Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης (†) - Η ώρα του θανάτου

Η ώρα του θανάτου, αγαπητοί, η στιγμή κατά την οποία η συμβίωση ψυχής και σώματος διαλύεται και η ψυχή αποχωρίζεται και απέρχεται στους κόσμους της αιωνιότητας έχει για τους πολλούς κάτι το δραματικό. 
Μοιάζει με την στιγμή κατά την οποία οι φίλοι και συγγενείς στην προκυμαία του λιμανιού στέκονται και αποχαιρετούν με δάκρυα τον άνθρωπό τους, ο οποίος επιβιβάζεται στο υπερωκεάνιο και ταξιδεύει σε χώρα μακρινή. Τα βλέμματά τους προσκολλημένα στον ταξιδιώτη. Μετά από λίγο ούτε αυτός θα φαίνεται αλλά και το υπερωκεάνιο, το οποίο φέρει τους ταξιδιώτες προς τη μακρινή γη, θα απομακρυνθεί από την ακτή και θα φαίνεται σα στίγμα στην επιφάνεια της θάλασσας. Και το στίγμα αυτό θα εξαφανιστεί! Αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει, ότι ο φίλος, τον οποίο δεν βλέπουμε πλέον με τους σαρκικούς οφθαλμούς ζει· ζει και ταξιδεύει, για να φθάσει στη νέα γη. Η σκέψη του συγκεντρώνεται τώρα σε ένα σημείο: Τι άραγε θα συναντήσει εκεί; Ποιοι θα βγουν έξω, για να τον προϋπαντήσουν; Θα βρει διαμονή ευχάριστη; Ή μήπως από την πρώτη στιγμή της αποβίβασης θ’ απλωθεί γύρω του η ερημιά και η απομόνωση;…

Ανάλογες είναι και οι σκέψεις αυτού που πεθαίνει και απέρχεται στην αιωνιότητα. Το πνεύμα του ταράζεται από την εμφάνιση του θανάτου. Κάποιος φόβος καταλαμβάνει και την ψυχή ακόμη του οσίου και του δικαίου, ο φόβος μήπως κατά τη λεπτομερή έρευνα του επίγειου βίου του δεν βρεθεί εντάξει απέναντι του Κυρίου. Ιδού ένας άγιος, ο άγιος Ιλαρίων. Από το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του είχε αποσυρθεί στην έρημο. Έζησε εκεί ζωή με μεγάλη αυστηρότητα μετάνοιας. Όχι ένα και δύο χρόνια, αλλά έξι δεκαετίες και περισσότερο. Νηστεύοντας, προσευχόμενος, μελετώντας, σκληραγωγώντας τη σάρκα του έλπιζε στο έλεος του Κυρίου, που θυσιάστηκε για μας. Και όμως, όταν έφθασε η στιγμή να κλείσει τους οφθαλμούς του και να απέλθει στην αιωνιότητα, ο Ιλαρίων αναφώνησε: «Έξελθε, έξελθε, ψυχή μου, τι φοβάσαι; Έξελθε, γιατί διστάζεις; Σχεδόν εβδομήντα έτη υπηρετείς τον Κύριο. Ακόμη έχεις λόγο, για να φοβάσαι;»

Και εάν ο δίκαιος και ο όσιος παρ’ όλη την αγαθή πληροφορία της συνείδησής του και τη βέβαιη ελπίδα στο έλεος του Κυρίου, αισθάνεται κάποιο δέος κατά την ώρα του θανάτου, αναλογιζόμενος αφενός τη βαθειά αμαρτωλότητα της ανθρώπινης φύσης και αφετέρου την άπειρη αγιότητα του Θεού, ποια άραγε να είναι η ψυχολογική κατάσταση του αποθνήσκοντος αμαρτωλού που έπραξε τα φαύλα και ποτέ δεν μετανόησε; Εάν ο δίκαιος, κατά την Γραφή, μόλις σώζεται, ο αμαρτωλός πού θα φανεί; Η ώρα του θανάτου για τον αμετανόητο αμαρτωλό, ο οποίος δεν γνώρισε τη δικαιοσύνη και το έλεος, αλλά πάτησε επί πτωμάτων για να στήσει επ’ αυτών το άγαλμα της εγωλατρίας του, είναι τρομερή. Ο θάνατος μοιάζει με καταιγίδα, η οποία αιφνίδια ορμά στο δάσος και ξεριζώνει το υπερήφανο δένδρο, που υψώνονταν και άπλωνε τα κλαδιά του προς όλα τα σημεία του ορίζοντα.

Εάν θέλετε παραδείγματα ανοίξτε την Ιστορία για να δείτε, πώς πέθαναν οι ασεβείς. Θα δείτε, πώς πέθανε ο Ηρώδης, ο οποίος δολοφόνησε τα νήπια της Βηθλεέμ και των περιχώρων. Πώς ο Νέρων, ο οποίος άλειφε τα σώματα των Χριστιανών με ύλες εύφλεκτες, για να φωτίζουν τη νύκτα ως λαμπάδες τις οδούς και τις πλατείες της πρωτεύουσάς του. Διαβάστε επίσης, πώς πέθαναν ο Δέκιος, ο Δομετιανός, ο Αυρήλιος, ο Μαξιμιανός, ο Γαλέριος, ο Μαξέντιος, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος πεθαίνοντας εκσφενδόνισε από την παλάμη του αίμα που άχνιζε φωνάζοντας: «Νενίκηκάς με, Ναζωραίε!»

Μελετώντας τα οικτρά τέλη της ζωής των αιμοσταγών τούτων τυράννων της ανθρωπότητας, παλαιών και νεωτέρων, πειθόμαστε πόσο δίκαιο έχει η Γραφή η οποία λέει: «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός». Ναι. Είναι πονηρός, κακός ο θάνατος των αμαρτωλών. Κακός όχι τόσο διότι φονεύοντας αναίτια φονεύονται και αυτοί άγρια από τους αντιπάλους τους σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: «πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. 26:52), αλλά διότι η ανάμνηση των φαύλων πράξεων, των κακουργημάτων, τα οποία ως κινηματογραφική ταινία διέρχονται αστραπιαία τη στιγμή εκείνη από το μυαλό των ετοιμοθάνατων, είναι σκορπιοί που κεντούν, φλόγες που καίνε, μόλυβδος λιωμένος, που κάνουν τα γόνατα να τρέμουν και τα σαγόνια να συγκρούονται.

Και εάν ακόμη από τις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού ο ασεβής και ο αμετανόητος αμαρτωλός δεν πεθάνει υπό τραγικές συνθήκες, αλλά πεθάνει μέσα στον πλούτο και τη χλιδή και την οικογενειακή ευτυχία, και πάλι ο θάνατός του δεν είναι ήσυχος και γαλήνιος. Μη βλέπετε το πρόσωπό του· παρά την φαινομενική ηρεμία, τρικυμία συνταράσσει το εσωτερικό του. Θα προτιμούσε να πεθάνει μέσα σε ένα καλύβι παρά μέσα σε ένα μέγαρο, του οποίου η κάθε πέτρα φωνάζει: «Υπήρξες άδικος, κλέφτης, ληστής ορφανών και χηρών». Δεν μπορεί πλέον να γελάσει και να ειρωνευτεί εκείνον που θα πει τις λέξεις: Θεός, αιωνιότητα, κρίση και ανταπόδοση.

Αληθινά. Απέναντι στο θάνατο και ο μεγαλύτερος άπιστος συγκλονίζεται και διερωτάται: μήπως εκείνα τα οποία κορόιδεψε σε όλη του τη ζωή είναι πραγματικότητες; Μοιάζει με εκείνον, ο οποίος, όταν ήταν βαθιά νύχτα κοιμήθηκε αμέριμνος επάνω στην προεξοχή απόκρημνου βράχου, και μόλις ανέτειλε το φως της ημέρας είδε έντρομος το βάραθρο, προς το οποίο με μία απλώς μετακίνηση του σώματός του θα κατακρημνιζόταν…

Αγαπητοί μου! Σας ζητώ συγγνώμη, διότι σας ενόχλησα με την ιδέα του θανάτου, η οποία τόσο αποκρουστική είναι για πολλούς από τους ανθρώπους! Αλλά τι να γίνει; Καθήκον εκτέλεσα. Ως υπηρέτης του Βασιλέως Χριστού εντεταλμένος να σας κηρύττω την αλήθεια, σας υπενθύμισα εκείνο το οποίο ο υπηρέτης του Φιλίππου, του βασιλιά της Μακεδονίας, υπενθύμιζε κάθε πρωί λέγοντας προς αυτόν: «Φίλιππε! Μέμνησο ότι θνητός ει».

Σε κάθε περίοδο της ζωής σας να θυμάστε, ότι είστε θνητοί. Μυριάδες μνήματα προσφιλών προσώπων σας φωνάζουν: «Εκεί όπου σήμερα είστε εσείς, ήμασταν κάποτε και εμείς. Και όπου ήμαστε σήμερα εμείς, θα έλθετε και εσείς». Συμβουλευτείτε το Ευαγγέλιο και ετοιμάστε τα εφόδιά σας, τις αποσκευές σας για το ταξίδι της αιωνιότητας.

Και επιτρέψτε μου, πριν τελειώσω, να σας θέσω ένα ερώτημα: Είσθε εντάξει απέναντι στον Κύριο; Θέλετε, να πεθάνετε σε αυτή τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεστε σήμερα; Θα είναι ο θάνατός σας θάνατος αμαρτωλού, που βρέχει το στρώμα του με τα δάκρυα της μετανοίας, ή θα είναι ο θάνατός σας θάνατος αμετανόητου και ασεβούς ανθρώπου; Τι λέτε; Δεν έχετε κρυφά αμαρτήματα που πρέπει να εξομολογηθείτε; Δεν έχετε διαπράξει αδικίες που πρέπει να επανορθώσετε; Δεν έχετε παραλείψει καθήκοντα που πρέπει το ταχύτερο, έστω και 12 παρά 5, να εκτελέσετε;

Επιθυμώ απόψε να πέσετε για ύπνο ανήσυχοι ερευνώντας τα ερωτήματα αυτά. Η ανησυχία αυτή είναι άγια, γιατί θα οδηγήσει στην ορθή αντιμετώπιση και λύση του προβλήματος της ζωής και έτσι θα πραγματοποιηθεί και σε εμάς η ωραία, η πλήρης βαθυστόχαστων εννοιών ευχή της Εκκλησίας μας: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα».
Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου», τ. 12, Εκδ, Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 151-9 (με γλωσσική απλοποίηση).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου