιά σου δεν τα σκέπτεσαι;
- Είναι μεγάλα- μπορούνε πια να εκλέξουνε τό κακό ή το αγαθό.
Σε λίγες μέρες είπε στα παιδιά καί τον σύζυγό της, πού
έμεναν μέχρι αργά στο δωμάτιό της:
- Νιώθω καλύτερα· πηγαίνετε νά ξεκουραστήτε.

Καί αφού τούς έβαλε στον ύπνο καί έπεκράτησε ησυχία, σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, φόρεσε τά καλά της, ξάπλωσε στην στρωμνή της βλέποντας προς άνατολάς, σταύρωσε τά χέρια της, αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ετοιμη είμαι γιά τον ουρανό, μή με αλλάξετε- αυτά πού φόρεσα είναι τής εξόδου μου».

Αύτό είναι τό τέλος της Όλγας με τά λουλούδια καί τά στεφάνια στούς 'Αγίους. Όσάκις φέρνω στον νου μου τήν ’Όλγα, ενθυμούμαι τα λόγια ενός παλιού: «Κανένας κόπος στήν εκκλησία δεν πάειχαμένος».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου