Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος
Να!... Βρισκόμαστε κιόλας έξω από την πόρτα της Καλύβης. Της Καλύβης του Τιμίου Σταυρού. Έξω από το ασκητήριο του πατρός Παϊσίου. Έχω φόβο. Αυτό κυριαρχεί μέσα μου.
Το καταλαβαίνω. Αλλά απροσδιόριστο φόβο. Ανομολόγητο φόβο και ανέκφραστο θαυμασμό. Χτυπάμε διακριτικά, αν και κάπως επίμονα, την πόρτα της αυλής. Ένα σίδερο, κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από τα σύγχρονα ηλεκτρικά κουδούνια.
Περνούν πέντε λεπτά. Απόκριση, καμμία. Μπορεί και να μην μας ανοίξει. Αυτό, λένε, είναι το πιο πιθανό. Συνήθως, δεν διακόπτει την συνομιλία του με τον Θεό. Εμείς, πάντως, ελπίζουμε. Ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Δεν τολμούμε να μιλήσουμε πιο δυνατά απ’ όσο χρειάζεται για ν’ ακουγόμαστε. Ούτε αποφασίζουμε να ξαναχτυπήσουμε. Χωρίς αμφιβολία, το πρώτο χτύπημα ακούστηκε μέσα στην υποβάλλουσα ησυχία. Η επανάληψή του, θα την μόλυνε με τον εγωισμό και την ανυπομονησία μας. Ο Γέροντας, σίγουρα προσεύχεται, αφού αδιαλείπτως αυτό κάνει. Το χτύπημα, δεν είναι για ν’ ακούσει αυτός· αυτός, ακούει. Είναι για να ζητιανέψουμε εμείς. Να ζητήσουμε, πριν εκείνος δώσει· όχι να λάβουμε, χωρίς την ταπείνωση της αιτήσεως. Προκρίνουμε την αναμονή. Περιμένουμε άλλο ένα πεντάλεπτο.
Μόλις αποφασίζουμε να ξαναδοκιμάσουμε, να, κάτι ακούγεται· μια πόρτα που ανοίγει. Και κάποιος φαίνεται. Είναι αυτός που κρύβεται και μόλις τώρα φανερώνεται.
«Δόξα Σοι, ὁ Θεός!», ακούν τ’ αυτιά μου την φωνή του.
«Δόξα Σοι, ὁ Θεός!», ακούει κι’ η καρδιά μου την φωνή της.
«Μας άνοιξε!», είπα ανακουφιστικά, αν και με κάποιον φόβο μέσα μου.
Έρχεται αργά και σταθερά, σιωπηλός. Ανοίγει την πορτούλα. Στον χαιρετισμό μας «εὐλογεῖτε!», η τρεμάμενη από την κατάνυξη και ασθενική από την σπάνια χρήση φωνή του, απαντά:
–Ο Κύριος!... Περάστε!…
Ρίχνω μια βιαστική ματιά επάνω του. Ούτε άντεξα, ούτε τόλμησα για δεύτερη. Η καρδιά μου, χτυπά γρήγορα. Έχω περιέργεια· να ανακαλύψω το μυστήριο της αγιωσύνης του. Και, φόβο· να μην αποκαλύψει το μυστικό της αμαρτωλότητός μου. Αυτός, κρύβεται από ταπείνωση· εγώ, από εγωισμό.
Μπαίνουμε στο απέριττο καλυβάκι του. Όλα, μικρά. Οι πόρτες, στενές και χαμηλές. Τα ταβάνια, επίσης χαμηλά. Ακόμη και οι γεωμετρικές διαστάσεις, έχουν «ταπείνωση» εδώ! Προχωρούμε στο Εκκλησάκι του. Το τέμπλο, απλό, σανιδένιο. Εικόνες, ρώσσικες, αναγεννησιακές. Από σκέτο χαρτί, στερεωμένες με πινέζες και καρφιά στο πλαίσιο που δημιουργεί το σανίδι του τέμπλου, δίχως ξύλινη πλάτη. Με λίγη πίεση, σχίζονται. Όλα, στα όρια της φυσικής αντοχής και αναγκαιότητος. Εμείς προσκυνούμε, και ο π.Παΐσιος συνοδεύει ισοκρατώντας:
«Δόξα Σοι, ὁ Θεός!» – «Κύριε, ἐλέησον!».
Μου έκανε εντύπωση, ότι, ενώ σε όλες σχεδόν τις Εικόνες τα χέρια των Αγίων ήταν λειωμένα, στην Εικόνα του Κυρίου, τα πόδια Του ήταν σβησμένα. Κάποια άλλη φορά, έκλεψα την ευκαιρία και του φανέρωσα την παρατήρησή μου. Μου είπε, τότε:
–Στο πρόσωπο, φιλούμε από αγάπη. Στα χέρια, από σεβασμό. Στα πόδια, φιλούμε μόνο με συντριβή. Τον Θεό, δεν Τον ασπαζόμεθα στο πρόσωπο, όταν υπάρχουν τα πόδια Του. Τους Αγίους, τολμούμε να τους φιλήσουμε στα χέρια. Τον Χριστό, όμως, μόνο στα πόδια αντέχουμε να Τον ασπασθούμε.
Και έτρεχαν τα μάτια του…
Νικολάου (Χατζηνικολάου) Ιερομονάχου (τώρα, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Άγιον Όρος· Το υψηλότερο σημείο της γης», μέρος α΄, κεφ. 4ο, σελ. 36–38.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου