Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου: «Θα σάς πω καί γιά την Σοφία, μία πνευματική μου αδελφή στον κόσμο»

Θα σάς πω καί γιά την Σοφία, μία πνευματική μου αδελφή στον κόσμο. Οί δικοί της ήταν πρόσφυγες από τήν Καππαδοκία καί εξασκούσαν πολύ τήν αυτοσχέδια προσευχή, τό «τατλί». 
Στο σπίτι τους είχαν πιάτα πήλινα, ξύλινα κουτάλια, έτρωγαν μέ πολλή απλότητα. Εστρωναν τό τραπεζομάντηλο κάτω καί κάθονταν γύρω-γύρω’ τό φαγητό τους ήταν πολύ λιτό, ταχίνι, λίγες ελιές και ψωμί.

Τά πρόσωπά τους λάμπανε. Η γιαγιά της πολλές φορές την ώρα πού έκανε προσευχή, δεν πατούσε στην γη, τά χέρια της ακουμπούσαν στο ταβάνι. Πολλά θαύματα έκανε αυτή. Όταν κοιμήθηκε, το λείψανό της ευωδίαζε. Όταν την πήραν νά την θάψουνε, λέγανε, πρώτη φορά είδαμε τέτοιο λείψανο νά ευωδιάζη. Καί τό δωμάτιο πού έμενε ευωδίαζε γιά σαράντα μέρες μετά την κοίμησί της. Όταν έγινε η εκταφή, τα οστά της ήταν όπως είναι τά σφουγγαράκια εκείνα τά ωραία, τά κίτρινα. Όλα τα οστά της ζύγιζαν πενήντα δράμια, τόσο βάρος είχαν και έκανε η Σοφία μιά ωραία λειψανοθηκούλα και τά είχε στο σπίτι της, και έλεγε:

«τά άγια λείψανα της γιαγιάς μου». Είχανε ένα κρεββάτι και δένονταν καί βάζανε μία τριχιά, την δένανε στήν μέση τους, γιά νά μή νυστάζουν, νά μή τούς πάρη ύπνος καί δεν αισθανόντουσαν την κούρασι από την προσευχή τους- καί από ’κεί άρχιζαν τό «τατλί». Κάτω τσιμέντο, δυο σανίδια στο κρεββάτι, κουρελού πάνω- κάτω, δεν είχαν ούτε σκεπάσματα ούτε τίποτε. Μόνο κουρελού είχαν. 

Άρχιζε η γιαγιά της το «τατλί» καί σήκωνε ψηλά τά χέρια της· όλο έτσι προσευχόταν. Η Σοφία ήταν μικρό τότε, καί οπότε πήγαινε την έβλεπε κι έκανε προσευχή καί τα χεράκια της ακουμπούσαν στο ταβάνι.

-Ήταν δυνατόν; Ρώτησε μία αδελφή.

-Ήταν ψηλά, δεν πατούσε στή γή, αυτή ήταν στο μπόι κοντή. Τόσο αγιασμένη ήταν, Φεβρωνία την λέγανε. Έγινε καί μοναχή. Σκέφτηκε ο πνευματικός της, τέτοια αγιασμένη γυναίκα πρέπει νά γίνη μοναχή. Πώ, πώ, καί ως μοναχή ακόμη πιο πολύ αγώνα. Πώ, πώ, τί Αγάπη είχε! Τί προσευχή είχε!

Ερχόταν πολλές φορές το Σοφάκι στο σπίτι καί έλεγε: «άντε, Μαρικάκι, νά πάμε νά κάνουμε προσευχή, ναρθής νά κάνουμε προσευχή απόψε, θαρθής». Άλλο πού δεν περίμενα καί ’γώ… Μιά φορά είχαμε πάει στο παρεκκλησάκι, τον άγιο Ταξιάρχη, εκεί πού έχουμε τις ελιές. Εκεί πηγαίναμε καί κάναμε ολονύκτιο αγρυπνία μόνες μας. Εκείνη την μέρα θά ερχόταν ο ίερεύς νά κάνη ολονύκτιο άγρυπνία. Εμείς πήγαμε νωρίτερα. Πίσω από την εκκλησία ήταν όλο χαλίκια- μου λέει η Σοφία: «Πάμε νά κάνουμε προσευχή πίσω άπό την εκκλησία;». Σκοτεινά τώρα ε, νά μή έχη φως καθόλου. Πήγαμε εκεί πέρα, γονατίσαμε, αυτή άρχισε τό «τατλί», άρχισε νά λέη λόγια, λόγια ερωτικά στόν Χριστό, πώ, πώ, αφού τό πρόσωπό της στά σκοτεινά τό έβλεπα λαμπερό καί τά μαγουλάκια της ροζέ. Γιά μία στιγμή εσιώπησε, δεν άκουγα τίποτε, φοβήθηκα και σκέφτηκα, γιατί δεν μιλάει, τί έπαθε, την σκούντησα λίγο καί μου είπε:

-Είδες την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, είδες τούς αγίους Αποστόλους, είδες τον απόστολο Παύλο;

-Πού νά τά ’δώ εγώ; Εσύ τα βλέπεις.

Καί μετά σηκωνόμαστε άπό ’κει, την παίρνω σιγά- σιγά και πάμε στήν εκκλησία. Αρχισε τις μετάνοιες εκεί, μετάνοιες, μετάνοιες καί τό πρόσωπό της έλαμπε καί άστραφτε. Είχαμε δάκρυα, κατάνυξι. Υπήρχαν κι άλλες κοπέλλες πού αγωνίζονταν, ασκούσαν τή νοερά προσευχή καί έκαναν «τατλί». Τί όμορφα χρόνια!

-Η λέξις «τατλί», τί σημαίνει, Γερόντισσα; Ρώτησε μία αδελφή.

-Γλυκύτατε Ιησού, Ιησού γλυκύτατε.

Αυτές στά τουρκικά τά λέγανε τά πιο πολλά. Καί λέω στή Σοφία: «Γιά στάσου, όλο τουρκικά; Εμείς δεν θά καταλάβουμε τί λές στόν Χριστό;».

Υστερα άρχισε στά ελληνικά: «ένδυσόν με χιτώνα αφθαρσίας, ένδυσόν με σανδάλια νά βαδίσω την οδό τής σωτηρίας». Πώς τάλεγε, πώς τά ταίριαζε, τί ποιητικά λόγια ήταν, όλο τό Εύαγγέλιο τό έλεγε σέ αυτοσχέδια προσευχή. Πώ, πώ, θυμάμαι τά βότσαλα, πώς γονάτιζε μέσ’ στις πέτρες! Πού αντέχουμε εμείς τέτοια πράγματα; Είχαν αυταπάρνησι! Κι ὐστερα τό πρωί έβλεπες τά πρόσωπά τούς, Παναγία μου, τί λαμπερά ήταν, τί άγια καί σεμνά! Είχαν πολλή προσευχή, τέτοια προσευχή δεν έχω συναντήσει. Πολλή Αγάπη είχαν στον Χριστό, πάρα πολλή Αγάπη. Συναντιόμαστε τότε καί δεν είχαμε τίποτε άλλο στον νου μας, είχαμε μόνο τον Θεό κι όταν συναντιόμαστε συζητούσαμε πώς είναι ο Θεός απάνω, πώς είναι ο Παράδεισος, πώς είναι τά ουράνια. Ασπαζόμαστε η μιά την άλλη καί από τά στόματα έβγαινε ευωδία, τά κεφάλια μας το ίδιο.

Τί γινότανε! Τί ομορφιά, νά φεύγης από την εκκλησία καί νά μή μιλάς καθόλου. Μάς έλεγε ο παλιός πνευματικός: «Αμα μιλήσετε μετά άπό την εκκλησία, νά ξέρετε θά χάσετε την Χάρι του Θεού». Κι όταν φτάναμε σπίτι, λέγαμε τρεις φόρες τό «δόξα σοι ο Θεός», καί ’κει σάν νά έβγαινε άπό τό στόμα μας ευωδία της Θείας Μεταλήψεως. Ευωδίαζε τό δωμάτιό μου, σάν νά λιβανίζαμε- τόσο πολύ, πιστέψτε με.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ - «ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου