Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Θρησκευτικότητα και κοινωνικότητα

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Ο άνθρωπος δεν είναι μια απλή βιολογική μονάδα, αλλά πρόσωπο αυτεξούσιο με απεριόριστο βάθος και πλάτος, δημιουργημένο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού (Γεν. 1:26). 
Και η κοινωνικότητα του ανθρώπου δεν αποτελεί ένα συμβατικό φαινόμενο, αλλά χαρακτηριστικό γνώρισμα της ίδιας της φύσεώς του. Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Και η κοινωνικότητά του δεν κινείται μόνο σε οριζόντιο, αλλά και σε κατακόρυφο επίπεδο· δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της αμεσότητας, αλλά επεκτείνεται και σε υπερβατικές διαστάσεις.

Πηγή της κοινωνικότητας του ανθρώπου είναι η αγαπητική ή ερωτική διάθεση, την οποία έχει ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού της αγάπης (Α’ Ιω. 4:8). Συχνά η έννοια της αγάπης διαφοροποιείται από την έννοια του έρωτα, γιατί αυτή φανερώνει την ανιδιοτελή κίνηση της αυτοπροσφοράς, ενώ ο έρωτας την ιδιοτελή κίνηση που αναζητεί και κάποια ικανοποίηση. Έτσι π.χ. η κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο χαρακτηρίζεται ως αγάπη, ενώ η κίνηση του ανθρώπου προς το Θεό χαρακτηρίζεται ως έρως. Ο άνθρωπος αποτελεί αντικείμενο της αγάπης του Θεού, ενώ ο Θεός τον έρωτα του ανθρώπου (1). Άλλοτε όμως πάλι οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται ως απολύτως συνώνυμες, ή με τον έρωτα υποδηλώνεται η έντονη αγάπη.

Ο έρως λοιπόν ή η αγάπη, ως «ενωτική και συγκρατική δύναμις», οδηγεί τον άνθρωπο από τη μία μεριά σε κοινωνία με τους συνανθρώπους του και από την άλλη σε θρησκευτική αναφορά, δηλαδή σε σχέση και κοινωνία με το Θεό. Έτσι η κοινωνικότητα του ανθρώπου δεν εξαντλείται στο επίπεδο της εγκοσμιότητας, αλλά έχει και την τρίτη διάστασή της. Με άλλα λόγια η κοινωνικότητα του ανθρώπου συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται με αυτό που χαρακτηρίζουμε συνήθως ως θρησκευτικότητα. Η κοινωνικότητα χωρίς τη θρησκευτικότητα εκφυλίζεται σε εύθραυστη συμβατικότητα, που δεν έχει νόημα και περιεχόμενο. Οι κοινωνικές σχέσεις και οι κοινωνικές αξίες διαψεύδονται με το χρόνο και διαλύονται με το θάνατο.

Με τη θρησκευτικότητα ο άνθρωπος κινείται προς την αιτία της υπάρξεώς του, που γνωρίζει ότι βρίσκεται έξω από τον εαυτό του. Όταν όμως ο άνθρωπος κινείται εγωιστικά, καταλήγει στην αυτοβεβαίωση και την αυτοδικαίωση, δημιουργώντας ένα Θεό που αποτελεί σε τελική ανάλυση προβολή τού γενικευμένου και κοινωνικοποιημένου εαυτού του. Ειδωλοποιεί τις αξίες που επινοεί με τις επιθυμίες του και ικανοποιείται με την αυτάρκεια που μηχανεύεται μέσα στην απατηλή και εύθραυστη κοινωνική θωράκισή του.

Η θρησκευτικότητα αυτή, που από κίνηση αυθυπερβάσεως και απελευθερώσεως από την κοσμική αναγκαιότητα μεταβάλλεται ουσιαστικά σε επιχείρηση αυτοδικαιώσεως και αυτοβεβαιώσεως σε κοινωνικό επίπεδο, αποτελεί στην πραγματικότητα επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος. Μια τέτοια θρησκευτικότητα δημιουργεί την ψευδαίσθηση της κοινωνίας με το Θεό. Στην πραγματικότητα όμως υποδουλώνει τον άνθρωπο στον ίδιο τον εαυτό του.

Ο άνθρωπος δε βρίσκει το Θεό με την κίνηση που κάνει προς αυτόν, αλλά με την κίνηση που ο Θεός κάνει προς τον άνθρωπο. Η αλήθεια αυτή διατυπώθηκε επιγραμματικά από τον Απόστολο Παύλο στην Προς Γαλάτας επιστολή του με την εξής αντιστροφή: «Γνόντες τον Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού». Η γνώση του Θεού πραγματοποιείται, όταν ο ίδιος ο Θεός γνωριστεί στον άνθρωπο. Στη συνάντηση αυτή, που γίνεται με τη φανέρωση του Θεού προς τον άνθρωπο, η αναγνώριση της παρουσίας του Θεού δεν επιβάλλεται με τη βία, αλλά προσφέρεται ως δυνατότητα ελευθερίας. Γι’ αυτό και η μόνη δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό είναι η δυνατότητα που προσφέρει η πίστη, δηλαδή η δυνατότητα της ελεύθερης αναφοράς και αυτοπροσφοράς.

Ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό υπάρχει το φράγμα του χώρου και του χρόνου, που συνδέεται με την κτιστότητα του ανθρώπου και μεταφράζεται μετά την πτώση σε φράγμα φθοράς και θανάτου. Για να προσεγγίσει ο κτιστός και αμαρτωλός άνθρωπος τον άκτιστο και υπεράγαθο Θεό, πρέπει να περάσει το φράγμα αυτό, δηλαδή να πεθάνει. Όταν όμως πεθάνει, δεν είναι πια σε θέση να τον προσεγγίσει. Γι’ αυτό και η θρησκευτική αναφορά του ανθρώπου, που είναι στο ξεκίνημά της πηγαία και αυθεντική, είναι καταδικασμένη να αποτύχει στην αναζήτηση του Θεού.

Εδώ βρίσκει τον άνθρωπο η αλήθεια της εν Χριστώ οικονομίας. Ο Χριστός έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο μέσα στον χώρο και το χρόνο, δηλαδή μέσα στην φθορά και το θάνατο. Γι’ αυτό η συνάντηση με τον Χριστό συνδέεται με την εμπειρία του θανάτου. Η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της θρησκευτικής πορείας του ανθρώπου, αλλά ως φωτισμός στο πέλαγος της αποτυχίας του. Εκεί όπου ο άνθρωπος προσεγγίζει την απόγνωση, εκεί όπου βλέπει να συντρίβεται ο πόθος του για πληρότητα και ολοκλήρωση, εκεί όπου διαπιστώνει την απουσία του Θεού, εκεί βρίσκεται εγγύτερα στον Θεό. Έτσι συμβαίνει, ώστε και η άρνηση του Θεού να αποτελεί συχνά μια φάση μέσα στην πορεία της αναζητήσεώς του από τον άνθρωπο.

Σε τελική ανάλυση δηλαδή ο άνθρωπος δε βρίσκει το Θεό με τη θρησκευτικότητα, αλλά με την ταπείνωση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Θεοδόχου Συμεών, του ανθρώπου της Υπαπαντής. Ο Συμεών ήταν δίκαιος και ευλαβής σε ολόκληρη τη ζωή του. Η συνάντησή του όμως με το Χριστό πραγματοποιήθηκε, όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του με ταπείνωση και υπομονή, χωρίς να υποταχθεί σε δικά του είδωλα και χωρίς να απογοητευθεί από την αργοπορία του Θεού. Η συνάντηση αυτή αξίωσε τον Συμεών να ελευθερωθεί από τον φόβο του θανάτου: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη» (Λουκ. 2:29).

Όταν ο άνθρωπος συναντήσει το Θεό και έρθει σε κοινωνία μαζί του, δε φοβάται το θάνατο, γιατί βρίσκει το νόημα της ζωής του πέρα από αυτόν. Η κοινωνία με το Θεό δεν πραγματοποιείται σε νοητούς ή υπερβατικούς χώρους, αλλά στα πλαίσια της καθημερινής ζωής· στο χώρο και το χρόνο, όπου κινείται και ενεργεί ο άνθρωπος. Έτσι η κοινωνία αυτή δεν είναι άσχετη με την κοινωνικότητα που εκδηλώνεται σε οριζόντιο επίπεδο. Αντίθετα μάλιστα η κοινωνία με το Θεό προσδιορίζει ανάλογα και την κοινωνία με τον πλησίον.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη καθολική επιστολή του σημειώνει επιγραμματικά τα εξής: «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γάρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτού ον εώρακε, τον Θεόν ον ούχ εώρακε πώς δύναται αγαπάν;» (Α’ Ιω. 4:20) Η αγάπη προς το Θεό περνάει από την αγάπη προς τον πλησίον. Και η αγάπη προς τον πλησίον βρίσκει την πληρότητά της μέσα στο φώς της αγάπης του Θεού.

Ο Θεός δεν είναι καμιά απρόσωπη ή απροσπέλαστη αρχή. Είναι Τριαδική ενότητα προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο ένας και αδιαίρετος Τριαδικός Θεός έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος από την άλλη πλευρά δεν είναι κανένα αυτοπεριορισμένο άτομο που υπάρχει και ζει αυτόνομα, αλλά πρόσωπο που συνδέεται άμεσα με τους συνανθρώπους του, μαζί με τους οποίους εικονίζει τον ένα Τριαδικό Θεό.

Αναλύοντας την έννοια του «κατ’ εικόνα» συνήθως την περιορίζουμε στα επιμέρους πρόσωπα ή και την εντοπίζουμε σε ορισμένες επιμέρους ιδιότητές τους, όπως π.χ. στην ελευθερία, την κυριαρχική εξουσία, τη λογικότητα κτλ. Αυτά είναι σωστά, αλλά όχι αρκετά. Αν ξεκινήσει κανείς από την αλήθεια του Θεού, αντιλαμβάνεται ότι η εικόνα του δεν μπορεί να περιοριστεί σε οποιαδήποτε ατομική ύπαρξη, γιατί απλούστατα και ο ίδιος ο Θεός δεν είναι ατομικότητα, αλλά Τριαδική ενότητα. Ο Λόγος του Θεού, που αποτελεί το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, είναι το ένα πρόσωπο της ομοούσιας και αδιαίρετης Τριαδικής Θεότητας. Αναζητώντας λοιπόν την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στο άτομο, αλλά να επεκτεινόμαστε στην ανθρώπινη κοινωνία.

Κάθε άνθρωπος, ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού, καλείται να χωρέσει μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως και τα πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητας που περιχωρούν το ένα το άλλο και το καθένα φέρει ολόκληρο το πλήρωμα της Θεότητας. Αυτό υποδηλώνει και σ’ αυτό προσκαλεί τον άνθρωπο η εντολή του Θεού: « Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 19:19. Πρβ. Λευϊτ. 19:18). Με άλλα λόγια η εντολή αυτή φανερώνει ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να συμπεριλάβει στην καρδιά του το σύνολο της πανανθρώπινης υπάρξεως (2).

Ως δημιούργημα του Θεού, πλασμένο με αρχέτυπο το Λόγο του, έχει ο άνθρωπος το προνόμιο να βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το Θεό και τον πλησίον.
(1) Βλ. π.χ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Προς Ρωμαίους 7,2: «Ο εμός έρως εσταύρωται».
(2) Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Γέροντας Σιλουανός, Έσσεξ Αγγλίας 1988, σ. 138.
Πηγή: Γεωργίου Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή, εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 33 (αποσπάσματα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου