Τον όσιο Ιωάννη τον Χοζεβίτη (1913–1960) τον γνώρισα προσωπικά το έτος 1933, όταν αυτός μπήκε σαν δόκιμος μοναχός στο μεγάλο Μοναστήρι Νεάμτσου της Μολδαβίας, στη Ρουμανία. Παραμένουν ζωντανά στη μνήμη μου η αδύνατη, η σεμνή, η ταπεινή, μα και η φωτεινή μορφή του εικοσαετούς, τότε, νέου.
Αφού ασπάσθηκε τη μοναχική ζωή ο νεαρός Ηλίας –διότι αυτό ήταν το όνομα που πήρε κατά το Βάπτισμά του–, εντυπωσιάσθηκε ιδιαίτερα με τις ιερές αναγνώσεις που έκαμνε από τη ζωή των μεγάλων ασκητών της Αιγύπτου και Παλαιστίνης και στη νεανική και καθαρή του καρδιά
άναψε ένας άσβεστος πόθος ν’ ακολουθήσει κι αυτός αυτή τη ζωή. Τον κατέτρωγε αυτός ο πόθος και δεν ησύχασε, παρά μόνο όταν «πήγε και κατοίκησε στην έρημο» (Ψαλμ. 54, 7), στην ονομαστή έρημο του Ρουβά, κοντά στο Μοναστήρι του Χοζεβά της ερήμου του Ιορδάνου.
άναψε ένας άσβεστος πόθος ν’ ακολουθήσει κι αυτός αυτή τη ζωή. Τον κατέτρωγε αυτός ο πόθος και δεν ησύχασε, παρά μόνο όταν «πήγε και κατοίκησε στην έρημο» (Ψαλμ. 54, 7), στην ονομαστή έρημο του Ρουβά, κοντά στο Μοναστήρι του Χοζεβά της ερήμου του Ιορδάνου.
Πίσω απ’ αυτό τον πόθο και την επιθυμία του οσίου Ιωάννου κρύβονταν δύο μυστικές αποκαλύψεις, τις οποίες μας τις παρουσιάζει στις «Εξομολογήσεις» του –γραμμένες όλες με ποιητική μορφή– και στις οποίες θέλουμε να επιμείνουμε λίγο.
Από πολλή μικρή ηλικία το παιδί παρέμεινε ορφανό από πατέρα και μητέρα και το μεγάλωσε η γιαγιά του Μαρία, μια ευσεβέστατη και πολύ πιστή γυναίκα. Όταν μεγάλωσε κι άρχισε να μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα, η γιαγιά του τον έβαζε να διαβάζει μέσ’ από απλοϊκά θρησκευτικά βιβλία του λαού και, μάλιστα, από την «Επιστολή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» καθώς και από το «Όνειρο της Θεομήτορος». Όταν άκουγε η γιαγιά του για τα Πάθη του Κυρίου, αμέσως έκλαιγε απαρηγόρητα. Το κλάμα της γιαγιάς σπάραζε την καρδιά του παιδιού και μια μέρα την ρώτησε με αθωότητα: «Μα, γιατί κλαις τόσο δυνατά, γιαγιά;». Και η γιαγιά τού είπε χαμηλόφωνα: «Όταν ζούσε ο πατέρας σου, εγώ είχα δώσει υπόσχεση στον Κύριο να πάω σ’ ένα άγιο Μοναστήρι να φροντίσω για τη σωτηρία μου. Αλλά, αφού πέθαναν οι γονείς σου, ήταν ανάγκη να σε αναθρέψω εγώ, οπότε, δεν έχω πλέον ελπίδα να μπω στη μοναχική τάξη. Όμως, παρακαλώ τον Θεό να εκπληρώσεις εσύ τον ιερό μου πόθο, για νά ’χω κι εγώ μια παρηγοριά, διότι σε φύλαξα σαν ένα κειμήλιο» (Από το ποίημα: «Το δώρο της γιαγιάς»).
Και ο καλός Θεός, ο Οποίος δεν παραβλέπει τα δάκρυα και τους στεναγμούς των δούλων Του, άκουσε την προσευχή της γιαγιάς. Φύτευσε στην καθαρή καρδιά του εγγονού της τον ιερό της πόθο, ο οποίος σαν μια άλλη μυστική δύναμη ωθούσε τον νέο προς τη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό, όταν ο Ηλίας τελείωσε το σχολείο, αν και ήταν πρώτος στα μαθήματα, δεν σκέφθηκε ωστόσο να πάει στο πανεπιστήμιο, ούτε και ν’ ασχοληθεί με κάποιο άλλο επάγγελμα, αλλά μοναδική του σκέψη ήταν το μοναστήρι για να εκπληρώσει τον πόθο της γιαγιάς.
Εδώ είναι το μυστήριο της αγαθότητας του Θεού, ο Οποίος δεν παραβλέπει τον πόθο και τον στεναγμό του καλού ανθρώπου, αλλά τον πραγματοποιεί. Και αυτό το μυστήριο συντελέσθηκε με τον πόθο του οσίου Ιωάννου του Χοζεβίτου. Η γιαγιά του Μαρία δεν έζησε για πολύ καιρό ακόμη και εξεδήμησε προς Κύριον. Τότε ο Ηλίας παρέμεινε για δεύτερη φορά ορφανός και έγινε λίγο-πολύ το «παιδί του μηδενός», θέτοντας όλη του την ελπίδα προς τον Κύριο, ο Οποίος τον άκουσε και τον παρηγόρησε με τρόπο θαυμαστό.
Ήταν, κάποτε, το απόγευμα της ημέρας του Πάσχα· οπότε όλο το χωριό είχε πάει στο Κοιμητήριο για να χαρούν με τους κεκοιμημένους αδελφούς τους, που κοιμήθηκαν με την ελπίδα της Αναστάσεως, προς τους οποίους άναβαν κεριά και καντήλια στους τάφους και ασπαζόντουσαν μετά μεταξύ τους «εν Χριστώ Αναστάντι».
Ο κόσμος χαιρόταν και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Μόνο ένα παιδί έκλαιγε με αναστεναγμούς κι έσκυψε ν’ ανάψει ένα κερί στον φρέσκο τάφο, δίπλα στην ξύλινη μικρή εκκλησία. Εκεί που αυτό ήταν ολοκληρωτικά κυριευμένο από τον πόνο, ακούει μια φωνή μέσα από τον ήχο της καμπάνας να του λέει:
«Μην κλαις, παιδί Μου, και μη στενοχωριέσαι!
Διότι, να! Είμαι μαζί σου! Χριστός Ανέστη!...».
Φοβισμένο το παιδί σηκώθηκε και, κοιτάζοντας τριγύρω του, ζητούσε να μάθει από πού να ήλθε η φωνή. Τότε, «από το ιερό βήμα της εκκλησίας με τον καπνισμένο τοίχο, είδε τον Ίδιο τον Αναστάντα Κύριο να του χαμογελά!» (Από το ποίημά του: «Το μικρό ορφανό»).
Μ’ αυτή τη φοβερή αποκάλυψη το μικρό ορφανό φωτίσθηκε στη ψυχή από το φωτεινό και πράο πρόσωπο του Αναστάντος Ιησού Χριστού· σταμάτησε να κλαίει και, όσες φορές στη ζωή του άκουγε τον ήχο της καμπάνας, θυμόταν την υποβλητική θεωρία του Αναστημένου Κυρίου και παρηγοριόταν.
Μεγάλο μυστήριο κρύβεται στη θεωρία αυτή του προσώπου του Χριστού! Γνωρίζουμε τι συνέβη στον τελώνη Ζακχαίο, όταν ο Κύριος σήκωσε τους οφθαλμούς Του και τον είδε πάνω στη συκομορέα! Όταν ελάμβαναν χώρα τα Άγια Πάθη, ο Απόστολος Πέτρος, αφού αρνήθηκε τον Διδάσκαλό του, κάθισε την αυλή του αρχιερέα και θερμαινόταν. Και λέει το Ευαγγέλιο: «Στράφηκε ο Κύριος και κοίταξε τον Πέτρο και θυμήθηκε τότε ο Πέτρος τα λόγια Του και, αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά» (Λουκ. 22, 61-62). Λέει κατόπιν η Παράδοση ότι, σε όλη του τη ζωή ο Απόστολος Πέτρος, όταν άκουγε το λάλημα του πετεινού, θυμόταν εκείνη τη ματιά του Κυρίου και πάντοτε έκλαιγε πικρά.
Αν ο ανεκπλήρωτος πόθος της γιαγιάς Μαρίας οδήγησε τον νεαρό Ηλία στο μοναστήρι, η θεωρία του γλυκύτατου Αναστημένου Κυρίου χάραξε οριστικά στην καρδιά του την εσωτερική του κλήση στη μοναχική ζωή. Τη χαρά και την παρηγοριά που αισθανόταν απ’ αυτή την ολοζώντανη παρουσία του Αναστάντος Χριστού ο όσιος Ιωάννης τη διατήρησε σαν ένα κρυφό μυστήριο στη ψυχή του και δεν μας είπε περισσότερα γι’ αυτήν. Το διαισθανόμασταν, όμως, από την ασυγκράτητη επιθυμία της ιερής μοναξιάς που είχε, λόγω της οποίας έτρεχε σαν «διψώσα έλαφος» από τη Μολδαβία στους Αγίους Τόπους, μετά στον Άγιο Σάββα και εν τέλει τον Ιορδάνη ποταμό. Κι όλα αυτά, για να είναι ο ίδιος ελεύθερος από κάθε βιοτική φροντίδα, μόνος μαζί με τον πολυπόθητο και πολυαγαπημένο του Ιησού Χριστό. Μόνος, εκεί στη μοναξιά της ερήμου, εκπλήρωσε τον πόθο του, μέσα στις μυστικές του εντρυφήσεις με τον Κύριο, στις ολονύκτιες προσευχές και τα δάκρυά του, τα οποία μόνο ο Κύριος γνωρίζει…
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ (1914–2011)
ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΣΚΗΤΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
※
[«Ο βίος και τα ποιήματα του Οσίου Ιωάννου του Χοζεβίτου (1913–1960)».βλ. Πρόλογος, σελ. 7-11.
Μετάφραση από τα Ρουμανικά: Πατέρες Ι. Μονής Γρηγορίου, Αγίου Όρους,
Έκδοσις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, 1984.
Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, πληκτρολόγηση κειμένου: π. Δαμιανός.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου