Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος με κομμουνιστή (μέρος πρώτο)

Ἕνα πρωϊνό συζητᾶ ὁ Γέροντας μέ δυό-τρεῖς ἐπισκέπτες στό σπίτι του. Ὁ ἕνας εἶναι ἰδεολόγος κομμουνιστής. 
Αποτέλεσμα εικόνας για Επιφανίου Θεοδωρόπουλου
Σέ μιά στιγμή ἔρχεται κάποιος ἀπ’ ἔξω καί τούς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀθήνα ἔχει γεμίσει ἀπό φωτογραφίες τοῦ Μάο Τσέ Τούγκ μέ τήν ἐπιγραφή: «Δόξα στόν μεγάλο Μάο». Ἦταν ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία εἶχε πεθάνει ὁ Κινέζος δικτάτορας.

Γέροντας: Ἔτσι εἶναι, παιδάκι μου. Δέν ὑπάρχουν ἄθεοι. Εἰδωλολάτρες ὑπάρχουν, οἱ ὁποῖοι βγάζουν τόν Χριστό ἀπό τόν θρόνο Του καί στή θέσι Του τοποθετοῦν τά εἴδωλά τους. Ἐμεῖς λέμε: «Δόξα τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτοί λένε: «Δόξα στόν μεγάλο Μάο». Διαλέγεις καί παίρνεις.

Κομμουνιστής: Καί σεῖς, παππούλη, τό παίρνετε τό ναρκωτικό σας. Μόνο πού ἐσεῖς τό λέτε Χριστό, ὁ ἄλλος τό λέει Ἀλλάχ, ὁ τρίτος Βούδδα κ.ο.κ.

– Ὁ Χριστός, παιδί μου, δέν εἶναι ναρκωτικό. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου. Αὐτός πού μέ σοφία κυβερνᾶ τά πάντα: ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀπεράντων γαλαξιῶν μέχρι τά ἀπειροελάχιστα σωματίδια τοῦ μικροκόσμου. Αὐτός πού δίνει ζωή σέ ὅλους μας. Αὐτός πού σέ ἔφερε στόν κόσμο καί σοῦ ’χει δώσει τόση ἐλευθερία, ὥστε νά μπορῆς νά Τόν ἀμφισβητῆς, ἀλλά καί νά Τόν ἀρνεῖσαι ἀκόμη.

– Παππούλη, δικαίωμά σας εἶναι νά τά πιστεύετε ὅλα αὐτά. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καί ἀληθινά. Ἀποδείξεις ἔχετε;

– Ἐσύ ὅλα αὐτά τα θεωρεῖς παραμύθια, ἔτσι δέν εἶναι;

– Βεβαίως.

– Ἀποδείξεις ἔχεις; Μπορεῖς νά μοῦ ἀποδείξεις ὅτι ὅσα πιστεύω ἐγώ εἶναι ψεύτικα;

– …

– Δέν ἀπαντᾶς, διότι καί σύ δέν ἔχεις ἀποδείξεις. Ἄρα καί σύ πιστεύεις ὅτι εἶναι παραμύθια. Κι ἐγώ μέν ὁμιλῶ περί πίστεως, ὅταν ἀναφέρωμαι στόν Θεό. Ἐσύ ὅμως, ἐνῶ ἀπορρίπτεις τή δική μου πίστι, στήν οὐσία πιστεύεις στήν ἀπιστία σου, ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά τήν τεκμηριώσης μέ ἀποδείξεις. Πρέπει ὅμως να σοῦ πῶ ὅτι ἡ πίστι ἡ δική μου δέν εἶναι ξεκάρφωτη. Ὑπάρχουν κάποια ὑπερφυσικά γεγονότα, πάνω στά ὁποῖα θεμελιώνεται.

– Μιά στιγμή! Μιά και μιλᾶτε γιά πίστι, τί θά πῆτε στούς Μωαμεθανούς π.χ. ἤ στούς Βουδδιστές; Διότι κι ἐκεῖνοι ὁμιλοῦν περί πίστεως. Κι ἐκεῖνοι διδάσκουν ὑψηλές ἠθικές διδασκαλίες. Γιατί ἡ δική σας πίστι εἶναι καλύτερη ἀπό ἐκείνων;

– Μ’ αὐτή τήν ἐρώτησί σου τίθεται τό κριτήριο τῆς ἀληθείας· διότι βεβαίως ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καί μόνη. Δέν ὑπάρχουν πολλές ἀλήθειες. Ποιός ὅμως κατέχει τήν ἀλήθεια; Ἰδού τό μεγάλο ἐρώτημα. Ἔτσι, δέν πρόκειται γιά καλύτερη ἤ χειρότερη πίστι! Πρόκειται γιά τή μόνη ἀληθινή πίστι!

Δέχομαι ὅτι ἠθικές διδασκαλίες ἔχουν καί τά ἄλλα πιστεύω. Βεβαίως οἱ ἠθικές διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπερέχουν ἀσυγκρίτως. Ἐμεῖς ὅμως δεν πιστεύουμε στόν Χριστό γιά τίς ἠθικές Του διδασκαλίες. Οὔτε γιά τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε γιά τά κηρύγματά Του περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης, ἐλευθερίας και ἰσότητος. Ἐμεῖς πιστεύουμε στόν Χριστό, διότι ἡ ἐπί γῆς παρουσία Του συνοδεύθηκε ἀπό ὑπερφυσικά γεγονότα, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίναι ὅτι εἶναι Θεός.

– Κοιτάξτε. Κι ἐγώ παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστός ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καί μεγάλος ἐπαναστάτης, ἀλλά μήν τόν κάνουμε και Θεό τώρα…

– Ἄχ, παιδί μου! Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄπιστοι τῆς ἱστορίας ἐκεῖ σκάλωσαν. Τό ψαροκόκκαλο πού τούς κάθησε στό λαιμό καί δέν μποροῦσαν νά τό καταπιοῦν, αὐτό ἀκριβῶς ἦταν. Τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός.

Πολλοί ἀπό αὐτοῦς ἦσαν διατεθειμένοι νά ποῦν στόν Κύριο: Μή λές ὅτι εἶσαι Θεός ἐνανθρωπήσας. Πές ὅτι εἶσαι ἁπλός ἄνθρωπος καί ’μεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νά σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις νά εἶσαι Θεός ἐνανθρωπίσας καί ὄχι ἄνθρωπος ἀποθεωθείς; Ἐμεῖς δεχόμαστε νά σέ ἀποθεώσουμε, νά σέ ἀνακηρύξουμε τόν μέγιστο τῶν ἀνθρώπων, τόν ἁγιώτατο, τόν ἠθικώτατο, τόν εὐγενέστατο, τόν ἀνυπέρβλητο, τόν μοναδικό, τόν ἀνεπανάληπτο. Δέν σοῦ ἀρκοῦν ὅλα αὐτά;

Ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ τῶν ἀρνητῶν, ὁ Ἐρνέστος Ρενάν, βροντοφωνεῖ περί τοῦ Χριστοῦ: «Γιά δεκάδες χιλιάδες χρόνια ὁ κόσμος θά ἀνυψώνεται διά σοῦ», εἶσαι «ὁ ἀκρογωνιῖος λίθος τῆς ἀνθρωπότητος ὤστε τό νά ἀποσπάση κάποιος τό όνομά σου ἀπό τόν κόσμο τοῦτο θά ἦταν ἴσο μέ τόν ἐκ θεμελίων κλονισμό του», «οἱ αἰῶνες θά διακηρύσσουν ὅτι μεταξύ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων δέν γεννήθηκε κανένας ὑπέρτερός» σου. Ἐδῶ ὅμως σταματοῦν, καί αὐτός καί οἱ ὅμοιοί του. Ἡ ἐπόμενη φράσι τους; «Θεός ὅμως δέν εἶσαι!»

Καί δέν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὅλα αὐτά συνιστοῦν γιά τήν ψυχή τους μιά ἀνέκφραστη τραγωδία! Τό δίλημμα ἀναπόφευκτα εἶναι ἀμείλικτο: Ἤ εἶναι Θεός ἐνανθρωπίσας ὁ Χριστός, ὁπότε πράγματι, καί μόνον τότε, ἀποτελεῖ τήν ἠθικωτέρα, τήν ἁγιωτέρα καί τήν εὐγενεστέρα μορφή τῆς ἀνθρωπότητος· ἤ δέν εἶναι Θεός ἐνανθρωπήσας, ὁπότε ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἀντιθέτως· ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, τότε πρόκειται γιά τήν ἀπαισιοτέρα, τή φρικτοτέρα καί τήν ἀπεχθεστέρα ὕπαρξι τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας.

– Τί εἴπατε;

– Αὐτό πού ἄκουσες! Βαρύς ὁ λόγος, ἀπολύτως ὅμως ἀληθής. Καί ἰδού γιατί: Τί εἶπαν γιά τόν ἑαυτό τους, ἤ ποιά ἰδέα εἶχαν γιά τόν ἑαυτό τους ὅλοι οἱ πράγματι μεγάλοι ἄνδρες τῆς ἀνθρωπότητος;

Ὁ «ἀνδρῶν ἀπάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε τό: «Ἕν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα».

Ὅλοι οἱ σπουδαῖοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τόν Ἀβραάμ καί τόν Μωϋσῆ μέχρι τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο καί τόν Παῦλο, αὐτοχαρακτηρίζονται «γῆ καί σποδός (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «ἐκτρώματα» κ.τ.τ.(1).

(1) Ἀπό τήν ἱερά ἱστορία βλέπουμε τόν Ἀβραάμ νά αὐτοαποκαλεῖται «γῆ καί σποδός» (Γεν. ιη’ 27). Ὁμοίως καί τόν Ἰώβ (μβ’ 6). Ὁ μέγας Μωϋσῆς διστάζει νά ἀναλάβη τήν ἀποστολή τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο, θεωρώντας τόν ἑαυτό του μικρό καί ἀνεπαρκῆ γιά τό ἔργο αὐτό: «Καί εἶπε Μωϋσῆς προς τόν Θεόν· τίς εἰμί ἐγώ ὅτι πορεύσομαι πρός Φαραώ βασιλέα Αἰγύπτου;… οὐχ ἱκανός εἰμί… ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμί…» (Εξ. γ’ 11, δ’ 10). Παρόμοια λέει ἀργότερα καί ὁ Κριτής Γεδεών: «Κύριέ μου, ἐν τίνι σώσω τόν Ἰσραήλ;… καί ἐγώ εἰμί μικρότερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου…» (Κριτ. Ϛ’ 15). Ὁ Δαυΐδ ὀνομάζει τόν ἑαυτό του «κῦνα τεθνηκότα καί ψύλλον» (Α’ Βασ. κδ’ 15), «σκώληκα καί οὐκ ἄνθρωπον, ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουυδένημα λαοῦ» (Ψαλμ. κα’ 27). Ὁ Ἡσαΐας ἀναφωνεῖ: «ὦ τάλας ἐγώ ὅτι κατανένυγμαι (=ταλαίπωρος ἐγώ· ἔχω συνταραχθῆ), ὅτι ἄνθρωπος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγώ οἰκῶ καί τόν βασιλέα Κύριον Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου» (Ϛ’ 5). Ὁ Ἱερεμίας κραυγάζει: «Ὦ Δέσποτα Κύριε, ἰδού οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμί… ἴασαί με, Κύριε, καί ἰαθήσομαι· σῶσόν με, καί σωθήσομαι· ὅτι καύχημά μου σύ εἶ…» (α’ 6, ιζ’ 14). Οἱ τρεῖς Παῖδες ἐξομολογοῦνται καί γιά τούς ἑαυτούς των καί γιά ὅλο τόν λαό: «…ὅτι ἡμάρτομεν καί ἠνομήσαμεν ἐν πᾶσι καί τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν… ἐν ψυχῇ συντεντριμμένῃ καί πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν (=ἄς γίνουμε δεκτοί)…» (Δανιήλ, Προσευχή Ἀζαρίου 56 καί 15).

Ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής «ὡμολόγησε καί οὐκ ἡρνήσατο· καί ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμί ἐγώ ὁ Χριστός. Καί ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; Καί λέγει· Οὐκ εἰμί. Ὁ Προφήτης εἶ σύ; Καί ἀπεκρίθη Οὔ… Ἐγώ φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τήν ὁδόν Κυρίου… ἐγώ οὐκ εἰμί ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ (=τοῦ Ἰησοῦ) τόν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος…» (Ἰωάν α’ 20 κ.ἑ.). Ὁ μοναδικός, τέλος, καί ἀνεπανάληπτος Παῦλος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του «ἔκτρωμα» καί ἀνάξιον «καλεῖσθαι ἀπόστολον», «ταλαίπωρον ἄνθρωπον», «πρῶτον τῶν ἁμαρτωλῶν» (Α’ Κορ. ιε’ 89, Ρωμ. ζ’ 24, Α’ Τιμ. α’ 15).
Από το βιβλίο του Πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου: “Υποθήκες ζωής”. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου