Η μεγάλη προεικόνιση του θέματος στην Παλ. Διαθήκη είναι το Άσμα Ασμάτων. Οι αρχαιότεροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό, βλέπουν στο Άσμα την προτύπωση της κατά Χριστόν παρθενίας (Ωριγένης, Μεθόδιος Ολύμπου, Γρηγόριος Νύσσης).
Η αλληγορική ερμηνεία και οι ομιλίες του Ωριγένη στο Άσμα των Ασμάτων, το οποίο είναι η πηγή όλης της μεταγενέστερης μυστικής θεολογίας, είναι κατά βάθος μια πραγματεία περί παρθενικής τελειώσεως, με βάση το θείο έρωτα.
Το ίδιο αυτό θέμα αναπτύσσει ο Μεθόδιος Ολύμπου στο έργο του «Συμπόσιον των Δέκα Παρθένων». Εκ παραλλήλου, η έξοδος του Αβραάμ εκ του οίκου του και εκ της συγγενείας του και η έξοδος του Μωυσέως εκ της Αιγύπτου θεωρήθηκαν προεικονίσεις του βίου της ερήμου και του μοναχικού πολιτεύματος.
Εάν όμως αυτά είναι αλληγορικές προτυπώσεις, στην Καινή Διαθήκη έχουμε σαφή διατύπωση του θέματος της εν Χριστώ παρθενίας. Δύο είναι οι βασικές μαρτυρίες, η μία από τα χείλη του Θεανθρώπου και η άλλη από το στόμα του κορυφαίου αποστόλου.
Απαντώντας ο Κύριος στη σκέψη των μαθητών, ότι υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες «ου συμφέρει γαμήσαι», λέει: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται». Και προσθέτει, ότι εκτός από εκείνους οι οποίοι γεννήθηκαν ευνούχοι ή έγιναν τέτοιοι από τους ανθρώπους, υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι με το σώφρονα λογισμό τους και με αυτοπροαίρετη αποχή, επιβλήθηκαν στον εαυτό τους και έμειναν άγαμοι και εγκρατείς και παρθένοι, για να εργάζονται απερισπάστως για τη βασιλεία των ουρανών. Και καταλήγει: «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ΄ 11-12).
Εξάλλου, ο απόστολος Παύλος στο περί γάμου ζ΄ κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του λέει καταρχήν, ότι «καλόν ανθρώπω το ούτως είναι» (στιχ. 26) δηλ. να είναι άγαμος. Στη συνέχεια μάλιστα τονίζει: «ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πώς αρέσει τω Κυρίω· ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πώς αρέσει τη γυναικί. Μεμέρισται (=διαφέρει) και η γυνή (η έγγαμη) και η παρθένος. Η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ίνα ή αγία και σώματι και πνεύματι» (στίχοι 32-34). Σχολιάζοντας τον ανωτέρω στίχο ο Σεραφείμ Παπακώστας, βάσει των πατερικών ερμηνειών, παρατηρεί: «Η λέξη αγία δεν μπορεί να εκληφθεί μόνο με τη γνωστή ηθική έννοια, την αναφερόμενη στην καθαρότητα από κάθε γενετήσια σχέση, αλλά και με την αρχική έννοια, την οποία η λέξη έχει στην Αγία Γραφή. Δηλαδή άγιο πρόσωπο ή πράγμα είναι το οριστικώς χωρισμένο από την κοινή χρήση, από τον κόσμο, και αφιερωμένο στο Θεό. Επομένως, άγιος είναι εκείνος ή εκείνη ο/η άγαμος, ο οποίος χωρίστηκε όχι μόνο από κάθε αμαρτωλό και βέβηλο στοιχείο αυτού του κόσμου, αλλά και από κάθε πρόσωπο ή πράγμα το οποίο οπωσδήποτε δεν αφήνει να πληρωθεί το δεύτερο μέρος της έννοιας του ορισμού, δηλαδή η αφιέρωση στο Θεό… Καθιέρωση επομένως πλήρης και ολοκληρωτική και σώματος και πνεύματος στο Χριστό».
Η κατακλείδα των περί παρθενίας βιβλικών μαρτυριών βρίσκεται στο ιδ΄ κεφάλαιο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου, όπου εικονίζονται οι 144 χιλιάδες εκείνων, οι οποίοι έχουν το όνομα του Πατρός του Αρνίου γραμμένο στα μέτωπά τους. «Ούτοι εισιν οί μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εισιν. Ούτοι οι ακολουθούντες τω Αρνίω όπου αν υπάγη. Ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και τω Αρνίω, και εν τω στόματι αυτών ουχ ευρέθη ψεύδος· άμωμοί εισι» (ιδ΄ 1-5).
Κάπως έτσι η βιβλική διατύπωση του θέματος, η οποία άρχισε με την ποιητική προεικόνιση του Άσματος, κλείνει με την εσχατολογική θεώρηση της Αποκαλύψεως. Παράλληλα προς τα τέσσερα σπουδαία αυτά κείμενα, έχουμε και τέσσερα βιβλικά πρόσωπα, τα οποία θεωρήθηκαν ανέκαθεν από την ορθόδοξη παράδοση ως ενσαρκούντα το υψηλό ιδεώδες της εν Θεώ παρθενίας, ως αληθείς τύποι των παρθένων. Είναι δε αυτά ο προφήτης Ηλίας, ο πρόδρομος Ιωάννης, ο ευαγγελιστής Ιωάννης και κατεξοχήν η παρθένος Μαρία. Στις μορφές αυτές συναντάμε τα βασικά γνωρίσματα της παρθενίας, τα οποία μας υποδηλώνουν οι τέσσερις βιβλικές περικοπές: α) Θείος έρωτας. β) Θεόσδοτο χάρισμα: «Οίς δέδοται». γ) Μέριμνα των του Κυρίου και της αγιότητας. δ) Σκοπός: η Βασιλεία των Ουρανών. ε) Ακολούθηση του Αρνίου.
Αυτή τη βιβλική γραμμή ακολουθούν και οι πρώτοι ασκητές, ιδιαίτερα δε ο Μέγας Αντώνιος, ο οποίος ακούοντας την κλήση του Θεού διά Ιησού Χριστού (Ματθ. ιθ΄ 21) αναδεικνύεται μιμητής των προφητών, των αποστόλων, των μαρτύρων και αυτών των αγγέλων, αληθής άνθρωπος του Θεού και τύπος των Χριστιανών
Χριστοκεντρική θεμελίωση
Η βιβλική αυτή αναδρομή και η βιβλική αυτή θεμελίωση μάς φανερώνει σαφώς τη χριστοκεντρική βάση του φαινομένου Μοναχισμός. (…) Ο μοναχός, ως ο κατεξοχήν αφιερωμένος στον Κύριο Ιησού Χριστό, καλείται να συσταυρωθεί, να συνταφεί, να συναποθάνει, να γίνει σύμφυτος με το Χριστό, να συνεγερθεί, να συζωοποιηθεί και να συζήσει μετ’ Αυτού (Ρωμ. στ΄ 4-8, Β΄ Τιμ. β΄ 11, Κολ. β΄ 12, γ΄ 13). Μόνο πάνω σε μια αγάπη μπορεί να στηριχθεί η μεγάλη αυτή πορεία, μόνο μια μεγάλη αγάπη μπορεί να νικήσει την ανθρώπινη αγάπη, μόνο οι γάμοι του Αρνίου μπορούν να αντικαταστήσουν τους σαρκικούς γάμους. Αν δεν υπάρχει το ισχυρό αυτό κίνητρο, καταντάμε στη μωρή παρθενόα, σε μια νόθη δηλ. και αμφίβολη κατάσταση. «Ο σφόδρα τη επιθυμία του ακολουθείν Χριστώ κατεχόμενος, προς ουδέν έτι της ζωής ταύτης επιστραφήναι δύναται, ου προς γονέων ή οικείων φίλτρον, όταν εναντιούμενον η τοις του Κυρίου προστάγματος» (Μ. Βασίλειος, Όροι κατά πλάτος Η΄ 1,2 και ΙΒ΄).
Η μοναχική ζωή είναι μια απάντηση σε μια προσωπική κλήση του Θεού, στη γλυκιά φωνή του Αγαπητού, μια εμπράγματη ανταπόκριση στη θεία Αγάπη, μια ελεύθερη και ολοκληρωτική προσφορά, μια αυταπάρνηση και μια αφιέρωση. Μια απάρνηση όχι μόνο αυτού το οποίο έχουμε, αλλά και αυτού το οποίο είμαστε. Μια άρνηση των πάντων χάρη του Ενός. Μια αφιέρωση όχι σε κάτι, αλλά σε Κάποιον. Μια πλήρης υπακοή μέχρι θανάτου στον Μοναδικό. Μια κατά πόδας ακολούθηση του Αρνίου «όπου αν υπάγη». Μια συνεχής θυσία στο Νυμφίο και ένας καθημερινός θάνατος χάριν Αυτού διά της ασκήσεως. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
(Από το άρθρο «Βασικαί Σκέψεις επί της Εννοίας του Μοναχισμού», του Αρχιμανδρίτη π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου στο Περιοδικό "Εκκλησία")
Πηγή: xfd.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου