Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Οι Άγιοι Απόστολοι θεραπεύουν τον διακο-Ιερεμία από την πανώλη

Ο πατήρ Ιερεμίας, αυτός που μετέπειτα έγινε αρχιερεύς Βερατίου της Βορείου Ηπείρου, όταν ήταν Διονυσιάτης ιεροδιάκονος, περίπου το έτος 1740, προσβλήθηκε από τη λοιμώδη νόσο την πανώλη και, για το ευμετάδοτο της ασθένειας, κρίθηκε εύλογο να χωριστεί από την αδελφότητα της Μονής Διονυσίου.
Έτσι, λοιπόν, στάλθηκε να μένει σ’ ένα Κάθισμα, δηλαδή σε μια μοναχική Καλύβη, η οποία, φαίνεται απέναντι ακριβώς από τη Μονή, απέχοντας από αυτή περίπου ένα τέταρτο δρόμο με τα πόδια. Αυτό το μοναχικό και ησυχαστικό Κάθισμα, είναι το Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων.

Εκεί, λοιπόν, έμενε αυτός ο διακο–Ιερεμίας μαζί μ’ έναν άλλον ευλαβή γέροντα μοναχό, που τον είχε για βοηθό στη δεινή αρρώστια του. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο η κατάσταση του ασθενούς, του διακο–Ιερεμία, χειροτέρευε. Ο γερο–βοηθός μοναχός, πάλι, καταστεναχωριόταν πολύ γιατί έβλεπε μέρα με τη μέρα ο θάνατος να πλησιάζει ολοένα τον ασθενή του.

Κάποια μέρα, έτσι όπως αυτός ήταν βαριά περίλυπος, βλέπει να κατεβαίνουν μεσ’ απ’ το βουνό Δώδεκα Άνδρες, οι οποίοι, αφού πρώτα τον χαιρέτισαν με ευμένεια, βλέποντάς τον να είναι έτσι, σ’ αυτή την ολοφάνερη κατήφεια και θλίψη, τον ρώτησαν να μάθουν την αιτία. Ο γέροντας μοναχός και βοηθός του κατάκοιτου διακο–Ιερεμία, τους έδειξε βαρύθυμα με το χέρι του προς τον κλινήρη κι ανήμπορο διάκο και τους είπε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, μέσα σε λίγες μέρες, φεύγει απ’ αυτή τη ζωή.

Οι Δώδεκα Επισκέπτες, αφού τον παρηγόρησαν, του είπαν:
–Δεν πεθαίνει ο διάκονος! Έχε θάρρος, γέροντα! Και πήγαινε και ανάγγειλε αυτό που άκουσες από μας τώρα και στους υπόλοιπους αδελφούς του Μοναστηριού για να το ξέρουν.
Για πες μας μόνο το εξής: γιατί δεν ανάβεις τα καντήλια της Εκκλησίας, κατά την πρέπουσα συνήθεια, και τά ’χεις όλο σβηστά;...

Ο γέροντας μοναχός δικαιολογήθηκε κι έριξε την ευθύνη στον «δοχειάρη» που δεν του δίνει λάδι. 
Τότε του είπαν κι αυτοί:
–Πες τον δοχειάρη, να μη σου στερεί το λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας, για μη τον βρει κι αυτόν ξαφνικά κανένα κακό και λυπάται μετά χωρίς κανένα όφελος!...

Ο γέροντας, ακούγοντας τέτοια λόγια από ξένους –όπως νόμιζε– ανθρώπους, έμεινε έκθαμβος.
Τού ’ρθε μέσα του η σκέψη να τους ρωτήσει: 
–Ποιοί είστε;… Από πού κατάγεστε;… Πού μένετε;…
Αυτοί, όμως, πρόλαβαν τη σκέψη του και του είπαν:
–Εμείς είμαστε οι Κύριοι αυτού εδώ του Καθίσματος!...
Κι αφού είπαν αυτόν τον λόγο, προχώρησαν μέσα στον χώρο του ιερού Καθίσματος και μπήκαν μέσα στην Εκκλησία.

Ο γερο–μοναχός, ευρισκόμενος σε μεγάλη έκπληξη για τα όσα έβλεπε κι άκουγε, πάει στον άρρωστο διάκονο να δει τι κάνει αλλά και συνάμα για να τον παρηγορήσει μ’ όλ’ αυτά που άκουσε.

Και, ω, του θαύματος!
Αυτόν που, πριν από λίγο τον είχε αφήσει μισοπεθαμένο, τώρα τον βρήκε να κάθεται χαρούμενο πάνω στο κρεβάτι του! Ο διάκος άρχισε να είναι πολύ καλύτερα στην υγεία του αμέσως μετά την απροσδόκητη επίσκεψη αυτών των παράδοξων και άγνωστων Δώδεκα Ανδρών, οι οποίοι, αφού τον παρηγόρησαν και τον ευλόγησαν, κατευθύνθηκαν προς την Εκκλησία του Καθίσματος και μέσ’ από εκεί, μετά, έγιναν όλοι τους άφαντοι!...

Τότε, λοιπόν, ο γέρων μοναχός, ο βοηθός του πριν ασθενούς διακόνου, εννόησε και κατάλαβε ότι οι επισκέπτες που συνομίλησαν μαζί του, ήταν οι Δώδεκα του Κυρίου Άγιοι Απόστολοι.

Καταχαρούμενος, έτρεξε κι ανήγγειλε αυτό το θαυματούργημα σ’ όλους τους αδελφούς της Μονής Διονυσίου. Ιδιαίτερα μάλιστα, στον τσιγγούνη και φειδωλό δοχειάρη, για να του παρέχει από ’δω και στο εξής λάδι για ν’ ανάβει τις καντήλες. Ταυτόχρονα, δεν παρέλειψε να του αναφέρει και την αποστολική προειδοποίηση, για την περίπτωση που αυτός αρνηθεί ακόμη και τώρα να του δώσει λάδι.

Όλοι μαζί οι Πατέρες δόξασαν τον Θεό για το έλεος που έδειξε προς τον δούλο Του, μέσω των αγίων, ενδόξων και πανευφήμων Δώδεκα Αποστόλων Του. 
Η μεγάλη πρεσβεία και Χάρη τους, ας συνοδεύουν αισθαντικά τη ζωή και τον αγώνα όλων μας, συντρέχοντας και βοηθώντας μας, στις διάφορες και ποικίλες ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Αμήν.
Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ΄.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας, χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.
Μεγαλυνάριον.
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾷ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.
[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου (1892–1974): «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», κεφ. 52ο, σελ. 142–143,
έκδοσις Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου