Απόσπασμα από το βιβλίο του Σεβ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου, «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί».
Εισαγωγή
Παρακολουθούμε τελευταία στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, καθώς επίσης διαβάζουμε σε εφημερίδες και περιοδικά ότι γίνεται πολύς λόγος για τον εθνικισμό.
Πολλοί τονίζουν τον κίνδυνο του εθνικισμού, που απειλεί την ενότητα της Ευρώπης και της οικουμένης. Πραγματικά ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός, αλλά όμως πρέπει να παρατηρηθή ότι συνήθως οι υπέρμαχοι του διεθνισμού αναφέρονται και στο πρόβλημα του εθνικισμού.
Πρόσφατα σε μια εκδήλωση είχα επισημάνει ότι η συζήτηση περί έθνους και εθνικισμού, παρά τις δυσκολίες της, μπορεί να φέρει και μια ισορροπία, αφού έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να γίνεται λόγος μόνο για τον λεγόμενο διεθνισμό. Και, βέβαια, δεν είναι δυνατόν στον δικό μας χώρο να γίνεται συνεχώς λόγος για τον κίνδυνο του εθνικισμού και να τονίζεται –καλώς ή κακώς– η αποδέσμευση από την προβληματική του εθνικισμού, όταν όλοι οι λαοί που μας περιβάλλουν είναι φανατικοί εθνικιστές. Δεν είναι παράδοξο το φαινόμενο εμείς να διακατεχόμαστε από διεθνιστικές ιδέες, να αναφερόμαστε αφηρημένα σε κάποιο τρόπο ζωής, την στιγμή κατά την οποία κινδυνεύουμε να αφανισθούμε και ως έθνος, δηλαδή να χάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έθνος, από την φανατική εθνικιστική επιθετικότητα άλλων λαών που μας περιβάλλουν;
Με όσα θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσω να αντιμετωπίσω το πρόβλημα αυτό μέσα από μερικές πλευρές που δεν τονίζονται σήμερα όσο πρέπει.
Εισαγωγικά όμως για την μη παρερμηνεία των όσων θα λεχθούν στην συνέχεια θα ήθελα να κάνω δύο γενικές και βασικές παρατηρήσεις. Η πρώτη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι υπερεθνική και επομένως αναίρεση του εθνικισμού και φυλετισμού. Αυτό λέγεται επανειλημμένως στο κείμενο που ακολουθεί, ιδίως προς το τέλος αναλύεται διεξοδικά. Και όταν γίνεται λόγος για Ρωμηοσύνη πρέπει να τίθεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αφού ξέρουμε καλά ότι κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η θεολογία της Εκκλησίας διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωμηοσύνη δεν είναι ιδεολογία ούτε ένας ιδιότυπος εθνικισμός, αφού επηρεαζομένη από την Εκκλησία είναι υπερεθνική. Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί σε μια δεύτερη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να ζη σε όλα τη μήκη και τα πλάτη της γης, σε ολόκληρη την οικουμένη, μπορεί να προσλαμβάνη τον άνθρωπο κάθε χώρας και κάθε εποχής και να τον οδηγή στην θέωση. Επομένως όταν κάνω λόγο για την Ρωμηοσύνη την εννοώ σαν ένα τρόπο ζωής, σαν ένα μοντέλο και πρότυπο που μπορεί να βιωθή παντού. Αυτά πρέπει να τονίζωνται γιατί είναι ενδεχόμενο να βλέπουμε την Ρωμηοσύνη μέσα από εθνικιστικά πλαίσια, ενώ πολεμούμε και αρνούμαστε τον εθνικισμό.
1. Η έννοια της λέξεως έθνος
Η λέξη έθνος απαντάται κατ’ αρχάς στον Όμηρο και δηλώνει την ομάδα, το άθροισμα των ανθρώπων που αποτελούν ένα σύνολο. Στον Όμηρο απαντώνται οι φράσεις «έθνος λαών», «Αχαιών έθνος», «Λυκίων μέγα έθνος», «έθνεα πεζών» κλπ. Ο όρος έθνος αναφέρεται ακόμη από τον Όμηρο και στο σύνολο των νεκρών: «έθνεα νεκρών». Επίσης αποδίδεται και στα σμήνη και τις ομάδες των εντόμων και των ζώων. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «έθνεα μυιάων, μελισσάων, ορνίθων» κλπ. Από διαφόρους άλλους αρχαίους συγγραφείς η λέξη έθνος ταυτίζεται με τον λαό, αποδίδεται σε διάφορες φυλές «το Θετταλών... Πενεστικόν έθνος» σε ιδιαίτερες τάξεις ανθρώπων, όπως «έθνος κηρυκικόν, ραψωδών», καθώς επίσης αποδίδεται και σ’ ένα συγκεκριμένο φύλο, όπως «το θήλυ έθνος»1.
Γενικά από την μελέτη των πηγών συμπεραίνεται ότι η λέξη έθνος είχε κατ’ αρχάς φυλετικό χαρακτήρα και έδειχνε τα κοινά γνωρίσματα που συγκροτούν μια ιδιαίτερη φυλή και αυτά είναι η καταγωγή, η θρησκεία και «τα ομότροπα ήθη»2. Μέσα δε στην καταγωγή και τα «ομότροπα ήθη», που αποτελούν τον πολιτισμό ενός λαού, συγκαταλέγεται οπωσδήποτε και η γλώσσα.
Η πολιτιστική ενότητα του ελληνικού έθνους δεν συνδεόταν αναπόσπαστα και με την πολιτική κρατική ενότητα. «Είναι δυνατόν μία εθνότητα να υφίσταται ως εθνότητα πολιτισμού χωρίς να έχη κατορθώσει να οργανωθή εις πολιτικήν κρατικήν ενότητα»3. Έχουμε δε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα τα οποία πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Το ένα είναι η ενότητα των αρχαίων ελλήνων που απαρτιζόταν από την ίδια πολιτιστική κληρονομιά, χωρίς να αποτελούν μια συγκεκριμένη πολιτική κρατική κοινότητα. Το άλλο παράδειγμα είναι η ζωή των Ρωμηών κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν υπήρχε το έθνος χωρίς να υπάρχη και ιδαίτερη κρατική κοινότητα4. Έτσι, λοιπόν, υφίσταται διαφορά μεταξύ έθνους και Κράτους. Το έθνος μπορεί να λειτουργή και χωρίς να υπάρχη Κράτος, καθώς επίσης μπορεί να υπάρχη κρατική ενότητα, χωρίς να υπάρχη συνείδηση της εθνότητος.
Στην Αγία Γραφή ιδιαιτέρως ο πληθυντικός αριθμός έθνη χρησιμοποιείται για να δηλώση τους ειδωλολατρικούς λαούς που δεν πιστεύουν στον αληθινό Θεό, αλλά στα είδωλα. Ο Χριστός στην ομιλία Του στο όρος των Μακαρισμών, αναφερόμενος στην εμπιστοσύνη που πρέπει να έχουν οι δικοί του Μαθητές στην πρόνοια του Θεού, την αντιπαραβάλλει με την νοοτροπία των ειδωλολατρών και λέγει «πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί» (Ματθ. στ', 32). Ο Χριστός παραδόθηκε στα έθνη (Ματθ. κ', 19), και μετά την ανάστασή Του έδωσε εντολή στους Μαθητάς να πορευθούν εις «πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη', 19). Υπάρχουν πάρα πολλά χωρία στην Αγία Γραφή που αναφέρονται σε αυτήν την έννοια του έθνους, δηλαδή ότι τα έθνη ταυτίζονται με τους ειδωλολάτρες που πιστεύουν στα είδωλα.
Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για την αποκάλυψη του Θεού στους Ιουδαίους χρησιμοποιείται ο όρος «λαός του Θεού» και «έθνος των Ιουδαίων». Παρατηρώντας τα σχετικά χωρία μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λέξη έθνος έχει την έννοια και της φυλετικής καταγωγής, αλλά κυρίως και προ παντός της αποκαλυπτικής εμπειρίας, της εκλογής από τον Θεό ενός συγκεκριμένου έθνους για να ενανθρωπήση και σώση ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στην Καινή Διαθήκη το έθνος, που ονομάζεται και «έθνος άγιον», αποσυνδέεται από την φυλετική καταγωγή και συνδέεται στενά με τον λαό του Θεού, με όλους εκείνους οι οποίοι δια του Βαπτίσματος εισάγονται στην Εκκλησία και ενώνονται με τον Χριστό, άσχετα από την φυλετική καταγωγή, την γλώσσα και την προηγούμενη πολιτιστική παράδοση.
Ο Απόστολος Παύλος, καίτοι αποκαλείται διδάσκαλος των Εθνών, αφού αποστέλλεται για να κήρυξη στα Έθνη, εν τούτοις κάνει λόγο για τον λαό του Θεού και τον συνδέει με όλους εκείνους που ενώνονται με την Κεφαλή της Εκκλησίας, που είναι ο Χριστός. Σ’ ένα χαρακτηριστικό χωρίο, στο οποίο προσαρμόζει και χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συνδέει τον λαό του Θεού με τον ναό του ζώντος Θεού, καθώς επίσης και με την κατά Χάριν υιοθεσία. «Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός. διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτορ» (Β' Κορ. στ', 16-18).
Με αυτήν την έννοια και ο Απόστολος Πέτρος αναφέρεται στον λαό του Θεού το έθνος το άγιον που δέχθηκε την άκτιστη Χάρη του Θεού, και οι άνθρωποι έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φώς, οί ποτε ου λαός, νυν δε λαός Θεού, οι ουκ ηλεημένοι, νυν δε ελεηθέντες» (Α' Πέτρ. β', 9-10). Στο χωρίο αυτό που νομίζω αποτελεί κεντρικό χωρίο της Καινής Διαθήκης φαίνεται καλά ότι οι λέξεις λαός και έθνος αποδεσμεύονται από την φυλετική έννοια και συνδέονται με την χαρισματική σχέση Θεού και ανθρώπου που επετεύχθη με την ενανθρώπηση του Χριστού, και την ένταξη των ανθρώπων στο πραγματικό Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Οι Χριστιανοί, που προηγουμένως δεν ήταν λαός, τώρα είναι λαός του Θεού, αφού ελεήθηκαν από Αυτόν, είναι γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον. Και αυτό έγινε διότι ο Χριστός τους κάλεσε από το σκοτάδι της αμαρτίας στο θαυμαστό φως Του.
Άλλωστε είναι γνωστόν ότι οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν σαφή αντίληψη ότι αποτελούσαν το τρίτο γένος, αφού δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε Έλληνες, αλλά ένας καινούριος λαός. Προφανώς η πνευματική σχέση και κοινωνία των μελών της Εκκλησίας αποτελεί υπέρβαση της φυλετικής καταγωγής.
Καίτοι διατηρείται η φυλετική καταγωγή, εν τούτοις υπάρχει μια άλλη σχέση και κοινωνία των ανθρώπων που αποτελούν τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικός ο ύμνος των τεσσάρων ζώων και των εικοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων, που συμβολίζουν σύνολη την Εκκλησία, στο αρνίο της Αποκαλύψεως: «εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε', 9-10).
Είναι σαφές, λοιπόν, από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, ότι από την αρχή ακόμη του ελληνισμού το έθνος συνδεόταν περισσότερο με τα κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και κατά κάποιο τρόπο ήταν υπέρβαση του φυλετισμού και της φυλετικής καταγωγής. Επίσης στην Εκκλησία χωρίς να καταργήται η φυλετική καταγωγή κάθε ανθρώπου, χωρίς να καταργήται η πατρίδα, εν τούτοις υπερβαίνεται με την άκτιστη Χάρη του Χριστού. Γι’ αυτό η Εκκλησία ως έννοια και τρόπος ζωής είναι το μείζον, ενώ η φυλετική καταγωγή είναι το έλασσον. Έτσι η ελληνιστική παράδοση και η αποκαλυπτική εμπειρία στην εκκλησιαστική ζωή, η ένταξη του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού και την κοινωνία της θεώσεως συνιστά την υπέρβαση του εθνικισμού.
Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στο λεγόμενο Βυζάντιο. Κατ’ αρχάς, βέβαια, οι Ρωμαίοι, που κατέκτησαν την Ελλάδα, και πριν από αυτήν την κατάκτηση, αλλοιώθηκαν από την παράδοσή της, αφού όλος ο πολιτισμός και ο τρόπος ζωής τους είχε επηρεασθή από τον ελληνιστικό τρόπο ζωής. Έτσι ο ελληνισμός με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα. Άλλωστε και πριν την κατάκτηση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους ο ελληνισμός είχε οικουμενικό χαρακτήρα με την εκπολιτιστική πορεία του Μ. Αλεξάνδρου στις χώρες της ανατολής. Με την επιλογή όμως του Χριστιανισμού από το Ρωμαϊκό Κράτος και την μεταφορά της πρωτεύουσάς του από την Παλαιά Ρώμη στην Νέα Ρώμη ενισχύθηκε αυτό το υπερεθνικό και οικουμενικό πνεύμα.
Έτσι η Ρωμηοσύνη, η Μεγάλη Ρωμανία, ήταν το άγιον έθνος, όχι με την έννοια του φυλετισμού, αλλά με την έννοια του οικουμενικού πνεύματος της ελληνιστικής παραδόσεως και το υπερεθνικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γι’ αυτό, όταν γινόταν λόγος στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για άγιον έθνος, δεν εντασσόταν σε ρατσιστική και φυλετική νοοτροπία, αλλά σε υπερεθνικιστική, αφού το Ρωμαίϊκο έθνος ήταν αναίρεση του εθνικισμού. Υπήρχαν πολλοί λαοί, πολλά έθνη, αλλά ένα άγιον έθνος, το έθνος των Ρωμαίων, των Ρωμηών.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την ζωή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θα διαπιστώσουμε ότι, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, που εξέφραζαν το Ρωμαίϊκο ήθος, είχαν καθολική συνείδηση και υπερεθνικό χαρακτήρα, εν τούτοις οι αιρετικοί και οι φιλόσοφοι ήταν προσκεκολλημένοι σε φυλετικές έννοιες και σε εθνικιστικές σκοπιμότητες.
2. Η αναίρεση του αληθινού εθνισμού
Από όσα αναφέραμε προηγουμένως φάνηκε, νομίζω, ότι άλλο είναι ο εθνισμός και μάλιστα με την έννοια που επικράτησε σαν τρόπος ζωής κατά την ζωή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και άλλο είναι ο εθνικισμός, που ουσιαστικά αποτελεί αναίρεση του εθνισμού και αίρεση του πραγματικού ουμανισμού.
Το πρόβλημα του εθνικισμού νομίζω ότι εισάγεται με τρία συγκεκριμένα γεγονότα που αποτελούν ιδιαίτερες νοοτροπίες και επιλογές ζωής.
Το πρώτο είναι ότι στον δυτικό χώρο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδίως μετά την κυριαρχία των Φράγκων ευγενών και φυσικά την αποδέσμευση του δυτικού τμήματος από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η λέξη έθνος ταυτίστηκε με την φυλετική καταγωγή και κυρίως με το επακόλουθό του, δηλαδή τις κοινωνικές τάξεις. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην Δύση αντίστοιχα με την λέξη έθνος ήταν τα ονόματα natio, από το ρήμα nascor που σημαίνει γεννώμαι, και gens από το ρήμα gigno που σημαίνει γεννώ. Κατά το Μεσαίωνα η λέξη nationes δηλώνει όχι την καταγωγή, αλλά την περιοχή προελεύσεως κάποιου. Από τον ΙΕ' αιώνα χρησιμοποιείτο η λέξη natio - nationes για να δηλώση μια ορισμένη κοινωνική τάξη που είχε στα χέρια της την πολιτική οργάνωση του Κράτους. Ο Λούθηρος ονόμαζε Deutsche nation τους ευγενείς σε αντίθεση με τον λαό. Ακόμη και κατά τον ΙΖ' και ΙΗ' αιώνα η λέξη nation σήμαινε κυρίως το κοινωνικό στρώμα που διοικούσε το κράτος και όχι την λαϊκή ολότητα5.
Αυτό δεν είναι άσχετο από την υποδούλωση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στους Φράγκους και την ρατσιστική διαίρεση του λαού σε Φράγκους ευγενείς, που ήταν οι φεουδάρχες, και στον λαό. Επίσης δεν είναι άσχετο με τον όρο «αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους». Έτσι, ενώ στην ενωμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν υπήρχαν ρατσιστικές διακρίσεις, αφού πολλές λαότητες αποτελούσαν το ένα Γένος και το ένα έθνος, το έθνος των Ρωμαίων, στην Δύση με την επίδραση των Φράγκων το έθνος αποκτά φυλετική, ρατσιστική και κατά συνέπεια κοινωνική σημασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θεωρητικός της Γαλλικής επαναστάσεως ο Abba Sieyes με το περίφημο πολιτικό του φυλλάδιο για την «τρίτη τάξη» διεκήρυττε ότι ο κύριος εκπρόσωπος της nation, δηλαδή του έθνους είναι η τρίτη τάξη. Γι’ αυτό έκτοτε «εγνωρίσθη το έθνος ως έννοια εκπροσωπούσα την ολότητα των εις την πολιτικήν κοινότητα συμβιούντων πολιτών, ως θεμέλιον της κρατικής οργανώσεως»6. Και αυτό πρέπει να το δούμε μέσα από την άποψη ότι η Γαλλική επανάσταση είναι επανάσταση των Ρωμηών εναντίον των Φράγκων ευγενών, που είχαν κατακυριεύσει τον λαό, είχαν μοιράσει τον δυτικό χώρο σε φέουδα με φοβερές κοινωνικές επιπτώσεις7. Το nation, το έθνος, ταυτίστηκε με την φυλετική και ρατσιστική νοοτροπία των Φράγκων.
Το δεύτερο γεγονός, που συνιστά την αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, αλλά και του αληθινού ουμανισμού, είναι η ταύτιση του έθνους με το γένος. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι είναι συνώνυμες λέξεις, αφού η σύγχυση αυτή επιτείνεται με την λατινική χρήση του όρου έθνος, αλλά νομίζω ότι υφίσταται διαφορά. Ήδη στην αρχαιότητα ο Ηρόδοτος χρησιμοποιούσε την λέξη γένος για να υποδηλώση την υποδιαίρεση του συνόλου, το οποίο σύνολο εκφραζόταν με το έθνος8. Δηλαδή το έθνος δήλωνε περισσότερο την κοινή πολιτιστική παράδοση, ενώ το γένος την ιδιαίτερη φυλή. «Έστι δε Μήδων τοδάδε γένεα». Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την απάντηση του Γεωργίου Γεμιστού –Πλήθωνος στον αυτοκράτορα Εμμανουήλ «Εσμέν γαρ ουν ών ηγείσθε τε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»9.
Είναι φανερό ότι το γένος δηλώνει την φυλετική καταγωγή, τον λαό, ενώ το έθνος την κοινή πολιτιστική παράδοση, δηλαδή την γλώσσα, την παιδεία και την θρησκεία. Μέσα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που ήταν κατά βάση υπερεθνική, υπήρχαν πολλές λαότητες, που όμως είχαν κοινή πολιτιστική και πνευματική παράδοση. Υπήρχαν δηλαδή οι έλληνες κατά την καταγωγή, και άλλοι που δεν ήταν έλληνες την καταγωγή, αλλά ελληνιστές. Κοινή παράδοση όλων ήταν η ορθόδοξη πίστη, που αναιρούσε κάθε εθνικιστική έξαρση. Όταν, λοιπόν, ταυτίζεται το ελληνικό γένος με το έθνος των Ρωμαίων δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπεται ότι όλη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν ελληνική από την άποψη της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά δεν ήταν ελληνική από την άποψη του φυλετισμού. Έτσι η ταύτιση του γένους με το έθνος αναιρεί τον γνήσιο και αληθινό εθνισμό.
Από αυτό που λέγεται εδώ εξαιρείται η περίπτωση που η λέξη γένος δηλώνει το ευρύτερο της λέξεως έθνος, όπως το ανθρώπινο γένος, σχετικά με την ιδιαίτερη εθνότητα του κάθε ανθρώπου.
Το τρίτο γεγονός που αναιρεί τον εθνισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή το έθνος των Ρωμαίων και το ήθος του, είναι αυτή η ίδια η αίρεση ως προς την αλήθεια της αποκαλυπτικής εμπειρίας. Αυτό, βέβαια, μπορεί να φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά εκφράζει μια πραγματικότητα. Αναπτύσσοντας κάπως την σκέψη μου πάνω στο θέμα αυτό μπορεί να γίνη κατανοητότερο.
Η Ορθοδοξία ήταν ο κοινός συνεκτικός και συνδετικός κρίκος στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και όπως γνωρίζουμε η Ορθοδοξία, επειδή οδηγούσε τον άνθρωπο από την μερικότητα στην καθολικότητα, από τον σκοτασμό στον φωτισμό του νοός και την θέωση, ήταν άρνηση κάθε αποκλειστικότητος, κάθε φυλετισμού και εθνικισμού. Στην πραγματικότητα ο εθνικισμός ήταν και είναι το προβάδισμα και ο υπερτονισμός του φυλετισμού σε βάρος της αποκαλύψεως και της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε ότι πάντοτε οι αιρετικοί θεολογούσαν χρησιμοποιώντας την ελληνική φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα υποτιμούσαν την αποκαλυπτική εμπειρία και υπερτιμούσαν την φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων ελλήνων. Αυτό, πιστεύω, δεν ήταν άσχετο από την αίσθηση της φυλετικής καταγωγής. Ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι αληθινά Ρωμηοί έδιναν προτεραιότητα στον Μωϋσή, τους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, τους Αποστόλους και τους αγίους, και είχαν ελληνιστική παιδεία και παράδοση, οι αιρετικοί προτιμούσαν περισσότερο τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους άλλους φιλοσόφους. Έτσι η αίρεση είναι στην πραγματικότητα η αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, δηλαδή της ζωής και του τρόπου σκέψεως του έθνους των Ρωμαίων. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «αγαπώ τους Ρωμαίους ως ομοπίστους, τους δε Γραικούς ως ομογλώσσους»10. Εδώ με τον όρο Γραικοί εννοούνται οι Έλληνες και με τον όρο Ρωμαίοι οι Ορθόδοξοι.
Αυτό το βλέπουμε και στην Δύση μετά την επικράτηση των Φράγκων. Η ταύτιση του έθνους με την φυλετική καταγωγή, και κυρίως τους Φράγκους, η σύνδεση του έθνους με τις κοινωνικές τάξεις, «η αρχή των εθνοτήτων» που δημιουργήθηκε τον ΙΘ' αιώνα κλπ. δεν είναι άσχετα από την αποδέσμευση τους από την ορθόδοξη πίστη και την αύξηση της αγάπης προς τους αρχαίους έλληνας φιλοσόφους, και κυρίως τον Αριστοτέλη. Είναι δε γνωστό ότι οι Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο τους αρχαίους φιλοσόφους, τους καθάρισαν από τις πλάνες, τους διόρθωσαν καί, μπορώ να πώ, ότι έχοντας την αποκαλυπτική εμπειρία, συνέχισαν το ημιτελές έργο τους.
Με όσα είπαμε μέχρι τώρα φαίνεται ότι η Ρωμηοσύνη είναι υπέρβαση του εθνικισμού και φυλετισμού, όπως και κάθε μερικότητος και αποσπασματικότητος, ενώ η απώλεια της Ρωμηοσύνης κλείνει τον άνθρωπο σε ποκίλες διακρίσεις, αφού η αντιρωμηοσύνη είναι αναίρεση του υγιούς εθνισμού.
3. Η αίρεση του εθνικισμού
Ενώ η Ρωμηοσύνη αποτελεί την αναίρεση του εθνικισμού, και είναι η μόνη υγιής έκφραση του αληθινού εθνισμού, αφού συνδέθηκε με το άγιο έθνος, στο οποίο οι άνθρωποι δεν διακρίνονταν βάσει φυλετικών διαφορών, ο εθνοφυλετισμός αντίθετα είναι αίρεση της πραγματικής Ρωμηοσύνης, και θα μπορούσα να ισχυρισθώ ακόμη ότι είναι κατάργηση και αυτού του ιδίου του γνησίου και αυθεντικού ανθρωπισμού.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε τις απόψεις του Οικουμενικού (Ρωμαίϊκου) Πατριαρχείου για τον εθνοφυλετισμό. Πραγματικά το 1872 το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε τον φυλετισμό ως αίρεση. Πριν όμως εξετάσουμε αναλυτικότερα το κείμενο της καταδίκης αυτής, νομίζω πρέπει να δούμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν, καθώς επίσης και όσα επηκολούθησαν από την απόφαση αυτή, που συντονίζονταν προς την έξαρση του εθνοφυλετισμού, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι αναίρεση της Ρωμηοσύνης.
Συγκεκριμένα, της ιστορικής αποφάσεως αυτής προηγήθηκαν η επανάσταση της Ελλάδος, η Βουλγαρική εξαρχία, και ακολούθησε σαν συνέπεια όλων αυτών των ιδεολογιών η κατάληψη του Ρωμαίϊκου Πατριαρχείου της Αντιοχείας από τους Άραβες, αφού, κατόπιν ρωσικής επεμβάσεως, υποδαυλίστηκε ο εθνικισμός των Αράβων.
α) Η Ελληνική επανάσταση του 1821 εντάσσεται μέσα στην προοπτική που είχε αναπτυχθή την εποχή εκείνη, δηλαδή, της καταργήσεως της Ρωμηοσύνης και της αναπτύξεως μικρών εθνικών κρατιδίων.
Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχε ανεπτυγμένη η τάση των υποδούλων Ρωμαίων για την απελευθέρωσή τους, και την εκ νέου ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Την ιδέα αυτή καλλιεργούσε έντονα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και όλοι όσοι διαπνέονταν από βαθειά ρωμαίϊκη συνείδηση. Έτσι και κατά τις παραμονές της Ελληνικής επαναστάσεως κυριαρχούσε η αντίληψη ότι «ήταν δυνατόν η Οθωμανική αυτοκρατορία να αλωθή εκ των έσω από τους Έλληνες με την πάροδο του χρόνου, βαθμιαία και ειρηνικά, σύμφωνα με το ιστορικό προηγούμενο του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»11. Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να τοποθετηθούν τα κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου, των κολυβάδων Πατέρων και ακόμη του λαού που συμμετέσχε στην Επανάσταση12.
Όμως οι Φράγκοι είχαν διαφορετικά σχέδια, αφού απέβλεπαν κυρίως στην κατάργηση του οράματος της αναβίωσης της Ρωμηοσύνης. Και αφού δεν επέτυχαν την τελεία καταστροφή της Ρωμηοσύνης με τις σταυροφορίες και την Φραγκοκρατία, ούτε με τους μισσιοναρίους και όλες τις δυτικές θρησκευτικές προπαγάνδες, «έμενε η λύση του εθνικού κράτους, για να επιτύχει ο βασικότερος στόχος της Φραγκιάς από το σχίσμα και εδώ»13.
Καλλιεργήθηκε έντονα η θεωρία ότι όλες οι ρωμαίϊκες εθνότητες ήταν υποδουλωμένες στους Βυζαντινούς. Έτσι αναπτύχθηκε ο εθνικισμός «καί προωθήθηκε η σύσταση μικρών εθνικών κρατών, με βάση τη διάλεκτο –γλώσσα, με παράλληλη κατάλυση της μακραίωνης συνειδησιακής τους ενότητας»14.
Τα σχέδια των Φράγκων για την ανασύσταση του Ελληνικού Κράτους προωθήθηκαν σημαντικά από τον «πατριάρχη» του ελληνικού διαφωτισμού, Αδαμάντιο Κοραή. Επηρεασμένος από τον αντιβυζαντινισμό που είχε επικρατήσει στον δυτικό χώρο από το μίσος των Φράγκων, απέβλεπε στην ανασύσταση της αρχαίας Ελλάδος και στην αναβίωση του πολιτισμού της, που όμως, όπως έλεγε, είχε φθαρή από τον «βυζαντινισμό και τον τουρκισμό». Κατά τον Κοραή η Ελλάδα έπρεπε να εξευρωπαϊστή. Αυτή είναι η περίφημη αρχή της μετακένωσης σύμφωνα με την οποία όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν στην βάση του ελληνικός, και επομένως αυτός ο πολιτισμός πρέπει να επανέλθη στην κοιτίδα του, την Ελλάδα, να περάση δηλαδή «από τα κοφίνια των αλλογενών εις τα κοφίνια των Ελλήνων»15.
Όμως η πραγματικότητα ήταν ότι και οι κάτοικοι της Ελλάδος, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όπως και οι κάτοικοι άλλων περιοχών είχαν έντονα ανεπτυγμένη την συνείδηση ότι είναι Ρωμηοί, δηλαδή έλληνες, που όμως ανήκουν στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην συνείδησή τους δεν υπήρχε διάσταση μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμηών. Επίσης δεν μπορούσαν να βλέπουν τους αρχαίους μεγάλους έλληνας φιλοσόφους, ανεξάρτητα από τους Πατέρας της Εκκλησίας. Με αυτήν την προοπτική έκαναν την επανάσταση, γι’ αυτό και μετά από αυτήν υπήρχε η μεγάλη ιδέα, η ανασύσταση όλου του Ρωμαίϊκου.
Η Φραγκική όμως προπαγάνδα, που απέβλεπε στην μη αναβίωση της Ρωμαίϊκης ιδέας, φαίνεται εκτός των άλλων και από δύο γεγονότα.
Το πρώτο είναι η προσπάθεια να επικρατήση ο όρος Έλληνες και να καθορισθή η ετυμολογία του, αφού βέβαια αντιπαρατεθή προς το Ρωμηός. Την προσπάθεια αυτή την βλέπουμε καθαρά στις συζητήσεις που έγιναν στην επαναστατημένη Ελλλάδα σχετικά με το σύνταγμα. Γίνεται δηλαδή μεγάλη συζήτηση για να καθορισθή ποιοί ακριβώς πρέπει να θεωρούνται Έλληνες. Η μελέτη των συνταγμάτων και των σχετικών συζητήσεων στις εθνοσυνελεύσεις της επαναστατημένης Ελλάδος αποδεικνύει ότι Έλληνες θεωρούνται όσοι κατοικούν μόνιμα στον χώρο της Ελλάδος και πιστεύουν στον Χριστό. Αυτοί μπορεί να είναι είτε αυτόχθονες είτε ετερόχθονες, που όμως αγωνίστηκαν για την ελευθερία και πολιτογραφήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος. Αυτό σημαίνει ότι έξω από την Ελλάδα δεν υπάρχουν Έλληνες. Σαφώς, λοιπόν, γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ Ελλήνων και Ρωμηών και οπωσδήποτε φαίνεται καθαρά η φραγκική προπαγάνδα να αποξενωθούν οι Έλληνες από τους Ρωμηούς, ώστε να μην υπάρχη και η παραμικρά κίνηση για την ανασύσταση της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας16.
Το δεύτερο γεγονός είναι η απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται πραγματικά για την θλιβερή ιστορία του ελλαδικού αυτοκεφάλου, το οποίο δυστυχώς μιμήθηκαν μετά και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες που αποσχίσθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και βέβαια θα μπορούσε να δοθή από το Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος το αυτοκέφαλο μετά την απελευθέρωση, αλλά αυτό έπρεπε να γίνη κατόπιν συμφωνίας και με ομαλές συνθήκες και όχι με βίαιες ενέργειες και μάλιστα μέσα στην όλη νοοτροπία των Ελλήνων διαφωτιστών, κυρίως τις απόψεις του Αδαμαντίου Κοραή17. Το θλιβερό στην περίπτωση αυτή είναι ότι χρησιμοποιήθηκε η Εκκλησία για την έξαρση και ανάπτυξη του εθνοφυλετισμού. Αυτό είναι φοβερό αν σκεφθή κανείς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να είναι εθνική με την άποψη του εθνικισμού, αφού στην πραγματικότητα είναι υπερεθνική.
Έτσι, λοιπόν, η ελληνική επανάσταση, παρά τα ευεργετικά της αποτελέσματα, παρά την ελευθερία από την τυραννία των Τούρκων, εν τούτοις ανέπτυξε και την αίρεση του εθνοφυλετισμού, δηλαδή του εθνικισμού. Στην πραγματικότητα ήταν άρνηση της Ρωμηοσύνης, εντεταγμένη στα σχέδια των Φράγκων για την αναβίωση των μικρών εθνικών κρατιδίων. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος του Toynbee ότι οι Έλληνες «έκαναν (μέ το ’21) μιάν άφρονη ενέργεια και έχασαν ολόκληρη αυτοκρατορία»18.
β) Ο δεύτερος εθνικισμός που αναπτύχθηκε τον ΙΘ’ αιώνα στα Βαλκάνια ήταν ο βουλγαρικός, όπως το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην Βουλγαρική Εξαρχία και όσα ακολούθησαν από αυτήν. Δεν πρόκειται βέβαια, να αναφερθούμε διεξοδικά στο σοβαρό αυτό θέμα, αλλά να τονίσουμε την άποψη ότι και αυτή η κίνηση εντάσσεται στην προσπάθεια καταλύσεως και καταργήσεως της Ρωμηοσύνης και της αναπτύξεως του εθνικισμού.
Είναι γνωστό ότι η ρωσική πολιτική, ενώ μέχρις ενός σημείου υποστήριζε τις ελληνικές επαναστάσεις για την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα χρησιμοποίησε τους βουλγάρους, στους οποίους ανέπτυξε την εθνική συνείδηση. Ουσιαστικά δεν βοήθησε την επανάσταση και δεν ήθελε την επέκταση του πρώτου τότε ελληνικού Κράτους. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Τσάρου Νικολάου του Α’, που είπε στον Πρεσβευτή της Αγγλίας Σέϋμουρ, όπως τον διατύπωσε ο τελευταίος σε έκθεσή του προς τον Υπουργό των Εξωτερικών της Αγγλίας: «Δεν θέλω επιτρέψη ποτέ ούτε απόπειραν ανοικοδομήσεως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ούτε τοιαύτην επέκτασιν της Ελλάδος ήτις να καταστήση αυτήν ισχυρόν Κράτος»19. Επομένως η ρωσική πολιτική είναι συντονισμένη στην όλη τότε δυτική πολιτική για την ανάπτυξη μικρών εθνικών κρατιδίων και την κατάργηση της ιδέας περί ανασυστάσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827 οι Ρώσοι συνάντησαν βορείως του Αίμου έναν αγροτικό λαό που μιλούσε μια γλώσσα που ομοίαζε με την δική τους. Οι περισσότεροι από αυτούς όταν ρωτήθηκαν τί είναι απήντησαν ότι είναι Ρωμηοί. Ωστόσο οι Ρώσοι μελέτησαν το θέμα και απεκάλυψαν ότι ήταν απόγονοι των παλαιών Βουλγάρων, που όμως είχαν εκρωμαϊσθή, και απεφάσισαν να τους αναπτύξουν την εθνική συνείδηση για να τους χρησιμοποιήσουν για την επιτυχία των σχεδίων τους, να κατέλθουν στο Αιγαίο20.
Βέβαια, πρέπει να λεχθή ότι και προηγουμένως είχαμε προσπάθειες αναπτύξεως της εθνικής συνειδήσεως των Βουλγάρων. Κυριότερος εκπρόσωπος θεωρείται ο βουλγαρικής καταγωγής μοναχός Παΐσιος, ο οποίος στον πρόλογο σχετικού βιβλίου του γράφει τα εξής: «Βούλγαρε, μάθε να γνωρίζης την φυλήν σου και την γλώσσαν σου. Αγάπα την πατρίδα σου και απόθανε δι’ αυτήν. Προσπάθησε να διδαχθής πώς ήτο ωργανωμένος ο λαός σου, μάθε ότι είχες Βασιλείς, Πατριάρχας και Αγίους. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι μας εμπαίζουν διότι είμεθα ταπεινής καταγωγής άνευ Τσάρων, Πατριαρχών και Αγίων, άνευ Ιστορίας. Εγώ όμως δια τούτο αγωνίζομαι να αποδείξω το εναντίον και γράφω την ιστορίαν ταύτην»21.
Δυστυχώς και στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία, που από την φύση της είναι υπερεθνική, χρησιμοποιήθηκε για να προωθήση τα εθνικιστικά σχέδια των Βουλγάρων. Η δυσαρέσκεια του Σουλτάνου για την Κρητική επανάσταση, η επιθυμία του να εκδικηθή τους Έλληνες έγινε εκμεταλλεύσιμο υλικό από την ρωσική πολιτική και έτσι εκδόθηκε Φιρμάνι με το οποίο ιδρυόταν ανεξάρτητη Βουλγαρική Εξαρχία και για πρώτη φορά αναγνωριζόταν βουλγαρική εθνότητα. Ταυτόχρονα χορηγείται άδεια για την ίδρυση Σχολείων22.
Τότε, σε πολλές περιοχές παρατηρήθηκε έντονη δράση των Βουλγάρων για την ανάπτυξη της μεγάλης Βουλγαρίας. Η Βουλγαρική Εξαρχία έγινε το 1870. Δεν πρόκειται να μελετήσουμε εδώ όλο το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, αλλά να δούμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία από την δράση των Βουλγάρων, όπως διασώθηκαν στον κώδικα αλληλογραφίας του Μητροπολίτου Βοδενών (Εδέσσης) Αγαθαγγέλου. Ο Κώδιξ αυτός μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση τελικά εκδόθηκε και αποτελεί σοβαρό αρχειακό υλικό για την μελέτη των βιαιοπραγιών της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην περιοχή της Μητροπόλεως Βοδενών.
Το πρώτο σημείο που φαίνεται καθαρά από την μελέτη του Κώδικος είναι ότι στα Βοδενά υπήρχαν ολίγοι βουλγαρίζοντες, οι οποίοι δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους ήσυχους κατοίκους της πόλεως και της επαρχίας αυτής. Σε μια επιστολή λέγεται: «η Κοινότης της πόλεως Βοδενών έβλεπεν, ότι ως εκ της των ταραχών των εκάστοτε προκαλουμένων υπό των ολίγων ενταύθα οπαδών του βουλγαρισμού...»23. Το κακό του βουλγαρισμού ήλθε στα Βοδενά με την οικογένεια Τζανεσαίων την 11ην Νοεμβρίου 1858. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται «μόλυσμα» και αλλού «βουλγαρικόν μόλυσμα»24. Η επαρχία ήταν ήσυχη και ειρηνική και δεν δημιουργείτο κανένα πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι ανεγνώριζαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο είχε υπερεθνικό χαρακτήρα. Μάλιστα πληροφορούμαστε ότι η ανάγνωση στις Εκκλησίες των Βοδενών της καθαιρέσεως του Χατζή Παύλου, βουλγαριστού ιερέως που δημιουργούσε πολλά προβλήματα, έγινε «μέ γενική και ενθουσιώδη ευχαρίστηση των χριστιανών, και χωρίς να συμβή καμμία ταραχή υπό των βουλγαριστών...»25.
Δεν πρέπει να υποθέση κανείς ότι οι απόψεις αυτές του Βοδενών Αγαθαγγέλου είναι αποκλειστικά δικές του εκτιμήσεις, και ότι υπερβάλλονται τα πράγματα, γιατί και από άλλες μαρτυρίες φαίνεται ότι πραγματικά οι βουλγαριστές ήταν ελάχιστοι και απομονώθηκαν από τους φιλήσυχους κατοίκους της πόλεως, που υπήκουαν στο Πατριαρχείο και είχαν συνείδηση της Ρωμηοσύνης. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που απέστειλαν οι κάτοικοι της πόλεως Βοδενών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 10ην Φεβρουαρίου 1872, στην οποία ομολογούσαν ότι ανήκουν στο Ρωμαϊκό Πατριαρχείο και δεν επιθυμούν να συμπεριληφθούν στην Βουλγαρική Εξαρχία. Η επιστολή έχει ως εξής:
«Παναγιώτατε,
Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν, δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της»26.
Το δεύτερο σημείο από τον κώδικα αλληλογραφίας του Μητροπολίτου Βοδενών Αγαθαγγέλου είναι ότι οι βουλγαρίζοντες δρούσαν στην περιοχή εκείνη με την συνεργασία των ουνιτών, δηλαδή των παπιστών. Φαίνονται εδώ οι κοινές ενέργειες Φράγκων και Βουλγάρων για την μη αναβίωση της Ρωμηοσύνης. Στην Κουμένιτσαν (Γουμένισαν) αποστέλλεται από τους βουλγαρίζοντας διδάσκαλος για να μάθη στα παιδιά τα Ελληνικά και τα Σερβικά. Ο Αγαθάγγελος λέγει ότι «είναι ου μόνον εκ της Βουλγαρικής προπαγάνδας, αλλά και παπιστής»27. Αλλά και στα Γιαννιτσά υπάρχουν ουνίτες τους οποίους ο Αγαθάγγελος προσπαθεί να πλησιάση και να φέρη στην Εκκλησία28.
Το τρίτο σημείο είναι ότι περιγράφονται με τρόπο ρεαλιστικό όλες οι επεμβάσεις και οι βιαιοπραγίες των βουλγαριστών για να προσελκύσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία τους κατοίκους της περιοχής, ώστε στην συνέχεια να διεκδικήσουν βουλγαρική εθνότητα. Επανειλημμένως με την βία καταλαμβάνουν τον Ιερό Ναό των αγίων Αναργύρων Βοδενών κατά την διάρκεια της νυκτός, αλλά τελικά απομακρύνονται από τους Ρωμηούς κατοίκους της πόλεως. Η αγωνία του Αγαθαγγέλου είναι έντονη. Στις επιστολές του διεκτραγωδείται η κατάσταση αυτή, καθώς επίσης και οι βίαιες ενέργειες των βουλγαριστών.
Το τέταρτο σημείο που φαίνεται από τον κώδικα αλληλογραφίας είναι ότι ο Μητροπολίτης Βοδενών Αγαθάγγελος κινείται περισσότερο ως Ρωμηός, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην ρωμαίϊκη ατμόσφαιρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν τον ενοχλεί τόσο η γλώσσα και η τοπική διάλεκτος με την οποία θα ψάλλεται η θεία Λειτουργία, όσο η μη αναγνώριση από όλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκφράζει την συνείδηση του Έθνους των Ρωμηών.
Οι βουλγαριστές των Βοδενών ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο να αναγνωρίση τον ιερέα τους, και να τους παραχωρήση Ιερό Ναό για να τελούν την λατρεία τους στην βουλγαρική γλώσσα. Η απάντηση του Μητροπολίτου είναι χαρακτηριστική: «Εις απάντησιν δε τοις είπον, ότι πρέπει να αναφερθώσι δι’ αναφοράς των περί τούτου, εν ή πρώτον θα δείξωσιν, ότι αναγνωρίζουσι την Εκκλησίαν, συνεπώς δε και εμέ ως κυριάρχην των, και ότι το ζήτημά των είναι γλώσσης μόνον ζήτημα και ουχί θρησκευτικόν, και τότε αφού γίνη σύσκεψις μετά των προυχόντων της πόλεως, αν θα κριθή εύλογον, ημπορεί να τοις δοθή άδεια»29. Φαίνεται ότι εκείνο που ενδιέφερε τότε τους Ρωμηούς δεν ήταν τόσο η γλώσσα, όσο η αναγνώριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επομένως η μη προσχώρηση στον εθνοφυλετισμό, που καλλιεργούσε έντονα η Βουλγαρική Εξαρχία.
γ) Μετά τον ελληνικό και τον βουλγαρικό εθνοφυλετισμό, αναπτύχθηκε και ο αραβικός εθνοφυλετισμός, που υποκινήθηκε πάλι από την ρωσική πολιτική για την αφάνιση της ιδέας της ανασυστάσεως της Ρωμηοσύνης. Δυστυχώς, η καταδίκη του εθνοφυλετισμού από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έγινε το 1872 και θα αναλύσουμε πιο κάτω δεν μπόρεσε να αποτρέψη και τα γεγονότα που συνδέονται με την έξαρση του αραβικού εθνοφυλετισμού.
Είναι γνωστό ότι το έτος 1898 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο τελευταίος των Ελλήνων Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων και το επόμενο έτος εξελέγη ο πρώτος Άραβας Πατριάρχης Αντιοχείας, ο από Λαοδικείας Μελέτιος. Τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν είναι πολύ σημαντικά, γιατί είναι καρπός και αποτέλεσμα της αφυπνίσεως του φυλετισμού των Αράβων. Περιγράφονται δε πολύ γλαφυρά στο ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Μυριανθοπούλου, του οποίου ο πατέρας ήταν παιδικός φίλος του Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος. Εκείνη την κρίσιμη εποχή ο συντάκτης του ημερολογίου βρέθηκε κοντά στον Πατριάρχη. Το ανέκδοτο κείμενό του δημοσιεύθηκε με ικανά εισαγωγικά από τον αείμνηστο Βενέδικτο (Αρχιμ. Παύλο) Εγγλεζάκη. Τόσο στο κείμενο του ημερολογίου όσο και στις εισαγωγικές σημειώσεις βρίσκουμε άφθονο υλικό για το θέμα που μας απασχολεί30.
Δεν πρόκειται, βέβαια, να αναφερθούμε διεξοδικά στα γεγονότα που προηγήθηκαν της παραιτήσεως του τελευταίου Έλληνος Πατριάρχου Αντιοχείας και της αναρρήσεως του πρώτου Άραβος Πατριάρχου. Εδώ θα υπογραμμίσουμε μερικά σημεία που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το θέμα που μας απασχολεί, ότι, δηλαδή, ο φυλετισμός αποτελεί αίρεση της Ρωμηοσύνης.
Το πρώτο σημείο είναι ότι, από το έτος 1724 έως την παραίτηση του Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος, όλοι οι Πατριάρχες αποστέλλονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αυτό έγινε ύστερα από την ατυχή εκλογή ενός δεδηλωμένου Ουνίτου επισκόπου στον Πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας. Με την παρέμβαση αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο διέσωσε την Ορθοδοξία και την οικουμενικότητα31.
Μελετώντας το ημερολόγιο διαπιστώνουμε ότι πραγματικά πολλοί Έλληνες Πατριάρχες και Επίσκοποι ενεργούσαν όχι τόσο φυλετικά, αλλά οικουμενικά, υπερεθνικά. Ο Μυριανθόπουλος στο ημερολόγιό του διαμαρτύρεται ότι οι Πατριάρχες Αντιοχείας που προέρχονταν από τον ιεροσολυμιτικό κλήρο βοηθούσαν περισσότερο από ό,τι έπρεπε τους Άραβας Κληρικούς. Για παράδειγμα γράφεται ότι ο Πατριάρχης Ιερόθεος (1850-1885) «έστελλε τους υποτρόφους εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης ιθαγενείς, καλώς μεν ποιών, αλλά ουδένα Έλληνα»32. Ο δε Γεράσιμος (1885-1891) «εχειροτόνησε τέσσαρες ιθαγενείς Αρχιερείς, και έστειλεν ως υποτρόφους εις Χάλκην άλλους 4, και ουδένα Έλληνα»33. Δεν αποκλείεται στην πληροφορία αυτή να υπάρχη δόση υπερβολής, ίσως και προσωπικού παραπόνου, αλλά πάντως δείχνει την πραγματικότητα ότι, έστω και αν ήταν Έλληνες οι Πατριάρχες, δεν είχαν φυλετική νοοτροπία και γι’ αυτό ανεδείκνυαν και Άραβες στον αρχιερατικό βαθμό.
Αυτό διαπιστώνεται από το ότι την εποχή αυτή που μελετάμε (1897-1899) στην διαμάχη για την κατάληψη του Πατριαρχικού θρόνου Αντιοχείας από Άραβες, οι περισσότεροι που πρωτοστάτησαν ήταν Άραβες Αρχιερείς. Ο διάδοχος του Σπυρίδωνος, ο από Λαοδικείας Μελέτιος, είχε προσληφθή από παιδί στο Πατριαρχείο, όπου έμαθε την ελληνική γλώσσα34. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλους Αρχιερείς. Επίσης είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Σπυρίδων μόλις εξελέγη Πατριάρχης διόρισε ως Σχολάρχη Δαμασκού τον Άραβα Αρχιμανδρίτη Παύλο, τον οποίο έκανε και Αρχιγραμματέα της Συνόδου35. Φαίνεται από τα λίγα αυτά παραδείγματα ότι δεν ενεργούσαν οι Ρωμηοί Αρχιερείς φυλετικά, αλλά υπερεθνικά.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι ο φυλετικός αραβισμός που είχε αρχίσει προηγουμένως υποδαυλίστηκε τελικά και υποκινήθηκε από την ρωσική πολιτική. Στο ημερολόγιο φαίνεται πολύ καθαρά ο ενεργός ρόλος του ρώσου Προξένου Αλεξίου Belyaev, ο οποίος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, είχε θέσει ως σκοπό την άνοδο ιθαγενούς Πατριάρχου στον θρόνο της Αντιοχείας36. Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικά πρόχειρα παραδείγματα στα οποία αποδεικνύεται αυτή η αλήθεια.
Ο Ρώσος Πρόξενος παρακινούσε τους Αρχιερείς να κηρύξουν έκπτωτο τον Πατριάρχη Σπυρίδωνα. «Οι Αρχιερείς εκήρυξαν έκπτωτον τον Πατριάρχην Σπυρίδωνα τη υποκινήσει του Ρώσσου Προξένου Αλεξίου Μπηλάγιεφ, όστις σπεύσας μετέβη εις Σεϊδνάγιαν προς επίσκεψιν και παραπλάνησιν του Πατριάρχου, όστις όμως δεν εδέχθηκε τούτον»37. Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι ο Ρώσος Πρόξενος μετέβη «εις το Πατριαρχείον, όπου συνωμίλησε μετά των ιθαγενών Αρχιερέων»38. Άλλοτε σε σχετική συνομιλία με τον Μητροπολίτη Σελευκείας «εχειρονόμει, ωσεί επιτάσσων, ίνα γένηταί τι προς διαφώτισιν του λαού, και διεγείρων αυτόν κατά των Ελλήνων»39. Αναφέρονται πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες γινόταν θεία Λειτουργία με αφορμή κάποια ρωσικά γεγονότα και ότι τα περισσότερα λέγονταν στην ρωσική γλώσσα. Κάπου σημειώνεται «Εγένετο δοξολογία προς τιμήν της μητρός του Τσάρου, ής μετέσχον μόνον οι ιθαγενείς Αρχιερείς»40.
Η ενεργός δε συμμετοχή της ρωσικής πολιτικής φαίνεται από ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός. Θα το παραθέσω γιατί είναι αρκετά εύγλωττο: «εορτή του Τσάρου Νικολάου. Ο Ρώσος Πρόξενος Α. Μπηλάγιεφ προσεκάλεσεν, αντί του κανονικού Τοποτηρητού, τον Λαοδικείας, συλειτουργήσαντα μετά των Σελευκείας και Τύρου και Σιδώνος. Εκήρυξεν ο Επιφανείας. Ετελέσθη δοξολογία. Τα πάντα εψάλησαν ρωσσιστί, ιδίως υπό μαθητριών. Κατά την δοξολογίαν εχοροστάτησεν ο Αρκαδίας. Μετά ταύτα οι ιθαγενείς Αρχιερείς μετέβησαν εις το Ρωσσικόν Προξενείον, και εχαιρέτησαν. Οι ημέτεροι ούτε εις την εκκλησίαν ούτε εις το Προξενείον, αλλ’ ετηλεγράφησαν απ’ ευθείας προς τον Τσάρον συγχαρητήρια, καθώς και εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον τα γιγνόμενα»41.
Επίσης είναι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα τα οποία αποδεικνύουν την ενεργοποίηση της ρωσικής πολιτικής στην εκδίωξη του τελευταίου Έλληνος Πατριάρχου Σπυρίδωνος και την κατάληψη του Πατριαρχικού θρόνου Αντιοχείας από Άραβα Πατριάρχη.
Το ένα γεγονός είναι ότι, ενώ η Οθωμανική κυβέρνηση δεν δεχόταν ακόμη να ενθρονισθή ο νέος εψηφισμένος Πατριάρχης, ο ρωσικός στόλος της Μεσογείου έπλευσε στην Βηρυττό και ο Ρώσος Ναύαρχος πήγε στην Δαμασκό για να χαιρετίση τον εψηφισμένο Άραβα Πατριάρχη42. Αυτό, βέβαια, ήταν μια πράξη που έδειχνε την υποστήριξη της Ρωσίας στον νέο Πατριάρχη.
Το άλλο γεγονός είναι ότι κατά την ενθρόνιση του νέου Άραβος Πατριάρχου Μελετίου παρίστατο ο Ρώσος Πρόξενος καταλαμβάνοντας σημαντική θέση στον Ναό, λόγω δε της επιτυχίας του αυτής βραβεύθηκε από την Ρωσική Κυβέρνηση. Στο ημερολόγιο του Μυριανθοπούλου λέγεται: Η ενθρόνιση έγινε στον Πατριαρχικό Ναό «προεξάρχοντος του Ρώσου Προξένου Αλεξίου Μπηλιάγιεφ, όστις, ειρήσθω εν παρόδω, αμειφθείς δι’ όσα διέπραξεν, ώστε να εκλεγή ιθαγενής Πατριάρχης Αντιοχείας, προήχθη εις Γενικόν Γραμματέα της εν Ρωσσία Παλαιστινείου Εταιρείας»43.
Από όλα αυτά φαίνεται ότι ο εθνοφυλετισμός είτε είναι ελληνικός, είτε βουλγαρικός, είτε αραβικός είναι διάσπαση της Ρωμηοσύνης και αίρεση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν η φυλή να τίθεται υπεράνω της ενότητος την οποία διασφαλίζει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία.
4. Ο όρος της τοπικής Συνόδου του 1872
Προηγουμένως είχαμε αναφερθή σε μερικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στα Βοδενά (Έδεσσα) κατά την εποχή της δημιουργίας της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που κέντρο τους είχαν τον εθνοφυλετισμό. Έγινε λόγος για το ότι η Σύνοδος του έτους 1872 στην Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τον φυλετισμό που εισέρχεται στα ενδότερα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θέλει τα πάντα να ρυθμίζωνται βάσει αυτού. Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική γι’ αυτό θα ήθελα να την αναλύσουμε περισσότερο.
Του όρου της Συνόδου αυτής προηγείται ευρεία έκθεση που μας διαφωτίζει γύρω από την ετεροδιδασκαλία του φυλετισμού. Η Έκθεση της Επιτροπής χωρίζεται σε τρία βασικά τμήματα. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός ότι οι αποσκιρτήσαντες Βούλγαροι από την εξάρτηση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως «αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν του φυλετισμού». Στο δεύτερο τμήμα αναπτύσσεται η άποψη ότι η αρχή του φυλετισμού αντιβαίνει στην διδασκαλία του Ευαγγελίου και είναι εντελώς άγνωστη στην Εκκλησία του Χριστού, ανατρέπει δε το ιερό της πολίτευμα. Και στο τρίτο τμήμα γίνεται λόγος για τις αντικανονικές ενέργειες που έγιναν από αυτούς που αποσκίρτησαν από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως44.
Μετά την έκθεση της αρμοδίας Επιτροπής παρατίθεται ο όρος της τοπικής αυτής Συνόδου. Σε αυτόν φαίνεται ποιά είναι η άποψη της Ορθοδόξου Εκκλησίας πάνω στο σοβαρό αυτό ζήτημα, που απασχολεί και την εποχή μας, δεδομένου μάλιστα ότι και σήμερα, με διαφορετική βεβαίως μορφή, επικρατεί ο εθνοφυλετισμός. Οι διενέξεις στα Βαλκάνια δεν είναι άσχετες από αυτό το γεγονός.
a) Διαίρεση του Συνοδικού όρου45
Στην αρχή προτάσσεται ο απαραίτητος πρόλογος που δικαιολογεί τον λόγο για τον οποίο συνήλθαν οι Πατέρες στην Σύνοδο εκείνη. Αναφέρεται ο αποστολικός λόγος: «προσέχειν εαυτοίς και παντί τω πομνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού. ήν περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος». Οι ποιμένες εντέλλονται να γρηγορούν για την διαφύλαξη της ποίμνης από τους λύκους που λαλούν διεστραμμένα. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα καθήκοντά τους.
Στην συνέχεια λέγεται ότι στην κατηγορία των αιρετικών ανήκουν και οι Βούλγαροι εκείνοι που κηρύττουν «την καινήν δόξαν» του φυλετισμού και σύστησαν φυλετική παρασυναγωγή. Γι’ αυτό και συνήλθαν οι Πατέρες σε Σύνοδο για να αντιμετωπίσουν την παράδοξη αυτή διδαχή.
Διακηρύσσεται ότι ο φυλετισμός είναι όχι μόνον ξένος προς την Εκκλησία, αλλά και πολέμιος. Δηλαδή ο εθνοφυλετισμός δεν μπορεί να συμβιβασθή με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται η ιδιαίτερη φυλή και το ιδιαίτερο έθνος σε βάρος της Καθολικής Πίστεως, γιατί αυτό διασπά την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία στηρίζει η Χάρη του Θεού και οι αγώνες των αγίων Πατέρων.
Μετά από αυτά ακολουθεί η καταδίκη και η αποκήρυξη τόσο του φυλετισμού όσο και αυτών που τον αποδέχονται και δημιουργούν φυλετικές παρασυναγωγές, καθώς επίσης και όλων εκείνων που συμφωνούν με τις αντικανονικές ενέργειες των εθνοφυλετιστών. Όλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ξένοι προς την Εκκλησία του Χριστού και επομένως σχισματικοί.
Ο επίλογος του όρου είναι μια προσευχή προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό για να διατηρή την Εκκλησία «άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω των αποστόλων και των προφητών», καθώς επίσης να δώση μετάνοια σε όσους αποσκίρτησαν από την Εκκλησία, ώστε να επιστρέψουν σε αυτήν και να δοξάζουν με όλα τα άλλα μέλη της «τον μέγαν της ειρήνης άγγελον και Θεόν».
Παρά το ευσύνοπτο του όρου, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους τους όρους των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, είναι αξιοπρόσεκτος και περιέχει τα βασικά σημεία πάνω στο θέμα που απησχόλησε τότε την Εκκλησία του Χριστού.
b) Ανάλυση του Συνοδικού όρου
Κατ’ αρχάς το Συνοδικό αυτό κείμενο δεν το υπέγραψε μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος, αλλά και οι πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος, Γρηγόριος και Ιωακείμ. Πέρα από αυτούς υπογράφηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο και πολλούς άλλους Μητροπολίτας του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επομένως το κείμενο αυτό έχει καθολική ισχύ.
Επίσης εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι οι Πατέρες έχουν συνείδηση ότι ενεργούν ως φορείς της Παραδόσεως, εμπνεόμενοι από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Γράφουν και ενεργούν με τον ίδιο τρόπο που θα έγραφαν και θα ενεργούσαν για κάποια αίρεση. Αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι ο φυλετισμός τελικά είναι μια εκκλησιολογική αίρεση, αφού διασπά την ενότητα της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε Χριστολογική αίρεση είναι ταυτόχρονα και εκκλησιολογική όπως και κάθε εκκλησιολογική αίρεση είναι και Χριστολογική. Λέγεται στο κείμενο ότι όπως οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους «εξ ενός και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα», έτσι και αυτοί αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι.
Στο κείμενο δίνεται ο ορισμός του φυλετισμού. Οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό, «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία». Φυσικά, όπως φαίνεται στην φράση αυτή, δεν καταδικάζεται η φυλή και η πατρίδα κάθε Χριστιανού, αλλά οι φυλετικές διακρίσεις και οι εθνικές έριδες, που γίνονται μέσα στην Εκκλησία. Όταν υποστηρίζεται ότι μια φυλή είναι ανώτερη από την άλλη, και όταν αυτό γίνεται σε βάρος της ενότητος της Εκκλησίας, αυτό δεν συνιστά εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξο ήθος.
Αυτό είναι συνάρτηση των όσων λέγαμε προηγουμένως ότι στην Ρωμηοσύνη δεν υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις, δηλαδή η Εκκλησία του Χριστού, όπως εκφραζόταν στην Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικότητα υπερεθνική. Οι εθνικιστές Βούλγαροι προήλθαν «εκ μέσου του ευσεβούς βουλγαρικού λαού». Ο Βουλγαρικός λαός ανήκε στην Ρωμηοσύνη και είχε ενότητα με όλες τις άλλες λαότητες που υπήρχαν στην Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία. Για τον φυλετισμό λέγεται ότι αποτελεί «καινήν τινα δόξαν», πρόκειται «διά την του κακού διάδοσιν», είναι πρωτοφανής «φυλετική παρασυναγωγή» που έγινε με αθέτηση των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, και φυσικά όσοι επεχείρησαν την δημιουργία αυτής της παρασυναγωγής είναι «απαυθαδιάσαντες». Ο φυλετισμός είναι «ξένος» προς την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη».
Δεν διστάζουν οι Πατέρες της Συνόδου αυτής να χαρακτηρίσουν την Βουλγαρική Εξαρχία παρασυναγωγή και φυσικά τους εξαρχικούς ως «αλλοτρίους της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και αυτό δη τούτο Σχισματικούς». Αυτό σημαίνει ότι δεν ενεργεί η Χάρη του Θεού σε τέτοιες παρασυναγωγές. Γι’ αυτό και οι ευχές και ευλογίες τους είναι ανίερες.
Ο Συνοδικός αυτός όρος είναι πολύ σημαντικός για το ορθόδοξο ήθος. Δείχνει ότι η Εκκλησία διέβλεψε τον μεγάλο κίνδυνο του φυλετισμού, που στην πραγματικότητα συνιστά τον εθνικισμό. Δεν μπορεί να διασπάται η ενότητα της Εκκλησίας με κριτήρια κτιστά και πεπερασμένα, δεν μπορεί η Εκκλησία να γίνη εθνική, δηλαδή από υπερεθνική να περιπέση στον φυλετισμό. Ουσιαστικά στο κείμενο αυτό βλέπουμε την παράδοση της Ρωμηοσύνης.
5. Η υπέρβαση του εθνικισμού
Μέχρι τώρα εξετάσαμε την αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, αλλά και την αίρεση του εθνικισμού. Ο εθνικισμός συνιστά μια διαίρεση, που καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, ακριβώς γιατί προτάσσεται ο φυλετισμός σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους.
Όμως πρέπει να παρατηρηθή κάτι που δυστυχώς ξεφεύγει από την προσοχή εκείνων που αναφέρονται στον κίνδυνο του εθνικισμού. Και αυτό είναι ότι ο εθνικισμός, το να κλείνεται κανείς στον χώρο και τον χρόνο, να περικλείεται στα φυλετικά όρια, είναι στην πραγματικότητα μια φυσική κατάσταση στην αφύσικη μεταπτωτική ζωή.
Ο Θεός δεν έπλασε τους ανθρώπους για να είναι άρχοντες και αρχόμενοι, κύριοι και δούλοι. Στην αρχή της δημιουργίας, ο άνθρωπος δεν ήταν χωρισμένος σε φυλές και εθνότητες, ούτε υπήρχε μεταξύ τους ανταγωνισμός. Όλα αυτά είναι καρποί και αποτελέσματα της πτώσεως του ανθρώπου, της εξόδου από τον Παράδεισο, της απωλείας της θεοκοινωνίας.
Στο βιβλίο της Γενέσεως μετά τον κατακλυσμό του Νώε, αναφέρεται ότι οι άνθρωποι ομιλούσαν μια κοινή γλώσσα. «Και ην πάσα η γη χείλος έν, και φωνή μια πάσι» (Γεν. ια’, 1). Όταν όμως κατασκεύαζαν τον πύργο της Βαβέλ, που ήταν δείγμα αλαζονείας, τότε ο Θεός δημιούργησε σύγχυση στις γλώσσες και τους διασκόρπισε σε όλο το πρόσωπο της γής. Γράφεται στην Αγία Γραφή: «Και είπε Κύριος, ιδού γένος έν και χείλος έν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει απ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν, δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσα, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον. και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γης...» (Γεν. ια’, 6-8).
Φαίνεται στο χωρίο αυτό ότι η διαίρεση των γλωσσών, η σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, η διαίρεσή τους, ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου. Ο Θεός τελικά συνεχώρησε και ευλόγησε αυτήν την απομάκρυνση, αποβλέποντας στο γενικότερο συμφέρον, αφού ήδη είχε προηγηθή μια άλλη καταστροφή δια του κατακλυσμού.
Η εκ νέου ενότητα μεταξύ των ανθρώπων επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Χριστού, τον Σταυρό, τον θάνατο, την Ανάστασή Του και την έλευση του Παρακλήτου. Η Εκκλησία είναι ο νέος Παράδεισος, μέσα στην οποία ο άνθρωπος αποκτά πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι παραμένει η ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της πατρίδος, που δεν καταργούνται, εν τούτοις υπερβαίνονται με την απόκτηση μιας άλλης γλώσσης, της νοεράς καρδιακής προσευχής, που είναι αποτέλεσμα της λήψεως του Αγίου Πνεύματος.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην εκκλησιαστική λατρεία γίνεται ένας συσχετισμός μεταξύ της Βαβέλ και της Πεντηκοστής. Χαρακτηριστικό είναι το Κοντάκιο της εορτής: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος, ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Στο τροπάριο αυτό φαίνεται ότι ο Θεός διεμέρισε τα έθνη και τις γλώσσες, αλλά τελικά δια του Αγίου Πνεύματος και δια της διανομής της κοινής γλώσσας του πυρός οι άνθρωποι απέκτησαν ενότητα μεταξύ τους. Έτσι, παρά τον χωρισμό και την διαφοροποίηση των γλωσσών, εν τούτοις υπάρχει μια κοινή γλώσσα. Και αν ερμηνεύσουμε την Πεντηκοστή μέσα από την πατερική διδασκαλία, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό σημαίνει ότι όσοι φθάνουν στην βιώση της Πεντηκοστής, στην θεωρία του Θεού, αποκτούν και ενότητα μεταξύ τους.
Αυτό δείχνει ότι ο φυλετισμός, το κλείσιμο στα στενά όρια του εθνοφυλετισμού, που βεβαίως γίνεται σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους, είναι φυσική ζωή μέσα στην παρά φύση κατάσταση του ανθρώπου. Η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού γίνεται μόνο με την μέθεξη της ενοποιού δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό μπορούμε να το δούμε αναλυτικότερα σε τρία σημεία, που θα ήθελα να θίξω στα επόμενα, και τα οποία βεβαίως είναι επέκταση των όσων είπαμε προηγουμένως.
Το πρώτο σημείο είναι ότι ο άνθρωπος μετά την πτώση, όπως λέγει η Αγία Γραφή, φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες. Οι άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας τί είναι αυτοί οι δερμάτινοι χιτώνες, δίνουν και αλληγορική σημασία, ότι δηλαδή είναι η φθορά και η θνητότητα. Λόγω της φθοράς και της θνητότητος, αναπτύσσονται στον άνθρωπο διάφορα πάθη, το κυριότερο των οποίων είναι η φιλαυτία. Ο άνθρωπος στην μεταπτωτική ζωή αισθάνεται ανασφάλεια, φόβο και αγωνία, λόγω του θανάτου. Η ιδιοτέλεια, η ιδιοκτησία, η κατοχή και αύξηση πολλών υλικών αγαθών, η φιλοδοξία είναι συνάρτηση αυτής της καταστάσεως. Ο άνθρωπος κλείνεται ερμητικά μέσα στα κτιστά περιοριστικά όρια, μέσα στην φυλακή του εγώ. Είναι φυσικό, λοιπόν, στην παρά φύση ζωή, να αισθάνεται ασφαλής μέσα στην γλώσσα και την φυλή του, την οποία βλέπει σαν προέκταση του εαυτού του και της οικογενείας του. Δεν μπορεί να αγαπήση τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να προσφερθή στην κοινωνία θυσιάζοντας την οικογένειά του, δεν μπορεί να υπερβή τον φυλετισμό.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι αυτή η υπέρβαση του φυλετισμού επιτυγχάνεται δια του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Ο Θεός καλεί όλα τα έθνη να δεχθούν την Αποκάλυψη, που δόθηκε δια του Χριστού στους ανθρώπους. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας ο άνθρωπος εισάγεται και ζη σε μια οικογένεια, που είναι υπεράνω της ατομικής του οικογένειας και αυτής της ιδίας του της πατρίδος. Χωρίς να καταργούνται οι οικογενειακές και εθνικές σχέσεις, αποκτά μια άλλη ευρύτερη οικογένεια. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος υπερβαίνει τον ατομισμό του και τις ατομικιστικές επιλογές. Ένας σύγχρονος μοναχός του Αγίου Όρους λέγει ότι ο άνθρωπος εισαγόμενος μέσα στην Εκκλησία, ακόμη δε και ο μοναχός που αρνείται να κάνη δική του οικογένεια εισέρχεται μέσα στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, δηλαδή κάνει οικογένεια και πατρίδα του όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και το άγιο Βάπτισμα λέγεται αναγέννηση, αφού η κολυμβήθρα είναι η πνευματική μήτρα της Εκκλησίας.
Με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, και όπως Εκείνος έτσι και αυτός αγαπά όλο τον κόσμο. Η θεία Ευχαριστία που τελείται «κατά πάντα και δια πάντα» ενώνει όλους τους Χριστιανούς, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικά φύλα και έθνη. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να βλέπη κανείς Ορθοδόξους Χριστιανούς διαφόρων φυλών και χρωμάτων να μετέχουν του ιδίου ποτηρίου και να προσεύχωνται από κοινού κατά την διάρκεια της θείας λατρείας, ιδιαιτέρως δε κατά την θεία Λειτουργία.
Η ασκητική ζωή, που συνδέεται στενώτατα με την μυστηριακή ζωή, βοηθά τον άνθρωπο να αποβάλη την φιλαυτία και να αποκτήση την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Φυσικά η άσκηση δεν είναι ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά ενέργεια της θείας Χάριτος και συνέργεια του ανθρώπου. Όταν αποκτήση κανείς αυτήν την αγάπη, ξεπερνά τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων (βλ. Α’ Κορ. ιγ’, 1). Οι θεούμενοι επειδή μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά, αποβάλλουν την φιλαυτία, γι’ αυτό και είναι φυσικοί άνθρωποι, έχουν μεγάλη καρδιακή χωρητικότητα και είναι παγκόσμιοι άνθρωποι. Αγαπούν όλον τον κόσμο και προσεύχονται γι’ αυτόν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας οικουμενικότητος που είναι καρπός της βιώσεως της προπτωτικής ζωής, είναι ο σύγχρονος άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Όποιος διαβάσει τα γραπτά του θα διαπιστώση ότι ήταν Ρώσος, έζησε στο Άγιον Όρος, αλλά προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Καίτοι είχε ρωσική καταγωγή, εν τούτοις εκκλησιαστικά δεν ήταν ούτε Ρώσος, ούτε Έλληνας, αλλά άγιος που αγκάλιαζε από αγάπη και με αγάπη όλον τον κόσμο. Χωρίς να κάνη ταξίδια στις διάφορες χώρες, γνώριζε την τραγωδία και το δράμα των ανθρώπων και προσευχόταν γι’ αυτούς. Γι’ αυτό ένας άγιος δεν μπορεί να είναι κατάσκοπος, φυλετιστής και εθνικιστής, γιατί όλες αυτές οι περιοριστικές αγάπες έχουν καταποθή από την μεγάλη αγάπη του Χριστού.
Ένα παράδειγμα οικουμενικότητος είναι το Άγιον Όρος. Οι μοναχοί προέρχονται από πολλές πατρίδες, αλλά όλοι το αισθάνονται μοναδική τους πατρίδα. Το Αγιώνυμο Όρος είναι ο μόνος χώρος πάνω στην γη στον οποίο δεν γεννιώνται άνθρωποι αλλά μόνο ζουν και πεθαίνουν. Όμως όλοι το αισθάνονται σαν πραγματική τους πατρίδα, γιατί εκεί αναγεννιώνται πνευματικά. Είναι μια κοινοπολιτεία αγάπης και ειρήνης. Και αν κάποτε στο παρελθόν παρατηρήθηκε μια εθνικιστική έξαρση από μια πλευρά, αυτό θεωρήθηκε ως αίρεση και γρήγορα κατεστάλη από την ύπαρξη θεουμένων που βίωναν και βιώνουν την αληθινή οικουμενικότητα. Έτσι το Άγιον Όρος μας δείχνει περίπου πώς μπορεί να λειτουργήση μια ορθόδοξη κοινοπολιτεία. Η μελέτη του τρόπου διακυβερνήσεως και ζωής, πρέπει να γίνη αντικείμενο σοβαράς επιστημονικής μελέτης, γιατί θα δείξη πώς μπορούν να υπερβαίνωνται όλες οι φυλετικές διακρίσεις.
Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Χριστιανοί δεν περιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά τα μεταμορφώνουν και τα αγιάζουν με την Χάρη του Θεού. Έχει παρατηρηθή46 ότι δεν νοείται χρόνος χωρίς τον χώρο, ούτε χώρος χωρίς τον χρόνο. Όμως πολλές φορές φαίνεται να υπάρχη μια αντιπαλότητα μεταξύ του χώρου και του χρόνου. Ο αρχαίος προχριστιανικός και ελληνικός κόσμος διακρινόταν για την εξουσία του χώρου. Αυτό σημαίνει ότι βρισκόταν στην κυριαρχία του θανάτου. Από την άλλη όμως πλευρά το έργο της θείας οικονομίας «δημιουργεί μια καινούργια προοπτική, που παραμερίζει την κυριαρχία του χώρου και αναβαθμίζει τον χρόνο»47. Ο Θεός καλεί τον Αβραάμ να εξέλθη από την γη του και την συγγένειά του και να παραδοθή ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν, έως ότου του φανερώσει που πρέπει να μείνη. Έτσι ο Αβραάμ εγκαταλείπει τον χώρο και αφήνεται στην Πρόνοια του Θεού, δηλαδή παραδίδεται στον Θεό για να του δείξη την νέα γη κατά την διάρκεια του χρόνου.
Μέσα στην Εκκλησία τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, εξαγιάζονται από την Χάρη του Θεού. Μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο μπορούμε να ζήσουμε το αιώνιο, την βασιλεία του Θεού.
Για να καταλάβουμε αυτήν την διαφορετική ενέργεια του χώρου και του χρόνου πρέπει να πούμε ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Δηλαδή δύο αγαπημένοι άνθρωποι μπορούν να ζουν σε διαφορετικούς χώρους, σε διαφορετικά σημεία της γής, σε διαφορετικές πατρίδες, αλλά να ζουν ενωμένοι στον ίδιο χρόνο, δηλαδή στην ίδια χρονική στιγμή είναι ενωμένοι με την ανάμνηση και την νοσταλγία. Καίτοι ακόμη τους χωρίζει ο χρόνος είναι δυνατόν να αισθάνωνται, έστω και μια περιορισμένη κοινωνία με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Βέβαια και αυτή η ενότητα είναι περιοριστική, γιατί ακόμη επικρατεί ο θάνατος. «Η ενοποιός ιδιότητα του χρόνου μπορεί να καταξιωθεί, μόνο όταν συνδυαστεί με την νίκη εναντίον του θανάτου»48. Μόνον μέσα στην Εκκλησία νικάται ο θάνατος, αφού η Εκκλησία είναι κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων, αγγέλων και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων.
Όταν ο άνθρωπος περιορίζεται μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του χώρου και δεν προχωρεί στον χρόνο και προ παντός, όταν δεν υπερνικά με την Χάρη του Θεού τον χώρο και τον χρόνο, τότε είναι εθνικιστής και φυσικά ειδωλολάτρης. Παρατηρεί σχετικά ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους. Και τα επιμέρους στοιχεία, με τα οποία συνδέονται οι άνθρωποι σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή, τους ξεχωρίζουν από τους ανθρώπους άλλων περιοχών. Τα εθνικά στοιχεία, όταν απολυτοποιούνται, μεταμορφώνονται σε είδωλα. Έτσι ο εθνισμός (ως εθνικισμός) συμπίπτει με την ειδωλολατρεία. Και επειδή ο εθνισμός περιορίζεται πάντοτε στο χώρο, είναι πολυθεϊστικός»49. Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Επειδή όμως και πάλι υπάρχει ο θάνατος, γι’ αυτό μόνο με την νίκη εναντίον του θανάτου υπάρχει πραγματική κοινωνία και ενότητα, υπέρβαση του χώρου και του χρόνου.
Αυτή είναι μια εκκλησιαστική πρακτική. Στην προς Διόγνητον επιστολή, ένα κείμενο του Β’ αιώνος παρουσιάζεται εκφραστικότατα αυτή η εν Χριστώ ζωή, που είναι υπέρβαση κάθε εθνικισμού και κάθε ιδιαιτερότητος. Λέγεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι, μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι, πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη... Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται»50. Χωρίς να καταργήται η πατρίδα, υπερβαίνεται με την κατά Χριστόν ξενιτεία. Η βίωση των εσχάτων αίρει κάθε περιοριστικότητα. Οι Χριστιανοί έχουν μια συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά δεν κολλάνε σε αυτήν, αφού αισθάνονται ως ξένοι. Ταυτόχρονα βιώνουν όλη την οικουμένη ως πατρίδα. Όλη η γη είναι δική τους.
Επομένως, μόνο η Εκκλησία επαναφέρει τον άνθρωπο στην προ της πτώσεως ζωή και στην προ της Βαβέλ κατάσταση, αφού δημιουργείται ένα καινούριο έθνος, με την έννοια που αναφέραμε προηγουμένως. Έξω από την Εκκλησία, όπου μετέχεται η καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια του Θεού, είναι αδύνατον να απομακρυνθή κανείς από τον εθνικισμό. Νομίζω ότι συνιστά πραγματική ουτοπία να μιλά κανείς εναντίον του εθνικισμού, όντας δεσμευμένος μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Όπως ουτοπία είναι να κάνη κανείς λόγο για κοινοκτημοσύνη και ακτημοσύνη, χωρίς το Άγιο Πνεύμα, το ίδιο ουτοπία είναι να κάνη κανείς λόγο για την απαλλαγή από τον εθνικισμό έξω από την εκκλησιαστική ζωή.
Συμπέρασμα
Ο εθνικισμός είναι αίρεση της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής, που σημαίνει ότι κάθε εθνικισμός είναι αποσπασματικός, αφού βιώνει την μερικότητα σε βάρος της καθολικότητος. Η Ορθοδοξία από την φύση της είναι υπερεθνική χωρίς φυσικά να καταργή τις ιδιαίτερες πατρίδες κάθε ανθρώπου. Όπως για κάποιον αστροναύτη που εξέρχεται από την έλξη της βαρύτητος που εξασκεί η γη ισχύουν άλλες συνθήκες και άλλοι νόμοι, το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο που βιώνει την Χάρη του Θεού. Έχει μια ζωή που είναι υπέρβαση της βιολογικής ζωής. Είναι αυτό που λέγεται ότι αποκτά μια υπόσταση που είναι άρνηση κάθε φυσικής αναγκαιότητος, κάθε αναγκαιότητος της φύσης.
Τελειώνοντας πρέπει να αναφερθώ για λίγο και σε κάτι που λέγεται πολύ σήμερα, ότι δηλαδή πρέπει να αντιπαρατάξουμε το ορθόδοξο τόξο στο ισλαμικό τόξο. Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι πρέπει να αγαπούμε και να ενδιαφερόμαστε για τους ομοδόξους λαούς με τους οποίους έχουμε την ίδια πίστη και λατρεία, που μας ενώνει η εκκλησιαστική ζωή, και οι οποίοι αντιμετωπίζουν το μίσος άλλων ξένων ομολογιών. Αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε για ορθόδοξο τόξο που πρέπει να αντιπαρατεθή προς το ισλαμικό τόξο. Και αυτό για τρεις βασικούς λόγους:
Ο πρώτος γιατί δεν υπάρχει ενιαίο ισλαμικό τόξο. Υπάρχουν μεγάλα ρήγματα στις σχέσεις μεταξύ των Μουσουλμάνων, αφού πολλοί Μουσουλμάνοι δεν συμπαθούν τους Τούρκους. Και στα Βαλκάνια υπάρχουν Μουσουλμάνοι που δεν είναι Τούρκοι, αλλά άλλοι μεν εξισλαμισθέντες Σλάβοι, άλλοι δε εξισλαμισθέντες Έλληνες. Όπως επίσης στην Τουρκία υπάρχουν οι Αλεβίδες για του οποίους πολλά λέγονται τελευταία. Δεν μπορούμε όλους αυτούς να θεωρούμε ότι έχουν ενότητα μεταξύ τους.
Ο δεύτερος λόγος γιατί και μεταξύ μερικών Ορθοδόξων δεν υπάρχει ενότητα και αγάπη, ακριβώς γιατί εισάγονται εθνοφυλετισμοί. Εμείς οι Έλληνες συνήθως θεωρούμε την πατρίδα ως έννοια κατωτέρα της θρησκείας, αλλά δεν νομίζω ότι το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Είναι ενδεχόμενο να χρησιμοποιήται η Εκκλησία για την επικράτηση του ιδιαιτέρου εθνοφυλετισμού.
Ο τρίτος και κυριότερος λόγος είναι ότι η Ορθοδοξία δεν μπορεί να γίνη ιδεολόγημα που να αντιπαρατίθεται σε άλλα ιδεολογήματα και να χρησιμοποιή όλες τις μεθόδους της ιδεολογίας. Το ορθόδοξο τόξο προϋποθέτει την Ορθοδοξία ως ιδεολόγημα. Έτσι στην άποψη αυτή ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι και μεγάλες δυσκολίες, αφού συνδέεται με την ζωή του πεπτωκότος ανθρώπου, την ζωή χωρίς το Άγιο Πνεύμα.
Το Κράτος μπορεί να εξασκή την πολιτική που θέλει, που νομίζει ότι συμφέρει τους πολίτες του. Η Ορθοδοξία όμως έχει μια άλλη ζωή, που συνδέεται με την Χάρη του Θεού και βοηθά τον άνθρωπο να ξεπερνά κάθε παροδικότητα και σχετικότητα, κάθε μερικότητα και αποσπασματικότητα. Η Ορθοδοξία πρέπει να αποβλέπη στην ζωή της Ρωμηοσύνης, που πραγματικά είναι υπέρβαση του εθνοφυλετισμού.
Αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να περικλεισθή σε εθνικιστικά σχήματα, αλλά έχοντας την Αποκάλυψη του Θεού την διαφυλάσσει αλώβητη, έστω κι’ αν χρησιμοποιή τα ιδιαίτερα σχήματα, τις παραδόσεις και την γλώσσα κάθε λαού. Με αυτήν την έννοια κάθε άνθρωπος και λαός μπορεί να διαποτίζεται από την ζωή της Ρωμηοσύνης, έστω και αν βρίσκεται στην Αμερική, την Ασία, την Αφρική κλπ. Άλλωστε η Ρωμηοσύνη, που είναι έκφραση του πνεύματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διακρίνεται για την αυθεντική οικουμενικότητα, που είναι αναίρεση του εθνοφυλετισμού.
Ιούλιος 1993
Kάντε κλικ εδώ, για να κατεβάσετε το κείμενο σε word.
Παραπομπές:
1. βλ. Liddel – Scott: Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμ. ΙΙ, σελ. 22.
2. βλ. Κ. Γεωργούλη εις Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, στ. 357 και εξής.
3. ένθ. ανωτ. σελ. 358.
4. ένθ. ανωτ. σελ. 358.
5. βλ. Κ. Γεωργούλη, ένθ. ανωτ. σελ. 358.
6. Κ. Γεωργούλη, ένθ. ανωτ. σελ. 358.
7. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικό αμάρτημα, εκδ. Δόμος, 1989, σελ. κ’.
8. Κ. Γεωργούλη, ένθ. ανωτ. σελ. 357.
9. ένθ. ανωτ. σελ. 357.
10. PG 90, 128C.
11. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 9.
12. βλ. Γεωργίου Μεταλληνού: Παράδοση και αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, σελ. 193 και εξής.
13. ένθ. ανωτ. σελ. 197.
14. ένθ. ανωτ. σελ. 198.
15. ένθ. ανωτ. σελ. 141-145.
16. βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 190 και εξής.
17. βλ. Γεωργίου Μεταλληνού, ένθ. ανωτ. σελ. 227 και εξής.
18. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού: Ελληνισμός μετέωρος, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1992, σελ. 26.
19. Γεωργίου Λεβέντη: Η κατά της Μακεδονίας επιβουλή, εκδ. Νέα Θέσις, Αθήνα 1991, σελ. 26.
20. ένθ. ανωτ. σελ. 20.
21. ένθ. ανωτ. σελ. 22.
22. ένθ. ανωτ. σελ. 31-32.
23. Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη, Κώδιξ της Αλληλογραφίας του Βοδενών Αγαθαγγέλου, Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 105-106.
24. ένθ. ανωτ. σελ. 58, 98 και 105.
25. ένθ. ανωτ. σελ. 62.
26. Εφημ. Παλιγγενεσία 22 Φεβρουαρίου 1872.
27. Αρχιμ. Τίτου Καράτζαλη – Δημ. Γόνη, Κώδιξ της Αλληλογραφίας του Βοδενών Αγαθαγγέλου, ένθ. ανωτ. σελ. 58.
28. ένθ. ανωτ. σελ. 62.
29. ένθ. ανωτ. σελ. 64.
30. Βενεδίκτου Εγγλεζάκη: Το αντιοχιανόν ζήτημα κατά τα έτη 1897-1899, Ανέκδοτον ημερολόγιον Κ. Μυριανθοπούλου, Ανατύπωσις εκ του ΜΖ’ (1983) τόμου του Δελτίου της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1983.
31. ένθ. ανωτ. σελ. 113-114.
32. ένθ. ανωτ. σελ. 160.
33. ένθ. ανωτ. σελ. 160.
34. ένθ. ανωτ. σελ. 134.
35. ένθ. ανωτ. σελ. 120.
36. ένθ. ανωτ. σελ. 126.
37. ένθ. ανωτ. σελ. 148.
38. ένθ. ανωτ. σελ. 150.
39. ένθ. ανωτ. σελ. 156.
40. ένθ. ανωτ. σελ. 158.
41. ένθ. ανωτ. σελ. 164.
42. ένθ. ανωτ. σελ. 133.
43. ένθ. ανωτ. σελ. 185.
44. Μ. Γεδεών: Έγγραφα Πατριαρχικά και συνοδικά περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), Εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1908, σελ. 392-426.
45. ένθ. ανωτ. σελ. 427 και εξής.
46. βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη: Χρόνος και άνθρωπος, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, σελ. 31 και εξής.
47. ένθ. ανωτ. σελ. 32-33.
48. ένθ. ανωτ. σελ. 38.
49. ένθ. ανωτ. σελ. 38.
50. Παναγ. Χρήστου, Πατερικόν εγχειρίδιο, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 107.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου