Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής, ο χαρισματούχος Γέροντας της Πάτμου (1889–1970), η δωρεά του Θεού στους άνικμους καιρούς μας, αν και ήτανε μοναχός και ζούσε εκτός του κόσμου, ήτανε και εντός του κόσμου.
Τα προβλήματα της εποχής του –εκκλησιαστικά, πνευματικά, εθνικά, κοινωνικά– δεν τον άφηναν αδιάφορο. Πέραν από τις γονυκλισίες και τις ασίγητες δοξολογίες και ικεσίες, έτεινε χείρα βοηθείας παντού και πάντοτε. Μάλιστα πολλές φορές έβαλε σε κίνδυνο και αυτήν την ζωή του και των ακολούθων του. Η εποχή του σε όλους τους τομείς ήτανε δύσκολη. Κοσμογονική μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε. Η ανησυχία και η αβεβαιότητα ήτανε σημειωμένη στα πρόσωπα όλων. Κανείς δεν γνώριζε τι τέξεται η επιούσα. Σ’ αυτές τις δύσκολες ημέρες ο Γέρων υπήρξε «ὁ ὁρῶν». Είχε χαρίσματα προφητείας και προόρασης, αλλά πάντα με τρόπο κεκαλυμμένο. Δεν ενθυμούμαι κάποιο απ’ όσα μου είπε, στην πορεία να βγήκε αναληθές και να έμεινε ανεκπλήρωτο. Ήθελε τον πνευματικό να βλέπει πίσω από το βουνό –μπροστά βλέπουν όλοι– και να εργάζεται με προοπτικές για το μέλλον. Απέφευγε συστηματικά την κινδυνολογία για εκφοβισμό τάχατες του ξεστρατισμένου ανθρώπου. Ήτανε πάντα σοβαρός· δεν έπαιζε με την σωτηρία του άλλου.
Τις εσωτερικές τυράγνιες του Γέροντα για την εποχή του μπορούμε να τις συνοψίσουμε σε δύο: Έβλεπε την Εκκλησία συνεχώς να επηρεάζεται από την Δύση και την ακαδημαϊκή θεολογία. Έτσι, έχανε το υπερφυσικό στοιχείο και πήγαινε να καταντήσει κοινωνικός θεσμός στον κόσμο και επιστήμη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία πάντοτε κόχλαζε η λατρεία, η ψαλμωδία, η θεία Λειτουργία –το λιβάνι, το καντήλι και το κερί ήταν στα σπίτια όλων των ανθρώπων, πλούσιων και φτωχών– κινδύνεψε να φορέσει επενδύτη προτεσταντικό. Πού ν’ ακούσουν οι άνθρωποι των χριστιανικών Κινήσεων για μετάνοιες, για νηστείες αυστηρές και αναγνώσεις από τους Συναξαριστές και για την ασκητική παράδοση και ζωή. Αυτό για τον άγιο Γέροντα Αμφιλόχιο ήτανε το κρίμα του εικοστού αιώνα. Ο «κοινωνικός χριστιανισμός» τού έτρωγε τα σωθικά του.
Ο ιερεύς ήτανε «παππούλης» και η μοναχή «καλογρίτσα», ενώ της χριστιανικής Κινήσεως «πατέρες και διδάσκαλοι» και οι γυναίκες «δεσποινίδες». Πνευματικός άνθρωπος θεωρείτο ο μορφωμένος και όχι ο προσευχόμενος. Το κήρυγμα με θαύματα αγίων ήτανε παρωχημένων εποχών καλογερικό φιάσκο. Ο παπάς λειτουργεί με το ρολόι στην αγία Τράπεζα, μη τυχόν η απόλυση λάβει χώρα μετά την ορισμένη ώρα. Το αντίδωρο το δίνει το παγκάρι και όχι η δεξιά χείρα του παπά. Το αγιασμένο στασίδι στην Ορθόδοξη Εκκλησία αντικαταστάθηκε με το κάθισμα. Ο πρώτος του εκκλησιάσματος έδινε το σύνθημα πότε θα πρέπει να είναι όρθιοι και πότε καθήμενοι. Χάθηκε ο αυθορμητισμός στην Λειτουργία και η ρέουσα ευλάβεια, η καρδιακή συνάντηση του πιστού με τον Θεό, και γίνονται όλα με τον νου. Ο νους πια λέει πότε ιστάμεθα και πότε καθήμεθα στην εκκλησία. Και, το φοβερότερο απ’ όλα, υπάρχουν ιερείς που σφογγίζουν την λαβίδα, για να μη μεταφερθούν μικρόβια στο στόμα(!), το οποίο στην σημερινή εποχή, δυστυχώς, είναι το πιο μαγαρισμένο μέλος του σώματος του ανθρώπου (από τα πάθη της κατάκρισης, της καταλαλιάς, της υποκρισίας, του ψεύδους, της εξουθένωσης, της επίπληξης, της λοιδορίας, της σκληρότητας, της απόρριψης, της επιορκίας, του δόλου και της συκοφαντίας κ.α.). Το παραδοσιακό κόλλυβο αντικαταστάθηκε στα κοιμητήρια με εδέσματα και σοκολατάκια. Οι κωδωνοκρουσίες ο κόσμος απαιτεί να περιοριστούνε, για να μην ενοχλείται ο εργαζόμενος στον ύπνο του. Οι βαπτίσεις γίνονται σε ελάχιστο νερό, για να μη κοπιάζει ο νεωκόρος στην μεταφορά της κολυμβήθρας. Στις κηδείες αφαιρέθηκαν οι «μακαρισμοί», να μη «σιτέψει» ο πεθαμένος. Τα καντήλια ανάβουν με ηλεκτρικό, για να μη χρίσουμε την εκκλησία με λάδια. Ο πολυέλεος έχασε το ταπεινό φως του κεριού και του λαδιού και κάνει φωταψία σαλονιού. Της νοικοκυράς τα χέρια δεν αγιάζονται πια, ζυμώνοντας πρόσφορο, αρτοκλασίες, κόλλυβα· όλα αυτά τα έχει πλούσια ο φούρνος και συμφέρει. «Γυναικούλα» αυτή που ζυμώνει πρόσφορα και πάει λάδι και κερί στην εκκλησία και «γιαγιά» αυτή που φτιάχνει κόλλυβα. Κι όλα αυτά, γιατί δυστυχώς στην ζωή της Εκκλησίας μπήκε η βολή, η ευκολία, πράγμα το οποίο φοβερά καταπολεμήθηκε από τους Κολλυβάδες Οσίους.
Ο μοναχισμός στην Ελλαδική Εκκλησία ήτανε τελείως παραγκωνισμένος. Μοναχοί γίνονταν οι αδικημένοι από την φύση. Οι κατατρεγμένοι πήγαιναν στα μοναστήρια, για να σωθούνε. Καθόλου δεν υπήρχε η θεωρία του θείου έρωτα και του Χριστού, ως Νυμφίου των ψυχών, αλλά μόνον το καταφύγιο των παλιανθρώπων, των φθοροποιών και ψυχοπαθών και αποτυχημένων της ζωής. Οι καλοί άνθρωποι έπρεπε να γίνουν κοινωνικοί εργάτες του Ευαγγελίου και οι γυναίκες κατηχήτριες και νοσηλεύτριες, όχι μοναχές.
Όταν μετά την στελέχωση του Ορφανοτροφείου της Ρόδου, σμικρύνθηκε η αδελφότητα του μοναστηριού και ο Γέροντας Αμφιλόχιος προσέφυγε σε Γεροντάδες της χριστιανικής Κινήσεως, ζητώντάς τους, αν έχουν ψυχές που θέλουν να αφιερωθούν στον μοναχισμό, να τους προτείνουν την Μονή του Ευαγγελισμού στην Πάτμο, η απάντηση του (Μικρασιάτη κληρικού και πρόεδρου όλων των χριστιανικών Κινήσεων εκείνης της εποχής, του) π.Αγγέλου Νησιώτη (1890–1970), ήταν ότι, «οι καλογριές είναι για να υφαίνουν κουρελούδες και βελέντζες»! Τα λόγια αυτά έμειναν στην καρδιά του Γέροντα Αμφιλόχιου πυρωμένο καρφί μέχρι τα έσχατά του, γιατί θεωρούσε τις μοναχές Νύμφες Χριστού. Γι’ αυτό και δεν δεχόταν την τυπική διάταξη η μοναχή να φοράει τα ενδύματα «της χήρας», αλλά να έχει ειδική στολή, πράγμα που εφάρμοσε στις μοναχές του, παρά τους χαρακτηρισμούς πολλών Πατμίων Πατέρων ότι, «η στολή με την οποία ενέδυσε τις μοναχές του, ο Αμφιλόχιος, είναι φράγκικη»!
Κανένα βιβλίο «μοναχικό» δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορεί. Θυμάμαι πως μετέπειτα επίσκοπος, που θεωρούνταν συντηρητικός, δώρισε στην γιορτή πνευματικού μου αδελφού στην δεκαετία του ’60 τον «Δεκάλογο» του Tihamér Tóth (1889–1939)! Και ο μητροπολίτης Παροναξίας Αμβρόσιος (Αντωνόπουλος· 1882–1959), θωρώντας με να διαβάζω «Ευεργετινό» στην δεκαετία του ’50, επιτιμητικά μου είπε: «Όσοι εντρυφούν σ’ αυτά τα βιβλία, τρελαίνονται(!)», αν και ο ίδιος (ο μητροπολίτης) προερχόταν από την Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων της Σπάρτης. Ο αγώνας των επισκόπων ήταν και είναι να βγάλουν τους μοναχούς από τα μοναστήρια, για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Δυστυχώς ο μοναχισμός ήταν τελείως ανίσχυρος να δώσει στον κόσμο το υπερφυσικό στοιχείο της Εκκλησίας και να τον πείσει ότι, χωρίς αυτό, η Εκκλησία είναι ένα απλό σωματείο, που βοηθάει και αυτό τον κόσμο όπως όλα τα άλλα. Έλεγαν: «Βοηθά και η Εκκλησία σε κάτι!».
Αυτός ο παραγκωνισμός του υπερφυσικού στοιχείου από την ζωή της Εκκλησίας ώθησε τον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως και ακολούθως τους δύο μαθητές του, τον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο της Πάρου και τον Γέροντα Αμφιλόχιο της Πάτμου, στην αναζωπύρωση του μοναχισμού στην Εκκλησία. Στην καρδιά του Γέροντος Αμφιλοχίου η ιδέα του μοναχισμού έγινε φωτιά καιομένη, η οποία, για να πραγματοποιηθεί και να εξαπλωθεί την εποχή εκείνη, είχε πολλές δυσκολίες, όχι από τους απλούς χριστιανούς, αλλά από την διοικούσα Εκκλησία και τους εργάτες της χριστιανικής Κινήσεως. Έλεγαν και ξανάλεγαν: «Ο μοναχισμός ήτανε αναγκαίος, και μάλιστα τα χρόνια της σκλαβιάς, γιατί διεσφάλιζε τις περιουσίες των υποδούλων, αφού ο κρατών εσέβετο τα βακούφικα. Τώρα είναι ξεπερασμένος θεσμός· δεν έχει τίποτα να προσφέρει στον κόσμο».
Ο Γέροντας όλους τους παρακινούσε στην προσευχή, στην αγαθοεργία και στο να λέγουν «λόγον ἀγαθὸν» στον πλησίον με παρρησία, αλλά και με διάκριση. Είχε την ικανότητα να διαισθάνεται την ικανότητα που έχει ο άλλος και να τον ενεργοποιεί, άλλον στην μελέτη, άλλον στο κήρυγμα, άλλον στην άσκηση. Εκείνος, ωστόσο, έμενε στην κλήση του: μοναχός, ιερομόναχος. Θα μπορούσα να πω ότι ο Γέροντας ήταν μια γεννήτρια, που έδινε κίνηση σε όλους εμάς. Όταν ορισμένοι, και μάλιστα υψηλά ιστάμενοι, θέλουν να τον παρουσιάσουν μόνον κοινωνικό εργάτη, μού θυμίζουν την προσπάθεια καθηγητή μας, ο οποίος, για να υπερασπίσει τον μοναχισμό, έγραψε βιβλίο με τίτλο: «Οι μοναχοί ως κοινωνικοί διδάσκαλοι και εργάτες» (Αθήναι 1950· του Αρχιμ. Σπυρίδωνος Λογοθέτη) και χρησιμοποίησε κάποια παραδείγματα, για να δείξει την προσφορά των μοναχών· ότι δεν είναι εντελώς άχρηστοι, κάτι προσφέρουν και αυτοί στην κοινωνία, περιθάλπουν και κάποιους αναξιοπαθούντες. Το κάνει και αυτό ο μοναχός μ’ όλη του την καρδιά, αλλά δεν είναι αυτό το έργο του.
Ο λαϊκός δεν πλησιάζει τον μοναχό, για να δει αν διακονεί τον ανήμπορο, αλλά αν πέτυχε την μέθεξη με τον Θεό, ώστε να προσπαθήσει και αυτός κάτι να κάνει για την δική του σωτηρία. Το μοναχό τον θέλει ο κόσμος φως στο σκοτάδι που περπατεί, ανάπαυση, λιμάνι εύδιο, ψυχικό αναρρωτήριο και όχι φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Έλεγε ο Γέροντας:
«Τα ιδρύματα δεν μας καταξιώνουν μπροστά στον Θεό· μόνον καλύπτουν την πνευματική μας γύμνια μπροστά στους ανθρώπους. Η προσευχή και η άσκηση κάνουν τον μοναχό αστέρι, αυγερινό, που φωτίζει τον άνθρωπο στο πνευματικό σκοτάδι που ψηλαφά κάθε μέρα».
Ο Γέροντας Αμφιλόχιος ήθελε παντού να στηθούν μοναστήρια· να έχουν όμως μεταξύ τους πνευματική κοινωνία. Γι’ αυτήν την κοινωνία των μοναχών μεταξύ τους αγωνίσθηκε πάρα πολύ. Δεν του άρεσαν καθόλου οι κλειστές κοινωνίες. Του θύμιζαν αυτές οι κοινωνίες τον «σωματειακό» χριστιανισμό. Έλεγε: «Η κοινωνία μεταξύ των μοναχών, πολλές προσόδους έχει να χαρίσει στην Εκκλησία και θα διδάξει την κοινωνία να είναι όντως κοινωνία». Πολύ ενοχλούνταν από την φράση «είναι δικός μας». Έλεγε πάνω σε αυτό ο άγιος Γέροντας: «Και ο άλλος τι είναι; Και η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη τι διδάσκει;».
Δυστυχώς, αυτό το πνεύμα υπάρχει και στο Άγιον Όρος: «Είναι δικός μας..., είναι της δικής μας οικογένειας..., κοινωνούμε μαζί του..., και αν δεν είναι, ερμητικά του κλείνουμε την πόρτα!». Είναι, δυστυχώς, ένα πνεύμα που το ανέπτυξε ο Ιωσήφ ο λεγόμενος Ησυχαστής (1898–1959). Όπως μου είπανε μοναχοί που συνάντησα την δεκαετία του ’60 στο Άγιον Όρος, όταν συναντούσες μοναχό του, στην ερώτηση «Πού πηγαίνεις;» απαντούσε: «Στην υπακοή». Ενώ άλλοι πατέρες που δεν είχανε μεγάλη «φίρμα», με απλότητα διηγούνταν πού πάνε και τι θα κάνουν.
[Μία αναγκαία διευκρίνιση και μία, θέλουμε να πιστεύουμε, καλοπροαίρετη από μέρους μας παρέμβαση στο κείμενο της παραπάνω παραγράφου, το οποίο, παρά την αναντίρρητη και μεγάλη αλήθεια του, μπορεί να εκληφθεί μονομερώς σαν μομφή για το πρόσωπο του Ησυχαστού Ιωσήφ:
Είναι αλήθεια ότι, τόσο ο ίδιος ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, όσο και οι υπόλοιποι μοναχοί της συνοδείας του και οι διάσπαρτοι μαθητές του σ’ έναν άλλον ευρύτερο κύκλο ακολούθων, αγαπούσαν και καλλιεργούσαν στο έπακρο τη σιωπή.
Ποιά σιωπή, όμως; Τη σιωπή, όχι της ψυχρότητας, της απαξίωσης, της αποδοκιμασίας, της απομάκρυνσης που φέρνει σταδιακά τη φρικτή ακοινωνησία με τους υπόλοιπους αδελφούς, αλλά τη σιωπή που θρέφει την προσευχή και αυξάνει τη φιλόθεη ακατακρισία προς αυτούς, για μία αληθινή και ουσιαστική κοινωνία προσώπων «ἐν τῷ Χριστῷ». Έχει τεράστια και αγεφύρωτη διαφορά το ένα με το άλλο, νομίζουμε: άλλο η νευροψυχότροπη απομόνωση, η αλαζονική αφάνεια που είναι γεμάτη αισθήματα απέχθειας και αποστροφής προς τους αδελφούς, η βλοσυρή φυγοκοσμία που είναι καρπός πλάνης, παράνοιας και ιδιοτροπίας, και άλλο εκείνη η ασκητική και ειρηνική, η σύννους και εχέφρονα αποφυγή αργολογιών, η ευγενική και φιλάδελφη σιωπή που αναιρεί το πάθος της κατάκρισης. Η κατάκριση: αυτή, η αθεώρητη ή ανεξέταστη, αγνοημένη ή ανομολόγητη, η εντελώς «άλλη» μορφή ενεργού μίσους μέσα μας! Και η ακατακρισία, αν μη τι άλλο, λέγεται, σημαίνει και είναι, στην ουσία και την πράξη της, αγάπη και μόνο αγάπη· μάλιστα δε, νοείται ως η πλέον αυθεντική και χαριτόβρυτη έκφραση της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Διότι είναι εντελώς αδύνατο να συνυπάρξει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου η αγάπη μαζί με την κατάκριση. Όπως και είναι παράταιρο για όποια ψυχή επιθυμεί ειλικρινά τη ζωή της προσευχής, να μην αγωνίζεται ταυτόχρονα να απέχει από την αμαυρότητα αυτού του πάθους.
Ζούσαν λοιπόν όλοι αυτοί οι Πατέρες μέσα στην Αθωνική έρημο με τις λιγότερες συντυχίες που θα μπορούσαν να έχουν ως γνήσιοι ασκητές του Πνεύματος και με τα λιγότερα λόγια που, ούτως ή άλλως, αυτές οι συντυχίες και αυτές οι συναντήσεις επιφέρουν κάθε φορά, άλλες φορές απλά και ανθρώπινα, άλλες φορές –τις περισσότερες, δυστυχώς!– εύπτωτα και αμαρτητικά. Αυτή η «ασυντυχίαστη» και αθόρυβη στάση ζωής, εκτός από του ότι ήταν όντως εντελώς απαράδεκτη, ακατανόητη και ασυνήθιστη για τους πολλούς μοναχούς της εποχής, ήταν και άκρως παρεξηγήσιμη ή δυσερμήνευτη, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται, ξεπερνούσε κατά πολύ τα συνήθη πνευματικά μέτρα και όρια των δυνατοτήτων των μοναχών που ανήκαν στην ευρύτερη μοναστική πλειονότητα. Και ό,τι ξεπερνάει εμάς και την αντίληψή μας, ως συνήθως, το μεταπράττουμε προσωπικά σε έντονη έκφραση φθόνου και αντιζηλίας.
Γι’ αυτό και ένας από τους μεγαλύτερους «πλανεμένους» εκείνης της εποχής θεωρούνταν ότι ήταν πρωτίστως αυτός ο ίδιος ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Δεν θα μπορούσε άλλωστε η επιλογή μιας ζωής που είναι γεμάτη αέναη προσευχή, άκρα ησυχία και αδιάπτωτη νήψη, να διαφύγει αυτού του πραγματικά δυσάρεστου και βαρέος τιμήματος. Η στείρα καὶ λοιδορική λογική των πολλών, πολλές φορές, πληγώνει, τραυματίζει, αδικεί και κατατρύχει την σπάνια πνευματική ωραιότητα της εμβάθειας των εκλεκτών της Χάριτος. Ας θυμηθούμε επίσης, ότι την ίδια διαγωγή προσευχής, αφάνειας, σιωπής και αλαλίας, σε βαθμό παρόμοιας παρεξήγησης, τηρούσε, φέρ’ ειπείν, και ο Άγιος Πορφύριος (1906–1991), όταν ήταν αυτός νεαρός υποτακτικός, κατά την πάγια επιθυμία των Γεροντάδων του. Μαζί με αυτόν συγκαταλέγονται και άλλοι γνωστοί ή άγνωστοι ησυχαστές, οι οποίοι, δεν έστεργαν εύκολα να παρεκκλίνουν από τις νηπτικές αρχές της φίλης τους ησυχίας.
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι πολύ «εύλογο» αυτή η στιχομυθία του σύντομου διαλόγου («πού πας;–στην υπακοή!») που αναφέρει το κείμενο, να γίνεται ατυχώς αφορμή σκανδάλου, απορίας, ψιθυρισμών και κραυγής για τους πολλούς, απλούς και ανίδεους μοναχούς της τότε πολυτάραχης εποχής στον Άθωνα· της οποίας, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά, ήταν και η γενικευμένη απαιδευσία και αγνωσία για κρίσιμα πνευματικά ζητήματα ιερονηπτικού βάθους και μυστικών βιωμάτων.]
Η άλλη μεγάλη βάσανος αυτού του «φτωχού καλόγηρου» ήταν η προσφυγιά, ο κατατρεγμός του κόσμου και η δυστυχία. Έλεγε: «Άκουσα πως πολλά παιδιά δεν έχουν γονείς, δεν έχουν στέγη, και σκέπτομαι να υπάγω να τα φέρω στο νησί να τα προστατεύσουμε».
Ο ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης (1881–1965· όταν μετά το πέρας της ζοφερής Ιταλοκρατίας ανέλαβε την πολιτική διοίκηση των Δωδεκανήσων) κάλεσε τον μεγάλο Γέροντα να αναλάβει τα ορφανά της Ρόδου. Και, παρά το μικρό του ποίμνιο, απέσπασε κλιμάκιο για την Ρόδο. Τα ορφανά τα είχαν καλόγριες καθολικές. Γι’ αυτό, το πρώτο πράγμα που φρόντισε η ελληνική κυβέρνηση ήταν να αντικατασταθούν με Ελληνίδες μοναχές ορθόδοξες. Οι καλόγριες, όμως, των Φράγκων είχαν φανατίσει τα παιδιά εναντίον των ορθοδόξων μοναχών, ότι είναι άπλυτες, αμόρφωτες, ρακένδυτες, σκληρές, καθυστερημένες και αγράμματες. Γι’ αυτό, ο σοφός Γέροντας Αμφιλόχιος συνέστησε στις μοναχές του να ενδυθούν καλά φορέματα, να είναι καθαρές και να φέρονται σαν μαννάδες στα παιδιά. Ο ίδιος επισκεπτόταν τακτικά το ίδρυμα και καθόταν με τα παιδιά σαν πατέρας φιλόστοργος. Έτσι, παρά τις κακές συστάσεις και τις αρχικές αντιδράσεις των παιδιών, πολύ γρήγορα αγαπήσανε τις ορθόδοξες μοναχές και τις δέχθηκαν ως τροφούς.
Όταν ο Αμφιλόχιος Μακρής έβαζε βουλή να βοηθήσει, δεν υπολόγιζε ούτε το πού ούτε το πώς· τα άφηνε όλα στον Θεό. Αυτό τον έκανε να φανεί στον κόσμο «κοινωνικός εργάτης». Και, δυστυχώς, υπάρχουν και σήμερα επίσκοποι που έτσι τον αποκαλούν. Το έκανε και αυτό και, μάλιστα, μέχρι βαθειάς θυσίας, αλλά πάντα όντας εραστής και εργάτης της μονοτρόπου ζωής.
Φοβήθηκε ο Γέροντας την ενασχόληση των επισκόπων με την φιλανθρωπία.
«Η υπερβολή στα φιλανθρωπικά ιδρύματα “στεγνώνει” τον επίσκοπο πνευματικά κι ο επίσκοπος δουλεύει μέσα στην Εκκλησία σαν κουφάρι. Είναι και η φιλανθρωπία έργο της Εκκλησίας, αλλά περισσότερο απ’ όλα η πνευματική βοήθεια προς τους ανθρώπους. Την φιλανθρωπία μπορεί να την βρουν και αλλού, αλλά την σωτηρία μόνον στην Εκκλησία. Αλλοίμονο αν η Εκκλησία παρουσιάζεται στον κόσμο σαν φιλανθρωπικό ίδρυμα και όχι ως ταμείο της Χάριτος του Θεού».
Κάποτε τον επισκέφθηκε κάποιος επώνυμος Καλύμνιος και του εγκωμίασε την φιλανθρωπική δράση του δεσπότη.
Ο Γέροντας Αμφιλόχιος τον ρώτησε:
–Παρακάτω;
–Μη τα ρωτάτε! απάντησε αυτός.
Του είπε τότε ο τίμιος Γέρων ότι πίσω από τις φιλανθρωπίες αυτές κρύβεται μια κούφια πνευματική ζωή και η φιλανθρωπία καλύπτει πολλά άσχημα του επισκόπου.
Μαζί με αυτά τα θλιβερά, πρέπει να προσθέσουμε και τις εθνικές τραγωδίες. Κυριολεκτικά έχανε τον ύπνο του στην σκέψη της συρρικνώσεως της Ελλάδος.
Όταν εν τω μεταξύ, με την βοήθεια του Θεού, φθάσαμε στο γλυκοχάραμα της λευτεριάς και η Δωδεκάνησος ενσωματώθηκε στην μητέρα Ελλάδα, τον Γέροντα –όπως το προέβλεψε– τον κάλεσαν να αναλάβει με κλιμάκιο μοναζουσών το Ορφανοτροφείο της Ρόδου. Όταν επισκέφθηκε το Διοικητήριο της Ρόδου και είδε τον χρυσοποίκιλτο θρόνο του διοικητή Έλληνα και την γαλανόλευκη σημαία, άρχισε να κλαίει.
Του λέει ο ναύαρχος Ιωαννίδης:
–Τι έχεις, πάτερ Αμφιλόχιε, και κλαις και γελάς μαζί;
Και αυτός, απάντησε:
–Όταν ήρθα να υπογράψει την εξορία μου ο Ιταλός διοικητής, αν και είχε κάπως ημερέψει από τα σημεία που του έδειξε ο Θεός και από την παρουσία μου, εν τούτοις θυμωμένος μου είπε: «Δεν βλέπω στο πρόσωπό σου όλα αυτά που σε κατηγορούν, αλλά, κατάλαβέ το καλά, ότι ο ουρανός και η γη θα ενωθούν, αλλά Έλληνας διοικητής δεν πρόκειται να καθίσει σ’ αυτόν τον θρόνο και σημαία Ελληνική δεν θα κυματίσει». Και εγώ του απάντησα: «Αν το θέλει ο Θεός, ας γίνει έτσι». Σήμερα, λοιπόν, που βλέπω και σημαία Ελληνική και Έλληνα άρχοντα στον θρόνο αυτόν, πώς να μη κλαίω και χαίρομαι περίσσια για τα μεγαλεία που επιτελεί ο Θεός στο Γένος μας.
Ο Γέροντας ήταν από τους μεγάλους Έλληνες και αγαπούσε την Ελλάδα ως ένα από τα πιο μεγάλα δώρα που του χάρισε ο Θεός.
Σε κάθε μεγάλη γιορτή με ρωτούσε πρωί–πρωί:
–Βάλανε, παιδί μου, παντιέρα;...
Κάποτε, στεκότανε κάτω από την σημαία, που κυμάτιζε στο κάστρο (της Μονής) του Ευαγγελισμού, και με θαυμασμό και συγκίνηση την απολάμβανε.
Πειρακτικά, του είπα:
–Γέροντα, είστε σωβινιστής!
Και μου απάντησε:
–Έχεις δίκιο, παιδί μου! Γιατί σκλάβος δεν έκαμες και του σκλάβου την καρδιά δεν την γνωρίζεις!
Πίστευε πως η Ελλάδα μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο στον καινούργιο κόσμο. Η πανοπλία της Ελλάδος είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία μόνη μπορεί να δώσει ζωή στην πεθαμένη Ευρώπη και στην ταλαιπωρημένη Μικρά Ασία, και όχι ο καλπάζων τεχνικός πολιτισμός.
Ο (εξαιτίας των άσχημων και εμπόλεμων πολιτικών καταστάσεων) «σκλάβος», (αλλά εσωτερικά πανελεύθερος και αδέσμευτος ιερός άνθρωπος της Χάριτος, ο Γέρων της Δωδεκανήσου, ο όσιος του Θεού πατήρ Αμφιλόχιος Μακρής), άναψε την φωτιά του μοναχισμού και της εθνικής συνειδήσεως. Πόσο αναμμένη είναι σήμερα, ας το ψάξουμε και ο καθένας από την σκοπιά του ας καταθέσει την μαρτυρία του…
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ (ΠΡΩΗΝ «ΚΟΥΒΑΡΙΤΗΣ»)
※
[Γρηγορίου Μοναχού Κουβαρίτου: «Πνευματική Συμπόρευσις (Όσιος Αμφιλόχιος – Όσιος Φιλόθεος)», μέρος α΄, σελ. 50–52, 74, 91–94 και 96–99, έκδοσις Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος, Νοέμβριος 20141.
Όλες οι όμορφες ιχνογραφίες και τα θεσπέσια πορτραίτα των μορφών, προέρχονται από τις σελίδες του πραγματικά καλαίσθητου βιβλίου–τόμου που προαναφέρθηκε. Οι αγκύλες και οι παρενθέσεις στο κείμενο, δικές μας.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου