Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Γιατί οι άνθρωποι αποστρέφονται τον Χριστό

Ιερομόναχος Ιουστίνος
Γιατί οι άνθρωποι οδηγούνται στην άρνηση του Χριστού; Γιατί δεν ακολουθούν όλοι τον Σωτήρα, αλλά πολλά άτομα ή λαοί Τον έχουν απωθήσει;
Παντοειδείς οι αιτίες. Απαριθμούμε:
α) Η άγνοια και η έλλειψη μιας φωτισμένης πίστεως. Όποιος είναι άμοιρος θεωρητικά κάποιας γνώσεως των τελειοτήτων του Θεού και του πλούτου της Θεολογίας, κυρίως δε είναι άμοιρος βιώματος του κάλλους του Χριστού, που ξετρελλαίνει, πώς θα Τον εγκολπωθεί;

β) Οι προκαταλήψεις εμποδίζουν επίσης το πλησίασμα του Λυτρωτή. Μπορεί να οφείλονται σε ευρύ φάσμα παθητικών συναρτήσεων, από το τι δηλαδή έγραψε κατά της πίστεως ένας δημοσιογραφίσκος που αυτοθεωρείται παντογνώστης και αυθεντία, έως το πόσο άπρεπα συμπεριφέρθηκε ένας ανώτερος τάχα άνθρωπος του Ιησού – κακέκτυπό Του.

γ) Το χαμηλό διανοητικό επίπεδο, οι παράξενες νοοτροπίες και οι ταραγμένες ιδιοσυγκρασίες των ποικίλων ατόμων, υψώνονται σαν φράχτες που κλείνουν τον δρόμο στον Ιησού.

δ) Ο χειρότερος όμως ανασχετικός παράγοντας είναι τα πάθη, ψυχικά και σωματικά. Για να υποδεχθείς τον Χριστό στον οίκο της καρδιάς σου, πρέπει πρώτα να τον καθαρίσεις από την κόπρο τη Αυγεία. Μα για να ξεριζώσεις τα πάθη και να φυτέψεις τις αρετές χρειάζεται αποφασιστικότητα, ιδρώτας και θυσία.

Λοιπόν, εκείνο το «απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού» (Ματθ. 16.24) πέφτει πολύ βαρύ στον οκνηρό.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης θεολογεί: «Ην το φως το αληθινόν [ο Χριστός], ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (1.9-11).

Γιατί αυτή η ανεξήγητη στάση; Απαντάει ο ίδιος ιερός συγγραφέας: «Το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως· ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα. πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού» (3.19-20). Όσο ο κακοποιός αποστρέφεται το φως, τόσο ο αμετανόητος αμαρτωλός αποστρέφεται τον Χριστό, στρέφει τις πλάτες και κλίνει τα μάτια στον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό (πρβλ. Δοξαστικό αποστίχων Κυριακής Τυφλού).

Ηλίου φαεινότερο το ότι το παν, το κλειδί, έγκειται στο «Εάν τις θέλη το θέλημα αυτού [του Θεού] ποιείν» (Ιω. 7.17)· αυτός θα παραδεχθεί τον Χριστό. Καίρια ρυθμιστική σημασία στην υποδοχή ή στον εξοστρακισμό του Διδασκάλου των επιπόνων αρετών έχουν η επιμέλεια ή η ραθυμία. Ο Ιησούς ζητάει κατεργασία του χαρακτήρα, σμίλευση κοπιαστική της λίθινης καρδιάς μας, όπως τη χαρακτηρίζει στον Ιεζεκιήλ (11.19), ζητάει δουλειά, αφού και ο Πατήρ Του έως τώρα εργάζεται και ο Ίδιος εργάζεται επίσης (Ιω. 5.17).

Μα μπροστά στον ιδρώτα ο οκνηρός «κλωτσάει». Ο μόχθος των αρετών τον απωθεί, γι’ αυτό εκείνος απωθεί τον Θεό.

Στην παραβολή του σπορέα ένα μέρος του σπόρου «έπεσεν επί την πέτραν, και φυέν εξηράνθη δια το μη έχειν ικμάδα· και έτερον έπεσεν εν μέσω των ακανθών, και συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτό» (Λουκ. 8).

Τι άνοια, τι ντροπή! Ο σπορέας των αγαθών παρών, πλην οι ελαφρόψυχοι απομακρύνονται, είτε εξ αιτίας δοκιμασιών και οδυνών, είτε εξ αιτίας ευμαρείας και ηδονών. Και τα δυό έχουν υπόβαθρο τη φυγοπονία και τη φιλαυτία, τον εγωϊσμό.

Ας ανατρέξουμε πιό μπροστά, πολύ πιό μπροστά, στην αρχή του κόσμου και στην αρχή της αμαρτίας: Οι πρωτόπλαστοι κρύφθηκαν μόλις μετά την πτώση τους άκουσαν το δειλινό τα βήματα του Δημιουργού να πλησιάζουν – νόμισαν απλώς ότι κρύφθηκαν από την πανταχού παρουσία Του. Δεν τους άρεσε η συναναστροφή Του εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων. Δηλαδή Τον αποφεύγουν όχι γιατί θ’ αμαρτήσουν, αλλά γιατί έχουν αμαρτήσει.

Ο Πανάγαθος τους ανοίγει διάλογο για να τους δώσει ευκαιρία να ζητήσουν συγχώρηση. Ωστόσο ο εγωϊσμός τούς οδηγεί σε δεύτερη στραβοτιμονιά και πτώση σε γκρεμό. Δεν λένε το «ήμαρτον», αλλά τί; «Δεν φταίω εγώ, αντιλέγει ο Αδάμ με ιταμότητα. Φταίει η γυναίκα, που μου έδωσες [να είναι] μαζί μου. Συ μου την έδωσες»! «Δεν φταίω εγώ, επαναλαμβάνει και η Εύα. Φταίει ο όφις». Ο δε όφις ήταν δημιούργημά Του!

Έτσι γίνεται το τρομακτικό, μοναδικό πανανθρώπινα δυστύχημα, η κατακρήμνιση από την εδεμική μακαριότητα. Κρύφθηκαν γιατί τους δυσαρεστούσε πια η θεϊκή συντροφιά; Δεν ήθελαν να είναι συνόμιλοι του Πλάστη; Εξορίσθηκαν επομένως μακρυά από τον Πλάστη και τον Παράδεισό Του, στη χώρα των αγκαθιών και των τριβόλων και του ιδρώτα του προσώπου και της λύπης και του στεναγμού και του επώδυνου τοκετού (Γεν. 3.6-24).

Δεν υπάρχουν νομοτέλειες μόνο στη φύση, αλλά και στην πνευματική σφαίρα. Ένας τέτοιος νόμος, που δεν αδρανεί ουδέποτε, λέει ότι «αυτοί που απομακρύνουν τους εαυτούς των από Σένα [Θεέ μου] θ’ απολεσθούν» (Ψαλμ. 72.27). Χάνονται όσοι είναι μακρυά από τον Θεό, γιατί Τον έδιωξαν είτε γιατί οι ίδιοι έφυγαν – το ίδιο είναι.
Σε ορισμένες περιστάσεις και μεις οι πιστοί θέλουμε τον Ιησού κοντά μας στην ιδιωτική μας ζωή μόνο, μακρυά από τα βλέμματα του κόσμου που «όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιω. 5.19), γιατί φοβόμαστε, υπολογίζουμε τα σχόλια.

Βρίσκουμε δε και ελαφρυντικά: Το θέλημα του Θεού δεν είναι πρόσφορο για τη δική μας εποχή, ήταν για αλλοτινούς καιρούς. Τότε μάλιστα! Αλλά τώρα; Νηστεία, πολυτεκνία, ακεραιότης και τιμιότης και όμοια πολλά δεν ευδοκιμούν στα χρόνια μας. «Θεέ μας, περιορίσου, Σε παρακαλούμε, στην ατομική μας ζωή μόνο, μυστικά, όχι δημόσια. Δεν είναι ανάγκη να μας παίρνουν είδηση ότι νηστεύουμε ή ότι εκκλησιαζόμαστε».

Συμβαίνει να εκτοπίζει κανείς τον Χριστό επίσης επιλεκτικά, από άλλη οπτική γωνία. Δεν Τον θέλει σε ορισμένους τομείς, δεν θέλει να Τον βλέπει σε ορισμένα οπτικά πεδία. Λ.χ. κάποιος περιφρονεί τον θείο νόμο μόνο στο επάγγελμά του, ενώ άλλος τον καταστρατηγεί στην οικογενειακή του ζωή. Ίσως μάλιστα σκέφτονται «Δε βαρυέσαι; Ένα πράμα είναι τούτο. Στα πολλά είμαι εν τάξει, φιλοφρονητικός, καλωσυνάτος απέναντι στον Χριστό»!

Ξεχνούν όμως ότι όποιος φταίξει «εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος» (Ιακ. 2.10). Αν δε το να πέσεις μιά φορά είναι σοβαρή ενοχή, είναι πολύ πιο φοβερό όχι μόνο το ν’ αμαρτήσεις μιά φορά, αλλά το ν’ αποβάλεις τον Σωτήρα έστω και μια φορά.

Ξαποστέλλουμε τον Ιησού έστω και για λίγο; Του λέμε «Έλα μετά, τώρα θα κάνω ότι μου αρέσει· έλα αργότερα»; Ε, τότε μοιάζουμε με τον απερίσκεπτο άρρωστο που αψηφά το καλό του: «Τώρα θα φάω ό,τι θέλω, γιατρέ. Θα ζήσω όπως με ευχαριστεί, με τις συνήθειες και τα βίτσια μου. Δεν θα κόψω τα βλαβερά. Ας μείνει για άλλη φορά η δίαιτά σου και η αγωγή σου. Σε επόμενη επίσκεψη τα ξαναλέμε». Το μόνο που κάνει είναι κακό της κεφαλής του.

Για να μεταφέρουμε την εικόνα στα πνευματικά, όσοι είδαν «ότι θαυμαστά έκανε ο Κύριος [στον εαυτό τους]: Έσωσε αυτόν η δεξιά Αυτού και ο βραχίονας ο άγιος Αυτού» (Ψαλμ. 97.1) και όμως «λησμόνησαν τον Θεό που τους έσωζε, που έκανε μεγάλα [θαύματα]» (Ψαλμ. 105.21), είναι αναπολόγητοι.

Δεν μπορούν να Τον βάζουν στο περιθώριο, ας είναι και πρόσκαιρα, παροδικά. Αμαρτάνουν ασύγγνωστα, Τον ξανασταυρώνουν (πρβλ. Εβρ. 6.4-6), αφού σαν να Του λένε με τον τρόπο που Του φέρνονται, «Άδικα σταυρώθηκες. Δεν Σε ασπάζομαι. Φύγε, Σε παρακαλώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου