Της Ράνιας Ρωμανίδου
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης των λαών έχει εντόνως απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα λαών που διεκδικούν την ανεξαρτησία τους.
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης των λαών έχει εντόνως απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα λαών που διεκδικούν την ανεξαρτησία τους.
Χαρακτηριστικότερο των παραδειγμάτων αυτών θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό της Παλαιστίνης, δεδομένης και της μακροχρόνιας διένεξης που συνοδεύει την περίπτωσή της.
Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Παλαιστίνη αποτελούσε -μεταξύ άλλων- ένα πρώην οθωμανικό αραβικό έδαφος, το οποίο αναγνωρίστηκε ως «έδαφος υπό εντολή» από την Κοινωνία των Εθνών (Κ.τ.Ε.). Σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Συμφώνου για την Κ.τ.Ε., σε ορισμένα εδάφη που ανήκαν προηγουμένως στην Τουρκική Αυτοκρατορία, και είχαν φθάσει σε στάδιο ανάπτυξης, αναγνωρίστηκε προσωρινά η ύπαρξή τους υπό εντολή, έως ότου γίνουν ικανά να παραμείνουν μόνα τους ως ανεξάρτητα κράτη. Τα περισσότερα από τα εδάφη αυτά έγιναν εν τέλει ανεξάρτητα, με εξαίρεση την Παλαιστίνη, η οποία παρέμεινε υπό βρετανική εντολή από το 1917.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1947, στο πλαίσιο του νεοσυσταθέντος Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, άρχισε και πάλι η συζήτηση γύρω από το Παλαιστινιακό Ζήτημα, με κεντρικό ερώτημα το αν πρέπει να προταθεί μία χώρα για Άραβες και Εβραίους, ή αν πρέπει να γίνει προσπάθεια διαχωρισμού του κρίσιμου εδάφους σε δύο κράτη. Η συζήτηση κατέληξε στην υιοθέτηση του «Partition Plan», με το οποίο η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. διαιρούσε την περιοχή σε δύο κράτη, ένα ισραηλινό και ένα παλαιστινιακό, με ανεξάρτητη πρωτεύουσα και των δύο την Ιερουσαλήμ, η οποία στο εξής θα τελούσε υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών (United Nations, 2008).
Η Διαμόρφωση Του Παλαιστινιακού Εδάφους Από Το 1947 Έως Και Σήμερα
Η σχετικά γενναιόδωρη λύση των Ηνωμένων Εθνών βρίσκει εξήγηση στο γεγονός ότι, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου αισθάνθηκε -άμεσα ή έμμεσα- υπεύθυνο για ό,τι συνέβη στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ορισμένα μέλη του Ο.Η.Ε. ήθελαν, επομένως, και δικαίως, να αποζημιώσουν με κάποιον τρόπο τους Εβραίους για τα δεινά τους. Παρά ταύτα, η πρόταση έγινε αποδεκτή από την ισραηλινή πλευρά -χωρίς να την καθιστά πλήρως ικανοποιημένη-, όμως απορρίφθηκε από την παλαιστινιακή.
Οι Σιωνιστές προχώρησαν το 1947 στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, με την άδεια της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Εθνών, κάτι που οδήγησε σε επεισόδια με τους Άραβες Παλαιστίνιους. Κορωνίδα στην επιδείνωση της κατάστασης υπήρξε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών του 1967, με τον οποίο το Ισραήλ προχώρησε τόσο σε κατάληψη νέων εδαφών τα οποία προορίζονταν για το παλαιστινιακό κράτος, όσο και σε επέκταση των συνόρων του (Beinin J., Hajjar L., 2014). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, δεδομένου ότι το Ισραήλ παραβίασε με αυτό τον τρόπο το Άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε., εφόσον προέβη στις ανωτέρω κινήσεις χωρίς να προϋπάρχει εναντίον του κηρυγμένος πόλεμος.
Ακολούθησε μια περίοδος κρίσεως μεταξύ των δύο λαών, με συνεχείς συγκρούσεις οι οποίες διακόπτονταν από μικρές ανάπαυλες ειρήνης. Οι συνεχείς εχθροπραξίες οδήγησαν τα Ηνωμένα Έθνη στη λήψη μιας απόφασης από τη Γενική τους Συνέλευση το 2012, αναγνωρίζοντας -με συντριπτική πλειοψηφία- στην Παλαιστίνη το καθεστώς του κράτους-παρατηρητή στον Ο.Η.Ε. «Δεν μπορεί να υπάρχει υποκατάστατο στις διαπραγματεύσεις», δήλωσε ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Ban Ki-moon, ο οποίος προέδρευσε της Συνέλευσης που υιοθέτησε την παραπάνω απόφαση. Η απόφαση, δηλαδή, να δοθεί στην Παλαιστίνη το καθεστώς μη-μέλους κράτους-παρατηρητή στον Ο.Η.Ε., ήταν προνόμιο των κρατών-μελών, όπως ο ίδιος τόνισε, εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι η Παλαιστίνη έχει νόμιμο δικαίωμα στην ανεξαρτησία, όπως και το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να ζει σε καθεστώς ειρήνης και ασφάλειας (United Nations, 2012).
Πρόκειται για την αναβάθμιση του διεθνούς καθεστώτος της Παλαιστινιακής Αρχής από «οντότητα» σε «κράτος-μη μέλος» του Ο.Η.Ε., καθεστώς ανάλογο με αυτό που κατέχει το Βατικανό. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν -έως τη στιγμή εκείνη- καθεστώς παρατηρητή στη Γενική Συνέλευση των 193 κρατών-μελών του Ο.Η.Ε., και διεκδίκησαν καθεστώς κράτους με την ιδιότητα του παρατηρητή.
Δικαιούται, όμως, η Παλαιστίνη να διεκδικήσει περαιτέρω την αυτοδιάθεσή της;
Το Δικαίωμα Των Λαών Στην Αυτοδιάθεση
Όλοι οι λαοί έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν το πολιτικό τους καθεστώς, και να επιδιώκουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους ανάπτυξη, αλλά και να διαθέτουν ελεύθερα τους φυσικούς τους πόρους και τα μέσα για τη συντήρησή τους (Νάσκου-Περράκη, 2016). Σύμφωνα με τις αρχές που εμπεριέχονται στον Χάρτη του Ο.Η.Ε., το δικαίωμα αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό από όλα τα κράτη, και τίποτα δεν μπορεί να τους αποκλείει από την εκμετάλλευση και απόλαυση του φυσικού τους πλούτου.
Ιστορικά, η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών αποτέλεσε μία από τις πλέον αμφισβητούμενες έννοιες στους κόλπους του διεθνούς δικαίου – τόσο ως προς τη σημασία της αυτή καθαυτή, όσο και ως προς τα όρια της εφαρμογής της. Η απαρχή της συζήτησης γύρω από την έννοια αυτή γεννάται ήδη από τη δημιουργία των κρατών-εθνών στον ευρωπαϊκό χώρο, η οποία ακολούθησε τη διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών. Τα νέα κράτη-έθνη που προέκυψαν, ήταν στην πλειοψηφία τους πολυεθνικά, με αποτέλεσμα η Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 όχι μόνο να καθιερώσει την έννοια της εθνικής κυριαρχίας -με βάση την αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα κάθε κράτους-, αλλά και να περιλάβει συμφωνίες που εγγυούνταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων (Neuberger, 2001).
Μέχρι πρότινος, η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών δεν θεωρούνταν ότι αποτελεί δικαιϊκή αρχή, και αυτό διαφαίνεται από την έλλειψη οποιασδήποτε σχετικής αναφοράς στη Συμφωνία για την Κοινωνία των Εθνών (Αντωνόπουλος και Μαγκλιβέρας, 2011).
Η κατοχύρωση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση απασχόλησε τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών από την αρχή της δημιουργίας του, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεδομένου ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός κρατών που βρισκόντουσαν υπό αποικιακό καθεστώς, και έπρεπε να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, προσαρμοζόμενα στη νέα τάξη πραγμάτων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η κατοχύρωση της αρχής της αυτοδιάθεσης στο Άρθρο 1(2) και στο Άρθρο 55 του Χάρτη του Ο.Η.Ε.
Ακολούθως, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα τοποθετεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση στο Μέρος Ι, προτάσσοντάς το πριν από τα άλλα δικαιώματα που κατοχυρώνει, ώστε να τονίσει έτσι τη σημασία του, και να υπογραμμίσει ότι η εφαρμογή του αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή και των υπολοίπων δικαιωμάτων του ανθρώπου (Νάσκου-Περράκη, 2016).
Αντίστοιχη πρόβλεψη περιλαμβάνει και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο, επίσης στο Άρθρο 1, εγγυάται το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Το εν λόγω Σύμφωνο βεβαιώνει, με τη σειρά του, ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών είναι παγκόσμια, και απαιτεί από τα κράτη να αναλάβουν δύο υποχρεώσεις: την προαγωγή της πραγματοποίησης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση σε ολόκληρη την επικράτειά τους, και τον σεβασμό του δικαιώματος αυτού.
Η κατ’ αυτό τον τρόπο κατοχύρωση της αρχής της αυτοδιάθεσης στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και σε άλλες διεθνείς συμφωνίες, μετέτρεψε αυτή από απλή αρχή σε δικαίωμα που δημιουργεί υποχρεώσεις έναντι του συνόλου της διεθνούς κοινωνίας, αλλά και σε βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, περιβάλλοντάς την με θεσμική ισχύ – κάτι που, ωστόσο, δεν έλυσε τα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής της έννοιας αυτής.
Ποιοι Διαθέτουν, Όμως, Το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης;
Στο θετικό διεθνές δίκαιο, το θέμα του νομικού ορισμού του λαού δεν έχει απαντηθεί ακόμα, μέχρι και σήμερα. Με τον όρο «λαός» νοείται ένα σύνολο ανθρώπων που κατοικεί μόνιμα σε μια συγκεκριμένη περιοχή (Αντωνόπουλος και Μαγκλιβέρας, 2011). Στην πραγματικότητα, ο λαός αυτό-ορίζεται μέσω της δράσης του που στοχεύει στην απελευθέρωσή του από τον ξένο ζυγό, και η οποία αποδεικνύει την ύπαρξη λαού – με τη νομική έννοια του όρου (Αποστολίδης, 2014).
Η έλλειψη, ωστόσο, ακριβούς ορισμού μπορεί να οδηγήσει σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι σαφές αν η υπό εξέταση πληθυσμιακή μονάδα αποτελεί όντως λαό, οπότε και διακυβεύεται η αυτοδιάθεσή του. Έτσι, η κρίση περί την ύπαρξη λαού είναι δυνατόν να συντελεστεί κατά περίπτωση και, κυρίως, με τη συμβολή του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο αναγνώρισε και στην περίπτωση του παλαιστινιακού λαού δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
Η διατύπωση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών είναι δυνατόν να δημιουργήσει την απατηλή εντύπωση ότι αναφέρεται σε ένα δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι λαοί του κόσμου, ανεξαιρέτως. Αν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε η εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής θα προκαλούσε μείζονα αλλαγή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Δηλαδή, ελλείψει κριτηρίων που να καθορίζουν τα όρια εφαρμογής του εν λόγω δικαιώματος, κάθε μειονοτική ομάδα θα μπορούσε να απαιτήσει την ανεξαρτητοποίησή της, με πρόφαση το δικαίωμά της στην αυτοδιάθεση.
Έτσι, δικαίωμα αυτοδιάθεσης αναγνωρίζεται σε: α) αποικιακούς λαούς και β) λαούς υπό ξένη υποδούλωση ή εκμετάλλευση – λαούς υπό ρατσιστικό καθεστώς, ή λαούς υπό στρατιωτική κατοχή.
Ο λαός στον οποίο αναγνωρίζεται η αρχή της αυτοδιάθεσης έχει τις εξής δυνατότητες: α) ανεξαρτησία, β) ενσωμάτωση σε γειτονικό κράτος, γ) σύνδεση με άλλο ανεξάρτητο κράτος και δ) επιλογή οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος, και μπορεί να επιλέξει ελεύθερα οποιαδήποτε από αυτές.
Η Έννοια Της Εδαφικής Κυριαρχίας
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για τη νομική σύσταση του κράτους είναι απαραίτητες τρεις προϋποθέσεις: το έδαφος, ο πληθυσμός και η κυβέρνηση. Ωστόσο, η προβληματική γύρω από την έννοια της κρατικής κυριαρχίας εγείρει δύο βασικά ερωτήματα: πρώτον, γιατί τα κράτη -και μόνο αυτά- είναι κυρίαρχα, και, δεύτερον, σε τί συνίσταται η εν λόγω κυριαρχία; Το κράτος, ως φορέας πρωτογενούς εξουσίας, αυτο-καθορίζεται ως κυρίαρχο, δημιουργεί δηλαδή το διεθνές δίκαιο, και αυτο-περιορίζεται από τους κανόνες που το ίδιο θέτει. Η κυριαρχία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα στοιχείο που καθορίζει τη νομική ταυτότητα του κράτους (Αποστολίδης, 2014), και ορίζεται ως το σύνολο των αρμοδιοτήτων που το κράτος ασκεί στο έδαφός του, το οποίο τελεί ταυτόχρονα υπό την πλήρη και αποκλειστική εξουσία του. Ακρογωνιαίος λίθος, λοιπόν, της εδαφικής κυριαρχίας είναι η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας – δηλαδή, η νομική εξασφάλιση του κράτους ως προς το έδαφός του, όπως προκύπτει και από το Άρθρο 2(4) του Χάρτη του Ο.Η.Ε.
Συμπερασματικά
Η αυτοδιάθεση είναι μία έννοια με δύο όψεις: αφενός, η εσωτερική που αφορά στην επιλογή ενός κατάλληλου κυβερνητικού συστήματος, αφετέρου, δε, η εξωτερική-διεθνής που είναι ενσωματωμένη στο δικαίωμα ενός λαού στην ανεξαρτησία του, χωρίς αυτό να υπόκειται σε μεταβίβαση ή παράδοση παρά τη θέλησή του. Επιπλέον, η αυτοδιάθεση παρέχει το δικαίωμα σε έναν λαό να αποσχιστεί από το κράτος στο οποίο ανήκει, να συγχωνευθεί ή να ενωθεί με κάποιο άλλο ανεξάρτητο κράτος, ή ακόμα να γίνει ο ίδιος ανεξάρτητο κράτος, εφόσον πληροί τα τιθέμενα κριτήρια. Στη βάση αυτής της συλλογιστικής, το Ισραήλ παραβιάζει την αρχή της αυτοδιάθεσης, και προσβάλει το αντίστοιχο δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού για ανεξαρτησία. Η διεθνής κοινότητα οφείλει, λοιπόν, να αναλάβει τις ευθύνες της για την καθυστέρηση επίλυσης του Παλαιστινιακού Ζητήματος, έχοντας ωστόσο υπόψη ότι η μέχρι τώρα σχετική συμβολή των Ηνωμένων Εθνών δεν κατέστη ολοκληρωτικά αποτελεσματική. Μολονότι ο Ο.Η.Ε. αναγνωρίζει στις αποφάσεις του το αναφαίρετο -και κατοχυρωμένο από το διεθνές δίκαιο- δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, ο Οργανισμός δεν έχει λάβει έως τώρα δραστικά μέτρα για την πραγμάτωσή του στην περίπτωση της Παλαιστίνης.
Πηγές:
Αντωνόπουλος, Κ. and Μαγκλιβέρας, Κ. (2011). Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας. Νομική Βιβλιοθήκη.
Χατζηκωνσταντίνου, Κ., Αποστολίδης, Χ. and Σαρηγιαννίδης, Μ. (2014). Θεμελιώδεις Έννοιες στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο. Σάκκουλας.
Νάσκου-Περράκη, Π. (2016) Δικαιώματα του Ανθρώπου – Παγκόσμια και Περιφερειακή Προστασία. Σάκκουλας, 2016.
Neuberger, Β. (2001). National Self-Determination: A Theoretical Discussion. Nationalities Papers, σελ. 391.
United Nations (2008). The Question of Palestine and the United Nations.New York: United Nations. [online] Available at: https://unispal.un.org/pdfs/DPI2499.pdf
Beinin, J. and Hajjar, L (2014). Palestine, Israel and the Arab-Israeli Conflict, Middle East Research & Information Project.Available at: http://www.merip.org/sites/default/files/Primer_on_Palestine-Israel(MERIP_February2014)final.pdf
Un.org. (2012). General Assembly Votes Overwhelmingly to Accord Palestine ‘Non-Member Observer State’ Status in United Nations. [online] Available at: https://www.un.org/press/en/2012/ga11317.doc.htm [Accessed 10 Jun. 2017].
Dweik, M. (1997). Palestine-Israel Journal: Settlements and the Palestinian Right to Self-Determination. [online] Available at: http://www.pij.org/details.php?id=478 [Accessed 10 Jun. 2017].
BBC News. (2012). Q&A: Palestinians’ upgraded UN status – BBC News. [online] Available at: http://www.bbc.com/news/world-middle-east-13701636 [Accessed 10 Jun. 2017].
TO BHMA. (2012). ΟΗΕ: Ψήφισε υπέρ της αναβάθμισης της Παλαιστινιακής Αρχής σε κράτος παρατηρητή. [online] Available at: http://www.tovima.gr/world/article/?aid=486291 [Accessed 11 Jun. 2017].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου