Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής

Στίς ἀρχές Αὐγούστου τοῦ 1938, τό πλοῖο «Σάμος», πού ἐκτελεῖ τήν ἄγονη γραμμή Πειραιάς–Αλεξανδρουπολη–Καβάλα–Θεσσαλονίκη, πιάνει στό λιμανάκι τῆς Δάφνης, στό Ἅγιον Ὅρος. Ἀνάμεσα στούς λιγοστούς ταξιδιῶτες, πού ἀποβιβάζονται ἐκεῖ, εἶναι καί ὁ 18χρονος Γεώργιος Καράμπελας ἀπό τούς Κωνσταντίνους Μεσσηνίας.
Ὁ μονάκριβος γιός τῆς βασανισμένης χήρας Δήμητρας (†1973), πού, δύο μόλις χρόνια μετά τόν γάμο της, ἔχασε στό μικρασιατικό μέτωπο τόν σύζυγό της Μιχάλη (†1921), ἄφηνε γιά πάντα τήν μητέρα καί τό σπίτι του, στόν Πειραιά, γιά νά ζήσει σάν μοναχός στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, «μεταξύ οὐρανοῦ καί γής».

Ὕστερα ἀπό μία σύντομη προσκυνηματική περιπλάνηση στα αγιασμένα ἀθωνίτικα χώματα, ἀποφάσισε νά κοινοβιάσει στήν Ἁγιαννανίτικη Καλύβη τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἀσκήτευαν ὁ αὐστηρός γέροντας Γρηγόριος, πρώην ἀξιωματικός του στρατοῦ, ὁ ἱερομόναχος Ἰωακείμ καί οἱ μοναχοί Στέφανος, Παΐσιος καί Γρηγόριος.

Δύο χρόνια ἔκανε δόκιμος μοναχός ὁ Γεώργιος. Καί τό φθινόπωρο τοῦ 1940, λίγο πρίν τήν ἔκρηξη τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, ἐκάρη μοναχός καί πῆρε τό ὄνομα Χερουβείμ.

Μά ὁ Θεός, ὅπως ἀποδείχθηκε, εἶχε ἄλλα σχέδια για αυτόν. Ἔτσι, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1942, ὅταν μία σοβαρή ἀσθένεια –ὀξεία ἀμυγδαλίτιδα μέ ἐπιπτώσεις στήν καρδιά καί στά νεφρά– ἔθεσε σέ κίνδυνο τήν ζωή του, ὁ γέροντάς του τόν ἔστειλε στήν Ἀθήνα γιά ἐγχείρηση.

Ἡ ἔκρυθμη κατάσταση ἐκείνων τῶν ἐτῶν (γερμανοϊταλικῆ κατοχή, ἑλληνική ἀντίσταση, ἐμφύλιος πόλεμος) δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐπιστρέψει στό Ὅρος. Ἄλλωστε, στό μεταξύ, ἡ συνοδία τοῦ γέροντος Γρηγορίου δυστυχῶς εἶχε διαλυθεῖ. Ὁ π. Χερουβείμ, λοιπόν, ἀναγκάσθηκε νά παραμείνει προσωρινά στό πατρικό του σπίτι, στόν Πειραιά.

Ἐκεῖ συνδέθηκε πνευματικά μέ σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα τῆς ἐποχῆς, μετά ἀπό ἐπίμονες προτροπές καί παρακλήσεις τῶν ὁποίων χειροτονήθηκε διάκονος τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, 2 Ἀπριλίου, τοῦ 1944. Ἡ χειροτονία του σέ πρεσβύτερο-ἀρχιμανδρίτη ἔγινε πολύ ἀργότερα, στίς 20 Δεκεμβρίου τοῦ 1955.

Τό 1947 ἵδρυσε στόν Πειραιά, μαζί μέ τούς θεολόγους Κωνσταντῖνο Πουλουπάτη (μετέπειτα ἀρχιμανδρίτη Ἰγνάτιο) καί Γεώργιο Καραμαντζάνη (μετέπειτα ἀρχιμανδρίτη Ἀθηναγόρα), τήν Μοναστική καί Ἱεραποστολική Ἀδελφότητα «Ὁ Παράκλητος», μέ κοινοβιακή ὀργάνωση καί σκοπό τήν διακονία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος στά πλαίσια τοῦ ποιμαντικοῦ-κατηχητικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τήν ὀνομασία τῆς ἀδελφότητος οἱ ἱδρυτές θέλησαν νά ἀναθέσουν στόν Θεό. Ἔτσι, ἀφοῦ προσευχήθηκαν θερμά, ὁ π. Χερουβείμ ἄνοιξε τήν Καινή Διαθήκη. Ἡ ματιά τοῦ ἔπεσε ἀμέσως στό χωρίο: «Ὅταν δέ ἔλθη ὁ Παράκλητος…, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας…» (Ἰω. 15, 26). Τότε ὅλοι πληροφορήθηκαν ἐσωτερικά, ὅτι θεῖο θέλημα ἦταν νά δοθεῖ στήν ἀδελφότητα ἡ ὀνομασία τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Ὁ Παράκλητος».
Αποτέλεσμα εικόνας για Ἱερά Μονή Παρακλήτου
Ὡστόσο, ὁ π. Χερουβείμ, πού εἶχε στήν καρδιά τοῦ ἀνεξίτηλα χαραγμένα τά βιώματα τῆς ἁγιορείτικης μοναχικῆς ζωῆς, ὀνειρευόταν πάντα τήν δημιουργία ἑνός μοναστηριοῦ, ἑνός παραδοσιακοῦ ὀρθοδόξου θεραπευτηρίου καί ἁγιαστηρίου ψυχῶν. Τόν ἱερό πόθο τοῦ ἐνέπνευσε καί στούς ἄλλους ἀδελφούς. Ἔτσι, δεκαπέντε χρόνια μετά τήν ἵδρυση τῆς ἀδελφότητος, «ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπην Του καί τήν πολυποίκιλον σοφίαν Του», ὅπως ἔγραφε ἀργότερα ὁ ἴδιος, «χρησιμοποιῶν διαφόρους τρόπους, ἐνίοτε καί σκληρούς…», ὁδήγησε τά βήματά τους στήν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας τους.

Τό 1962, μετά ἀπό μακρόχρονη ἔρευνα καί πολλή προσευχή, ἀγόρασαν γιά τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς ἕνα κτῆμα στήν θέση Μετόχι τῆς περιοχῆς Ὠρωποῦ, σέ ἀπόσταση τριῶν χιλιομέτρων ἀπό τήν θάλασσα τοῦ Εὐβοϊκοῦ καί σέ ἥμερο τοπίο, ἀνάμεσα σέ κυπαρίσσια, πεῦκα καί ἐλιές. Ὁ τόπος, ὅπως φανερώνει καί ἡ ὀνομασία του, ἦταν παλαιό μοναστηριακό μετόχι, πιθανότατά της Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πεντέλης. Μερικά ἐρείπια, ἄλλωστε, καί ἕνας ὑδραγωγός μαρτυροῦν μέχρι σήμερα τό πέρασμα τῶν πατέρων πού ἀσκήθηκαν ἐδῶ, ἄγνωστο πότε.

Ἡ Μονή τοῦ Παρακλήτου θεμελιώθηκε τό 1963, ἔτος ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Αὐτό ἦταν μία εὐλογημένη συγκυρία γιά τό ξεκίνημά της, συγκυρία ὄχι ἄσχετη μέ τήν κατοπινή ἱστορία καί τήν πνευματική ταυτότητά της. Γιά μία δεκαετία μάλιστα (1968-1978) διετέλεσε μετόχι τῆς ἁγιορείτικης Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώρισή της ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὡς αὐτοτελοῦς κοινοβίου, ὑπαγομένου στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἀττικῆς, καί ἀπό τήν Πολιτεία, ὡς Ν.Π.Δ.Δ., ἔγινε τό 1978 (Π.Δ. 144/15-2-78).

Σκοπός τῆς Μονῆς, σύμφωνα μέ τόν Ἐσωτερικό Κανονισμό τῆς (ἄρθρο 2), εἶναι «ὁ ἁγιασμός καί ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς μέσω τῆς ἀκριβοῦς μοναχικῆς πολιτείας, ὅπως τήν διέγραψαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἰς τούς θεοπνεύστους καί αἰωνίου κύρους μοναστικούς κανονισμούς αὐτῶν καί κατωχύρωσαν ἐκκλησιαστικῶς αἵ Ἅγιαι Σύνοδοι μέ τούς θείους καί ἱερούς καί ἀμεταθέτους Κανόνας τῶν, κάτ ?μπνευσιν καί ὑπό τήν ἐπιστασίαν τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, τό ὁποῖον καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησίαν “εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν” (Ἰω. 16, 13)».

Ὡς πρῶτος Καθηγούμενος χειροθετήθηκε, στίς 19 Ἰουνίου 1978, ἀπό τόν ἀείμνηστο μητροπολίτη Ἀττικῆς κυρό Δωρόθεο (†1993) ὁ κτίτωρ Ἀρχιμ. Χερουβείμ. Δυστυχῶς, ὅμως, τόν ἑπόμενο κιόλας χρόνο (22 Αὐγούστου 1979) ἡ χρόνια καρδιακή ἀνεπάρκειά του τόν ὁδήγησε σέ πρόωρο θάνατο –ἦταν 59 μόλις ἐτών– μετά ἀπό ἐγχείρηση στό Λονδίνο. Στίς 27 Αὐγούστου 1979 κηδεύθηκε καί ἐνταφιάσθηκε σέ κεντρικό σημεῖο τῆς Μονῆς, δίπλα στό σημερινό Καθολικό.

Ὅσοι γνώρισαν τόν γέροντα Χερουβείμ ἀπό κοντά, γεύθηκαν τήν ἁπλότητα καί τήν πραότητα, τήν ἀγάπη καί τήν ταπεινοφροσύνη, τήν συγκαταβατικότητα καί τήν μακροθυμία του, ἀλλά καί θαύμασαν τό μοναχικό του ἦθος, τήν ἰώβεια ὑπομονή του στίς δοκιμασίες, τήν ὀξύνοια καί τήν διορατικότητά του. Μέχρι τό τέλος τῆς ἐπίγειας βιοτῆς τοῦ διατήρησε τήν συνείδηση τῆς ἁγιορείτικης πνευματικῆς του καταγωγῆς. Ὁ λόγος τοῦ ἀπέπνεε πάντοτε τό ἄρωμα τοῦ Περιβολιοῦ τῆς Παναγίας καί ἡ πέννα τοῦ μᾶς ἀποκάλυψε πολλές ἄγνωστες μορφές καί πτυχές τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας, μέ τά ἔργα «Σύγχρονες ἁγιορείτικες μορφές» καί «Νοσταλγικές ἀναμνήσεις ἀπό τό Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἤθελε, ἄλλωστε, ἡ Μονή τοῦ Παρακλήτου ν ?κολουθε? τήν ἁγιορείτικη τάξη καί ν ?ποτελε? ὄαση πνευματική δίπλα στήν πολυάνθρωπη ἔρημό της Ἀθήνας, «μαρτύριο» Ὀρθοδοξίας καί κοινοβιακῆς μοναχικῆς ζωῆς στήν σημερινή ἑλλαδική πρωτεύουσα.

Δεύτερος ἡγούμενος, ἀπό τό 1979 ὡς τό 1980, χρημάτισε ὁ ἀρχιμ. Ἰγνάτιος (Πουλουπάτης, 1927-1987), πρῶτος ὑποτακτικός του ἀειμνήστου κτίτορος, πού μόχθησε μαζί του γιά τήν δημιουργία τοῦ μοναστηριοῦ. Διακρινόταν γιά τήν γλυκύτητα τοῦ χαρακτῆρος του, τήν λογιότητά του, τήν εὐρύτατη θεολογική του κατάρτιση καί τήν πλούσια ἐκκλησιαστική του διακονία.

Τρίτος ἡγούμενος, ἀπό τό 1980 μέχρι σήμερα, εἶναι ὁ ἀρχιμ. Τιμόθεος (Σακκᾶς, γέν. 1933).

Κατά τήν τελευταία εἰκοσαετία ἡ Μονή τριπλασιάσθηκε κτιριακά, μέ προσωπική ἐργασία καί πολλές θυσίες τῶν πατέρων. Τό σπουδαιότερο κτίσμα τῆς περιόδου –κορυφαία εὐλογία τοῦ Παρακλήτου– ὑπῆρξε ὁ κεντρικός ναός (Καθολικό), πού θεμελιώθηκε τήν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας τοῦ 1987, ἀποπερατώθηκε τό 1990 καί ἐγκαινιάσθηκε στίς 12-11-2000 ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀττικῆς κ.κ. Παντελεήμονα. Ὁ ναός εἶναι κλασικοῦ μοναστηριακοῦ ρυθμοῦ, ἀρχιτεκτονημένος ἀπό τόν ἀδελφό της Μονῆς ἱερομ. Ρωμανό (Ἀλεξόπουλο) πάνω στά πρότυπα τῶν Καθολικῶν του Ἁγίου Ὅρους καί τῶν Μετεώρων. Περιλαμβάνει καί ἕνα παρεκκλήσιο πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, στήν μεσημβρινή πλευρά τῆς Λιτῆς. Οἱ φορητές εἰκόνες εἶναι φιλοτεχνημένες ἐπίσης ἀπό ἀδελφούς της Μονῆς.
Τό Καθολικό ἀποτελεῖ τό ὁρατό-κτιριακό ἀλλά καί τό πνευματικό κέντρο τῆς Μονῆς. Ἐδῶ τελοῦνται καθημερινά ὅλες οἱ ἀκολουθίες (Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὧρες, Θεία Λειτουργία, Ἑσπερινός, Ἀπόδειπνο), ὁ κύκλος τῶν ὁποίων ἀρχίζει δυόμισι ὧρες μετά τά μεσάνυκτα καί κλείνει γύρω στήν δύση τοῦ ἡλίου. Στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, καθώς καί στίς μνῆμες ὁρισμένων ἁγίων, τελοῦνται ἀγρυπνίες κατά τό ἁγιορείτικο τυπικό.

Ἐκτός ἀπό τό Καθολικό, τό μοναστηριακό συγκρότημα περιλαμβάνει ἀκόμη ἅ) τήν παλαιά κεντρική πτέρυγα –τό πρῶτο κτίσμα (1963)– μέ παρεκκλήσιο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου (πού χρησιμοποιοῦσε ἡ ἀδελφότητα ὡς προσωρινό Καθολικό μέχρι τό 1990), παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ἀρχονταρίκι, ἡγουμενεῖο καί κελλιά μοναχῶν, β) τό παρεκκλήσιο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (1973), γ) τήν ἀνατολική πτέρυγα (1975), μέ ἰατρεῖο, ὀδοντιατρεῖο, γηροκομεῖο καί κελλιά, δ) τήν δυτική πτέρυγα (1981), μέ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, βιβλιοθήκη, ξενώνα καί κελλιά, ε) τήν βόρεια πτέρυγα (1988), μέ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, συνοδικό, συνακτικό, εἰκονογραφικό ἐργαστήριο, ἐκδοτικό τμῆμα, τράπεζα, μαγειρεῖο καί δοχειό, καί στ) ἕνα παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτίσσης, κτισμένο στόν πυλώνα.

Ἡ βιβλιοθήκη ἔχει 20.000 περίπου βιβλία, τόσο ἑλληνικά ὅσο καί ξενόγλωσσα (κυρίως ἀγγλικά, γαλλικά καί ρωσικά).
Οἱ κύριες ἀσχολίες τῶν ἀδελφῶν, ἐκτός ἀπό τά παραδοσιακά κοινοβιακά διακονήματα (ἐκκλησιαστικοῦ, τυπικάρη, ἀρχοντάρη, δοχειάρη, μαγείρου, μάγκιπα, κηπουροῦ, δενδροκόμου, ἀμπελικοῦ κ.α.) εἶναι ἡ βυζαντινή εἰκονογραφία καί οἱ ἐκδόσεις βιβλίων ὀρθοδόξου-πατερικοῦ περιεχομένου. Μέχρι σήμερα, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔχουν πραγματοποιηθεῖ ἑβδομήντα περίπου ἐκδόσεις.

Στήν προσπάθεια μιᾶς εὐρύτερης πνευματικῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἡ Μονή ἐκδίδει δεκαεξασέλιδα φυλλάδια μέ ἐκλεκτά καί ἐπίκαιρα πατερικά κείμενα, μεταφρασμένα σέ ἁπλή γλώσσα, καί τά διανέμει δωρεάν. Ἤδη ἔχουν κυκλοφορηθεῖ περισσότερα ἀπό πέντε ἑκατομμύρια ἀντίτυπα.

Παράλληλη προσπάθεια ἔχει γίνει τά τελευταία χρόνια καί πρός ὁμοδόξους ἀδελφούς μας ἄλλων χωρῶν, κυρίως τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Πολλές χιλιάδες βιβλία καί φυλλάδια ἔχουν ἐκτυπωθεῖ σέ διάφορες γλῶσσες καί διαλέκτους καί ἔχουν ἀποσταλεῖ δωρεάν στήν Ρωσία, Οὐκρανία, Γεωργία, Πολωνία, Σλοβακία, Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ἰνδία κ. α.

Ὁ πολύπλευρος σύνδεσμος τῆς Μονῆς μέ τό Ἅγιον Ὅρος εἶναι, ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα, στενός. Ἀπό ἀδελφούς της ἀνακαινίσθηκε καί ἐπανδρώθηκε τό ἁγιορείτικο (Λαυριωτικό) Κελλί τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Μυροβλύτου.

Σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία μοναστική, καί μάλιστα τήν ὑπερχιλιετῆ ἁγιορείτικη, παράδοση, ἡ Μονή παραμένει ἄβατη στίς γυναῖκες.

Γιά νά ἐπισκεφθεῖ κανείς τή Μονή θά πάρει τήν ἐθνική ὁδό Ἀθηνών–Λαμιας καί στό 39ο χιλιόμετρο θά βγεῖ στήν ἔξοδο τοῦ κόμβου Μαλακάσας καί θά κατευθυνθεῖ πρός τόν Ὠρωπό. Μόλις περάσει τό χωριό Μήλεσι, σέ ἕνα χιλιόμετρο περίπου, θά συναντήσει στή δεξιά πλευρά τοῦ δρόμου μία σειρά ἀπό κυπαρίσσια ὅπου καί τό προσκυνητάρι τῆς πύλης τῆς Μονῆς.

Ταχυδρομική διεύθυνση: Ἱερά Μονή Παρακλήτου
190 15 Ὠρωπός Ἀττικῆς 
Τηλ.: 22950-32475
Fax.: 22950-31600
Ἡγούμ. Ἀρχιμ. Τιμόθεος Σακκᾶς 
Μοναχοί: 26

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου