«Την 14ην Ιουλίου 1965, ημέρα Πέμπτη, και ώρα 5 με 7 μ.μ., παρουσιάσθη το εξής πρωτοφανές και μεγάλο σημείο καταστροφής: Επί 2 ώρες, σκότος μέγα και σύννεφα βαρειά παρουσιάσθηκαν, με πολλές και δυνατές βροντές.
Έδειχνε πλημμύρα και καταστροφή! Ο κόσμος όλος, μαζεύτηκαν εις τα σπίτια τους και περίμεναν. Οι αστραπές και οι βροντές, πραγματικά, δείχνανε καταστροφή. Η βαζούρα του κακού πλησίαζε και οι βροντές διπλασιάζονταν και οι κεραυνοί έπεφταν βροχή.
Εγώ, ως εφημέριος του χωριού μου (“Πλάτανος” ή, παλαιότερα· “Βάνια” Τρικάλων), τρέχω και πάλιν εις τον Ναόν των Ταξιαρχών και ανάβω την κανδήλα του Χριστού, της Παναγίας και των Ταξιαρχών. Βάνω το πετραχήλι και, γονυπετής, με δάκρυα και, εκ βάθους ψυχής και καρδίας, προσευχόμουν να απαλλάξει ο Θεός τον κόσμον από τον μεγάλον κίνδυνον.
Επί μία ώρα και δέκα λεπτά, προσευχόμουν και παρακαλούσα τους Ταξιάρχας. Ο ιδρώτας μου, βγήκεν από την κεφαλήν μέχρι τους πόδας, από την μεγάλην αγωνίαν και δέησιν διά να απαλλαχθή το χωριό και, ω του θαύματος! Ούτε εις τα σύνορα του τόπου μας δεν έπεσε χαλάζι και ούτε οι κεραυνοί μάς έβλαψαν τίποτε! Μόνον ολίγη δροσιά μάς ήρθεν και, έτσι, με την δύναμι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και των παρακλήσεών μου, εσώθη η χώρα.
“Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου”! Αυτά τα γράφω ως ενθύμιον, και δια τους συναδέλφους μου ιερείς που θα προλάβουν από εμένα, ώστε να μη αφήσουν τους Ταξιάρχας, διότι το χωριό μας έχει αποκτήσει μεγάλους προστάτας και βοηθούς. Εις όλους τους κινδύνους, να τρέχουν και να τους παρακαλούν και να σώνεται η χώρα μας. Διότι ο ιερεύς, όταν προσεύχεται με πίστη και συντριβή της καρδίας του, εισακούεται...
Εγώ που τα γράφω αυτά, τα έχω δοκιμάσει όλα. Και δι’ αυτό πρέπει να αγωνίζεται και να κουράζεται ο εφημέριος δια την χώρα του (=την ενορία του, το ποίμνιό του). Έχει υποχρέωση να προσεύχεται και να παρακαλή τον Θεόν διά να τον βοηθή και απαλλάση ό,τι δει (=από ό,τι είναι ανάγκη). Το λέγει και το Ιερόν Ευαγγέλιον: “Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται…” (Ματθ. ζ΄ 11). Αμήν».
Από το βιβλίο: «παπα–Δημήτρης Γκαγκαστάθης (1902–1975, Βίος–Θαύματα–Νουθεσίαι–Επιστολαί)», κεφ. α΄, σελ. 132–134, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου