Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Γέροντα Παΐσιε, αυτός που σιχαίνεται, γιατί το παθαίνει;

– Πές μου, εσύ τί σιχαίνεσαι; 
– Όλα τα σιχαίνομαι. 
– Τότε όλα σ᾿ εσένα θα έρχωνται! Και τα σκουλήκια στα φρούτα ή στα όσπρια και καμμιά τρίχα στο ψωμί κ.λπ.
– Έτσι γίνεται, Γέροντα!
– Δόξα Σοι ο Θεός! Βλέπεις πόσο σε βοηθάει ο Θεός για να το ξεπεράσης; 
– Από τον λογισμό δεν ξεκινάει, Γέροντα, αυτό; Ας πούμε ότι βρήκε η αδελφή μια τρίχα. Ας την βγάλη στην άκρη.
– Αυτό είναι ευλογία! Δώσ᾿ την σ᾿ εμένα, να την πάρω εγώ ευλογία!... Άχ! Θυμάμαι, μια φορά στο Σινά πηγαίναμε κάπου με έναν μοναχό και του έδωσα δυο ροδάκινα. Τον βλέπω, δεν τα τρώει. 
Ήθελε να πάη να τα πλύνη, για να τα φάη, και τα κρατούσε στα χέρια, μην τα βάλη στην τσέπη και κολλήσουν μικρόβια και από την τσέπη! 
Ο αδελφός του που είχε οκτώ παιδιά μου έλεγε: «Περισσότερο σαπούνι ξοδεύει αυτός, για να πλύνη τα χέρια του, παρά η γυναίκα μου με τα οκτώ παιδιά που πλένει!». Και να δήτε τί έπαθε! Εκεί στο Σινά έδιναν σε κάθε καλόγερο και έναν Βεδουΐνο, για να τον εξυπηρετή, να του πηγαίνη το φαγητό κ.λπ. Ο Βεδουΐνος που έδωσαν σ᾿ αυτόν ήταν ο πιο βρώμικος απ᾿ όλους. Κατάμαυρος! 
Μύριζαν τα ρούχα του,μύριζε ολόκληρος. Μια εβδομάδα έπρεπε να τον βάλης στο μουσκιό, για να καθαρίση! Τα χέρια του ήταν..., μην τα ρωτάς! 
Έπρεπε να τα ξύσης με την σπάτουλα! Εν τω μεταξύ, όταν έπιανε το τσανάκι, για να του πάη το φαγητό, έβαζε τα δυο του δάχτυλα μέσα. «Φύγε, φύγε...», του φώναζε εκείνος, μόλις τον έβλεπε. 
Τελικά αυτός ο μοναχός ούτε δυο εβδομάδες δεν κάθησε στο Σινά· έφυγε.
Θυμάμαι, και στο Κοινόβιο είχαμε έναν μοναχό που ως λαϊκός ήταν νωματάρχης. Τον είχαν βάλει διαβαστή, γιατί ήταν μορφωμένος. 
Τόσα χρόνια ήταν στο μοναστήρι και σιχαινόταν. Που να αγγίξη πόμολο! 
Με το πόδι άνοιγε την πόρτα ή σκουντούσε το μάνταλο με τον αγκώνα και μετά καθάριζε με οινόπνευμα το μανίκι που το ακούμπησε! Ακόμη και την πόρτα της εκκλησίας με το πόδι την άνοιγε. 
Και επέτρεψε ο Θεός, όταν γέρασε, να σκουληκιάσουν τα πόδια του, ιδίως το ένα με το οποίο άνοιγε τις πόρτες. 
Ήμουν παρανοσοκόμος, όταν ήρθε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο της Μονής με δεμένο το πόδι. Μου είπε ο νοσοκόμος να το λύσω και εκείνος πήγε να φέρη κάτι γάζες. 
Όταν το άνοιξα, τί να δώ! Πώ, πώ, ήταν γεμάτο σκουλήκια! «Πήγαινε στην θάλασσα, του λέω, πλύν᾿ το, να φύγουν τα σκουλήκια, και έλα να κάνουμε αλλαγή». Που είχε φθάσει! Τί τιμωρία! Εγώ τα έχασα. 
Μου λέει ο νοσοκόμος: «Κατάλαβες από τί είναι αυτό;». «Κατάλαβα, του λέω, επειδή ανοίγει την πόρτα με το πόδι!». 
– Και σ᾿ αυτήν την κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε να ανοίγη την πόρτα με το πόδι;
– Ναί, με το πόδι! Και είχε γεράσει καλόγερος! – Δεν το κατάλαβε; – Δεν ξέρω. Μετά πήγα στην Μονή Στομίου στην Κόνιτσα. Τί θάνατο είχε ποιόςξέρει!
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 
ΛΟΓΟΙ Γ’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου