Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε εκατό περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Χριστού και μεγάλωσε μέσα σε ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον.
Όμως το ανήσυχο πνεύμα του δεν αναπαυόταν στο σκοτάδι και το ψεύδος της ειδωλολατρείας, αλλά αναζητούσε συνεχώς το φως της αλήθειας και την αληθινή σοφία. Προσευχόταν στον αληθινό Θεό, που πίστευε ότι υπάρχει και τον παρακαλούσε να τον αξιώση να Τον γνωρίση. Με την οξυδέρκεια του μυαλού του και κυρίως με την αγνότητα και καθαρότητα της καρδιάς του αντιλαμβανόταν ότι τα είδωλα ήταν άψυχα, δεν είχαν ζωή και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να μεταγγίσουν ζωή και να ικανοποιήσουν τον βαθύ πόθο του ανθρώπου, που είναι η δίψα για ζωή. Δεν ήσαν πρόσωπα, δεν έβλεπαν, δεν άκουαν, δεν μπορούσαν να ομιλήσουν και γι’ αυτό δεν μπορούσε να έχει με αυτά προσωπική επικοινωνία. Δεν είχε την δυνατότητα να συνομιλήση μαζί τους, να τους φανερώση την χαρά του, αλλά και τον πόνο του και να βρη στήριγμα, παρηγοριά και νόημα ζωής. Γι’ αυτό και έψαχνε τον ζωντανό Θεό, ο οποίος είναι Πρόσωπο και μπορεί, εάν το θέλη, ο άνθρωπος να έχη μαζί Του προσωπική κοινωνία. Και τελικά Τον αναγνώρισε στο Πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος Του αποκαλύφθηκε με τα σημάδια του Σταυρού, με τους “τύπους των ήλων”, “κατάστικτος τοις μώλωψι και πανσθενουργός”. Δηλαδή, ταπεινός και πράος, γεμάτος αγάπη και πληγές, αλλά και παντοδύναμος.
Γνωρίζουμε από την Αγία Γραφή και από την πείρα της Εκκλησίας ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει ποτέ εκείνον που έχει αγαθή προαίρεση και τον αναζητά με πίστη. Αντίθετα, μεταχειρίζεται διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρίσματα του καθενός, για να τον οδηγήση στον δρόμο της θεογνωσίας. Για τον άγιο Ιουστίνο ο τρόπος αυτός, ήταν η συνάντηση και γνωριμία του με έναν άγιο ασκητή. Αυτή η γνωριμία, κατά τα εξωτερικά φαινόμενα, έγινε εντελώς τυχαία. Όμως δεν ήταν. Γιατί τίποτε δεν είναι τυχαίο, από όλα εκείνα που συμβαίνουν στην ζωή μας, αλλά έχουν ως αιτία τους την πρόνοια και την αγάπη του Θεού, ο Οποίος εργάζεται την σωτηρία μας και προνοεί για τον καθένα μας ξεχωριστά. Όλα, λοιπόν, όσα συμβαίνουν στην ζωή μας, γίνονται κατ’ ευδοκία ή κατά παραχώρηση του Θεού, χωρίς ποτέ να παραβιάζεται η ελευθερία μας, γιατί ο Θεός σέβεται την ελευθερία μας όσο κανένας άλλος. Επομένως την ευθύνη για όλα όσα μας συμβαίνουν την έχουμε εμείς, αφού δεν παραβιάζεται το αυτεξούσιό μας. Σύμφωνα με την θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, το θέλημα του Θεού στην ζωή μας γίνεται “κατ’ ευδοκίαν και κατά παραχώρησιν”. Δηλαδή, μερικά από τα γεγονότα που μας συμβαίνουν, ο Θεός τα επιθυμεί και τα ευλογεί, ενώ άλλα απλώς τα επιτρέπει, παραχωρεί να γίνονται, γιατί με κανένα τρόπο δεν θέλει να παραβιάση την ελευθερία μας. Έτσι, λοιπόν, και ο Άγιος στον οποίο αναφερόμαστε, κατά θεϊκή ευδοκία εγνώρισε τον όσιο, ο οποίος τον εμύησε στην θεολογία, που είναι η αληθινή φιλοσοφία, αφού είναι αποκάλυψη του ιδίου του Θεού και όχι ανακάλυψη του ανθρώπου.
Ο φιλόσοφος Ιουστίνος, με την ευφυΐα και κυρίως με τον ζήλο που τον διέκρινε προόδευσε στην σοφία και την αρετή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αξιωθή να χύση το αίμα του για τον Χριστό, το Οποίον εμπειρικά γνώρισε και ανυπόκριτα αγάπησε. Ήταν πράγματι φιλόσοφος με την ακριβή έννοια του όρου, δηλαδή φίλος της σοφίας, με μικρό το σίγμα, αλλά και της Σοφίας, με το σίγμα καφαλαίο. Αυτό σημαίνει ότι ήταν σοφός από την άποψη ότι μελέτησε και έμαθε πάρα πολλά γύρω από την ανθρώπινη γνώση και σοφία, κυρίως όμως επειδή αγάπησε τον Χριστό, ο οποίος είναι η Σοφία του Θεού η ενυπόστατος. Γιατί η αυθεντική σοφία, όπως άλλωστε και η αυθεντική αγάπη, η ειρήνη, η αλήθεια κ.λ.π., έχει υπόσταση, είναι Πρόσωπο και αυτό το Πρόσωπο είναι ο Χριστός. Ο μάρτυρας Ιουστίνος ήταν γεμάτος από τον φόβο του Θεού, ο οποίος αποτελεί την αρχή και το θεμέλιο της Σοφίας. Ο φόβος όμως αυτός δεν έχει σχέση με την δειλία, αλλά αντίθετα με την πνευματική ανδρεία, τον σεβασμό και την αγάπη.
Ο βίος και η πολιτεία των ανθρώπων του Θεού δεν είναι όμοια με εκείνη των ανθρώπων του κόσμου, οι οποίοι είναι προσκολλημένοι στο “ενταύθα”, δηλαδή στην παρούσα ζωή και αντιμετωπίζουν τα καθημερινά γεγονότα μυωπικά και σύμφωνα με τα ατομικά τους συμφέροντα. Είναι διαφορετική, επειδή οι Άγιοι βλέπουν και αντιπετωπίζουν τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα της αιωνιότητος. Και πάνω από το ατομικό συμφέρον τοποθετούν, όχι απλώς το κοινωνικό συμφέρον, το κάνουν βέβαια και αυτό, αλλά κυρίως τοποθετούν την ανιδιοτελή αγάπη και το πνευματικό συμφέρον. Αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους σαν πρόσωπα και όχι σαν άτομα, σαν μάζα. Και γι’ αυτό φθονούνται, πολεμούνται και πολλές φορές θανατώνονται, κοινωνικά ή και βιολογικά. Αυτό συνέβη και με τον φιλόσοφο Ιουστίνο. Φθονήθηκε από τους ψευτοφιλοσόφους, συκοφαντήθηκε και θανατώθηκε. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο “Συναξαριστή” του αναφέρει ότι “εφθονήθη από τον φιλόσοφον Κρήσκεντα και κρυφίως από εκείνον εθανατώθη και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον της αθλήσεως”.
Η αληθινή φιλοσοφία, δηλαδή η θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία κατείχε ο άγιος Ιουστίνος και η οποία αποτελεί εμπειρία και στάση ζωής, βοηθά τον άνθρωπο στην σωστή αντιμετώπιση των άλλων ανθρώπων και των γεγονότων της καθημερινής ζωής. Γιατί προσφέρει την μέθοδο, η οποία οδηγεί στην εσωτερική αναγέννηση και την μεταμόρφωση του ανθρώπου από άτομο σε πρόσωπο. Η ανιδιοτελής αγάπη και η εσωτερική ελευθερία, που είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προσώπου, δημιουργούν εσωτερική πληρότητα, οδηγούν στην υπέρβαση του θανάτου και στην καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, μέσα από την κοινωνία των προσώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου