Μέγα Σάββατο πρωὶ
Ο Κύριος, ἀγαπητοί μου, σταυρώθηκε γιὰ μᾶς. Ἀλλ’ ἐμεῖς, ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ, μὲ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε καὶ προπαντὸς μὲ τὶς φρικτὲς βλασφημίες, τὸν ἀνασταυρώνουμε. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Πῶς ὁ Θεὸς ἀνέχεται τὴν ἀσέβειά μας; Δὲν ἀκούει ἆραγε;
Ἀκούει ἀσφαλῶς. Εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὰ αὐτιὰ καὶ ἔδωσε τὴν ἀκοή. Μικρὸ δημιούργημα εἶνε τὸ αὐτί; Γιά ρωτῆστε ἕνα γιατρό· κρύβει τόσα μυστήρια, μικροσκοπικὰ ὄργανα, μυστικοὺς ἀσυρμάτους καὶ λαβυρίνθους.
Τὸ αὐτὶ διδάσκει, ὅτι ὑπάρχει κάποιος μηχανικὸς ποὺ τὸ ἐφύτευσε. Ἐνῷ ὅμως θὰ ἔπρεπε ν’ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ αὐτιά μας σήμερα κατήντησαν αὐτιὰ κτηνῶν, ζῴων, καὶ ἀκόμη χειρότερα. Διότι ἕνα σκυλὶ ἀκούει τὸν ἀφέντη του, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀκούει τὸν ἀφέντη του. Μιὰ προφητεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέει, ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ’ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς ἀληθείας, καὶ θὰ τ’ ἀνοίξουν γιὰ ν’ ἀκοῦνε παραμύθια (βλ. Β΄ Τιμ. 4,3-4). Τέτοια εἶνε ἡ ἐποχή μας.
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ μᾶς ἔδωσε τὰ αὐτιὰ δὲν ἔχει ἆραγε ἀκοή; «Ὁ πλάσας τὸ οὖς», λέει ὁ ψαλμῳδός, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ ἔπλασε τὸ αὐτί, «δὲν ἀκούει;» (Ψαλμ. 93,9). Ὁ Χριστὸς τ’ ἀκούει ὅλα. Ὅταν περιώδευα στὴ Μακεδονία, ἔφθασα στὰ παραμεθόρια. Μπῆκα στὴν ἐκκλησιὰ ἑνὸς χωριοῦ· βλέπω ἐκεῖ μιὰ εἰκόνα, ποὺ εἶχαν κολλήσει στὸ εἰκονοστάσι, καὶ μ’ ἔκανε ὥρα ὁλόκληρη νὰ τὴ φιλοσοφῶ. Εἰκόνιζε τρία πράγματα· ἕνα αὐτί, ἕνα μάτι, ἕνα χέρι. Κι ἀπὸ κάτω ἔγραφε· «Ὑπάρχει ἕνα αὐτὶ ποὺ τ’ ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, καὶ ὑπάρχει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα». Αὐτί, μάτι καὶ χέρι ὄχι τῆς μάνας ἢ τοῦ πατέρα ἢ τῆς ἀστυνομίας, ἀλλ’ Ἐκείνου ποὺ ἔδυσε ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ.
Τὸ αὐτὶ αὐτὸ τ᾽ ἀκούει ὅλα. Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἕνα θαυμάζω· τὴ μακροθυμία.
* * *
Ὤ ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου! Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτή, δὲν θὰ ἤμασταν τώρα στὴ ζωή. Θὰ εἴχαμε ἤδη κληθῆ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας σ’ αὐτὸν ποὺ κρατάει στὴ φούχτα του τὸ σύμπαν κ’ ἐξουσιάζει τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ὅπως ὁ στρατιώτης μπροστὰ στὸν ἀξιωματικὸ λέει «Διατάξτε!», ἔτσι, ἀδελφοί μου, ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, σὰν στρατιῶτες, στέκονται μπροστὰ στὸν ἐστεμμένο Βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸ Χριστό, καὶ περιμένουν διαταγές.
Μπορεῖ νὰ πῇ ὁ Χριστός· Ἥλιε, ἀρκετὰ φώτισες· τώρα σὲ διατάζω, ὄχι τρεῖς ὧρες ὅπως στὸ Γολγοθᾶ, ποὺ «ἀπὸ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45)· ὄχι ὅπως στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ποὺ «ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών» (Ἰησ. 10,12)· ἀλλὰ σὲ διατάζω, ἥλιε, νὰ κρύψῃς τὶς ἀκτῖνες σου δέκα ἡμέρες, νὰ μὴν παρουσιασθῇς στὸ στερέωμα!… Κ’ ἐλᾶτε τότε, σκουλήκια τῆς γῆς ποὺ βλαστημᾶτε τὸ Θεό, ν’ ἀντικαταστήσετε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Θὰ πέσουμε κάτω καὶ θὰ παρακαλοῦμε· Θεέ μου, ἀνάτειλε τὸν ἥλιο σου!… Καὶ ὅμως ὁ Κύριος μακροθυμεῖ.
Μπορεῖ ὁ Χριστός μας νὰ πῇ· Νερὰ σηκωθῆτε, ποτάμια ὑψῶστε τὴ στάθμη σας, φουσκῶστε!… Καὶ θὰ δῇς τότε τὴ θάλασσα, στὴ διαταγὴ τοῦ Χριστοῦ, ν’ ἀνεβαίνῃ, νὰ καλύπτῃ πόλεις, λόφους, βουνά, ἀκόμη καὶ τὸν Ὄλυμπο καὶ τὶς Ἄλπεις καὶ τὰ Ἱμαλάϊα, καὶ μέσα σ’ ἕνα κατακλυσμὸ νὰ μὴ μείνῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸ ἀχάριστο γένος. Καὶ ὅμως ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου ἀνέχεται. «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45).
Μπορεῖ καὶ κάτι ἄλλο νὰ κάνῃ. Ποιό; Νὰ καλέσῃ τὴ γῆ. Τί εἶνε, ἀδέρφια μου, ἡ γῆ, ἐπάνω στὴν ὁποία οἱ μικροὶ ἄνθρωποι διαπληκτίζονται; Ὅλη ἡ γῆ μὲ τὰ παλάτια, τοὺς οὐρανοξύστες καὶ τὰ πλούτη της εἶνε ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Γιὰ ἕνα κουκκὶ ἄμμου ὅλοι αὐτοὶ οἱ πόλεμοι; Ὤ ἀφροσύνη! Μπορεῖ λοιπὸν ὁ Χριστὸς νὰ πῇ· Γῆ, σὲ διατάζω νὰ σεισθῇς, ὄχι ἕνα δευτερόλεπτο ἀλλὰ συνεχῶς… Τὸ φαντάζεστε; Δὲν ἀντέχει τὸ μυαλὸ τὸν παρατεταμένο σεισμό, ὁ ἄνθρωπος τρελλαίνεται. Θὰ γίνῃ ὅμως κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι (16,18) ἕνας πολὺ μεγάλος σεισμός, καὶ τότε οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο· ὅσοι ζήσουν, θὰ εἶνε πλέον γιὰ τὸ τρελλοκομεῖο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, σείει τὴ γῆ μόνο γιὰ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα. Ἰδοὺ ἡ μακροθυμία του.
Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει, τὰ ποτάμια τρέχουν, τὰ πουλιὰ ψάλλουν, ἡ φύσις ὅλη ὑμνεῖ τὸ Θεό. Καὶ μέσα στὴν ἁρμονία αὐτὴ τοῦ παντὸς ἕνας εἶνε τὸ φάλτσο· ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑβρίζῃ τὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέχεται!
Ἀδελφοί μου, εἶμαι ἁμαρτωλὸς ὅπως κ’ ἐσεῖς. Ἀλλὰ δὲν θά ᾽θελα οἱ μέρες αὐτὲς νὰ περάσουν ἔτσι. Διαβάστε Παπαδιαμάντη. Ὅταν ἐρχόταν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα δὲν ἤθελε νὰ μένῃ στὴν Ἀθήνα. Ἤθελε νὰ πάῃ στὴ Σκιάθο τὸ νησί του, νὰ βρῇ τοὺς τσοπάνηδες στὶς καλύβες, νὰ πάῃ στὸ ἐξωκκλήσι, νὰ χτυπήσῃ τὴν καμπάνα, κ’ ἐκεῖ μέσα στὴν ἁγνὴ φύσι, κάτω ἀπ’ τ’ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, νὰ κρατάῃ τὴ λαμπάδα καὶ ν᾽ ἀκούσῃ «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ…» (τελ. Ἀναστ., ἀπόστ. ἑσπ. ἦχος πλ.β΄).
Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἂν μοῦ πῆτε ἀπ᾽ ὅλη τὴν ἀκολουθία ποιό μ᾽ ἀρέσει περισσότερο, ἐγὼ ―σὰν ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ φοβᾶμαι μὴν ἀνοίξουν ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ πέσῃ πῦρ στὰ κεφάλια μας― ἀπ᾽ ὅλα τὰ χρυσᾶ λόγια, τὰ διαμάντια, τὰ μαργαριτάρια, ποὺ δὲν ἔχει καμμιά ἄλλη θρησκεία στὸν κόσμο, ἐγὼ συγκινοῦμαι βαθύτατα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέμε στὸ τέλος ἑκάστου τῶν δώδεκα εὐαγγελίων· «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι»! Ἴλιγγος σὲ πιάνει ὅταν σκεφθῇς τί κάνουμε ἐμεῖς ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, καὶ πῶς μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός· ποὺ μόνο τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ὁ Ἐσταυρωμένος, γίναμε κάρβουνο. Ἐγὼ θαυμάζω τὴ μακροθυμία τοῦ Κυρίου.
«Παράτεινον τὸ ἔλεός σου…» (Ψάλμ. 35,11· Δοξολ.), λέμε. Καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μᾶς λέει· Σᾶς δίνω μιὰ τελευταία προθεσμία. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου, ἀλλ᾽ ἔχω μπροστά μου τοὺς προφήτας. Πιστεύω στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου. Καὶ φοβοῦμαι, ἀδέρφια μου, ὅτι φθάσαμε σὲ ἔσχατες ὧρες. 12 παρὰ 5 χτυπάει τὸ ρολόι τῆς ἀνθρωπότητος. Μικρὸ περιθώριο ἔχουμε. Προθεσμία μᾶς δίδει ὁ Κύριος νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά του ἐν μετανοίᾳ. Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ μακροθυμία του ἐπιτρέπει νὰ ἑορτάσουμε· εὐεργεσία αὐτή!
* * *
Ἐπιτρέψτε μου, γιὰ τὸν ἑαυτό μου πρῶτα καὶ μετὰ γιὰ σᾶς, νὰ πῶ μία σκέψι, λυπηρὰ σκέψι· δὲν θέλω νὰ σᾶς ταράξω, ἀλλὰ εἶνε ἀλήθεια. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ἑορτάζουμε γιὰ τελευταία φορά; μήπως αὐτὸ εἶνε τὸ τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς μας; Δὲν τὸ γνωρίζουμε, ἀδέρφια μου. Μπορεῖ ὁ ἀσπρομάλλης γέροντας νὰ ἔχῃ ἀκόμη ζωὴ 10 χρόνια, καὶ μπορεῖ ἡ κοπέλλα τῶν 20 καὶ ὁ νέος τῶν 25 ἐτῶν, πάνω στὸ ἄνθος τους, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου νὰ τοὺς πάρῃ στὸν οὐράνιο κόσμο. Κ’ ἐγὼ ποὺ μιλῶ δὲν γνωρίζω, ἂν μὲ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τοῦ χρόνου τέτοια μέρα ν’ ἀνεβῶ στὸν ἄμβωνα καὶ νὰ κηρύξω. Κ’ ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε ἂν θὰ ζῆτε. Ἂς τὸ σκεφθοῦμε σοβαρά. Ἂς τακτοποιήσουμε τὰ διαβατήριά μας καὶ τὰ εἰσιτήριά μας γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, ποὺ θὰ μᾶς φέρῃ πλησίον τοῦ γλυκυτάτου μας Ἰησοῦ.
Κάτι ἀκόμη. Σεῖς ποὺ ζῆτε ἕνα σκληρὸ καὶ συχνὰ μαρτυρικὸ βίο, σεῖς ποὺ παλεύετε μὲ δυσκολίες, μὲ πάθη, μὲ ἀδικίες ―ἡ ζωὴ κάθε τιμίου Ἕλληνος εἶνε ἕνα μαρτύριο, οἱ ἄτιμοι μόνο καλοπερνοῦν―, μέσα στὴ φαυλοκρατία ποὺ ζοῦμε, μιὰ εὐχὴ σᾶς λέγω· ψηλὰ τὰ λάβαρα! Ἂν ὅλοι μας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἀγωνισθοῦμε, ἂν ἀγαπήσουμε Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον, ποὺ εἶνε ὁ βασιλεύς μας, ἡ ζωή μας, τὸ φῶς μας, ἡ λύτρωσίς μας, τότε ἡ πατρίδα μας ἀξίζει νὰ ζήσῃ, καὶ θὰ δῇ καλύτερες ἡμέρες.
Ὅσο γιὰ τὴν ὥρα τοῦ τέλους, θέλω ἀγαπητοί μου, κάτι νὰ εὐχηθῶ γιὰ ὅλους ἐσᾶς καὶ τὸ ἴδιο παρακαλῶ νὰ εὐχηθῆτε κ’ ἐσεῖς γιὰ μένα. Ὅταν τὸ ρολόι χτυπήσῃ τὸ τελευταῖο λεπτό μας καὶ φθάσῃ καὶ τὸ δικό μας τέλος, ἕνα ζητῶ. Σὲ τοῦτο τὸ μάταιο κόσμο, τὴν τελευταία ἐκείνη στιγμὴ τοῦ βίου μας, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τὰ χείλη μας καὶ ἡ γλῶσσα μας νὰ ποῦν ἕνα λόγο, νὰ σφραγίσουμε τὴ ζωή μας μὲ μιὰ προσευχή. Ὅπως τοὺς φακέλλους ποὺ φεύγουν πρὸς ἀποστολὴν τοὺς σφραγίζουμε μὲ σφραγῖδα, ἔτσι εὔχομαι νὰ σφραγίσουμε καὶ τὴ ζωή μας μὲ μιὰ σφραγίδα. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ. Πρὶν ἀποθάνουμε νὰ ποῦμε κ’ ἐμεῖς ὅλοι· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ὦ Ναζωραῖε, ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου, ὦ ἀθάνατε βασιλεῦ τῆς δόξης, πάρε με κοντά σου αἰωνίως· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Παύλου ὁδ. Ψαρρῶν Ἀθηνῶν 30-3-1958 ἑσπέρας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου