Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος - Η ιερωσύνη κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο (Μέρος Γ΄)

«Η πλέον ουσιώδης ανάγκη του ανθρωπίνου γένους είναι η γνώσις του αληθινού Θεού»(Ἰω. 17, 3), γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, και συνεχίζει «πώς όμως να ανεύρωμεν Αυτόν; Επομένως είναι αναγκαίον, όπως η γνώσις του Θεού παραμείνη επί της γης, ώστε οι άνθρωποι να μην πλανώνται ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». 
Αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό οφείλει να διαφυλάξει, μετά πάσης προσοχής και διακρίσεως ο ποιμένας-ιερέας ώστε να ωφελεί πραγματικά τους προσερχομένους σ’ αυτόν ανθρώπους που αναζητούν τον Θεόν. Οι θλίψεις και οι πειρασμοί που προσβάλλουν τον ιερέα τον ωφελούν κατά δύο τρόπους. Πρώτα κάνουν τον ίδιον έμπειρο γνώστη της ανθρώπινης ατέλειας και αδυναμίας και δεύτερον διά της ταπεινώσεως και προσωπικής του μετανοίας φανερώνουν σ’ αυτόν το άπειρον έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού τόσο για τον ίδιο όσο και για όλο τον κόσμο.

Συμβουλεύει περί τούτου ο Γέροντας τον τότε ιερέα Μπάλφουρ που εδοκιμάζετο από πολλούς πειρασμούς: «Πιστεύω» του γράφει «πως θα είναι φρονιμώτερο, αν ζητήσουμε από τον Κύριο να σας δώσει δυνάμεις και σύνεση να υπομείνετε τις θλίψεις και να υπερνικήσετε τους πειρασμούς που σας προσβάλλουν παρά να σας ελευθερώση από όλα αυτά. Διότι αν εσείς προσέρχεσθε στο θυσιαστήριο του Θεού τελείως συντετριμμένος από βαριές θλίψεις, προσθέτοντας σε αυτές τη δική σας εσωτερική συντριβή και μετάνοια, χωρίς να λυπάστε τον εαυτό σας, τότε αναμφίβολα θα σας επισκίαση το θείο φως. Αν όμως προσεγγίσετε το μυστήριο αυτό παρηγορημένος από τους ανθρώπους, εξασφαλισμένος από υλικής πλευράς, τότε η ψυχή σας, γεμάτη από βιοτική, σαρκική υπερηφάνεια, θα είναι ανίκανη να προσλάβη τον πλούτο της χάριτος. Και πάλι, αν δεν περάσετε τώρα ή αργότερα - από σειρά μεγάλων πειρασμών, με κύματα που υψώνονται ως τους ουρανούς και κατεβαίνουν ως τις αβύσσους (ψαλμ. 106, 26) αν δεν γνωρίσετε πώς μπορεί να υποφέρη η ψυχή του ανθρώπου, όταν στέκεται στο μεθόριο της αιώνιας σωτηρίας και της αιωνίας απώλειας, αν δεν γευθείτε, έστω και εν μέρει τα βασανιστήρια του άδη, αν εσείς ως ποιμένας των προβάτων του Χριστού, δεν αποκτήσετε στην ψυχή σας πείρα για όλα αυτά, τότε δεν θα γνωρίσετε ποτέ τη Θεία αγάπη. Αργότερα, έχοντας όλα αυτά τα βιώματα και γνωρίζοντας από τον ίδιο τον εαυτό σας ώσπου φθάνει η αδυναμία της ψυχής σας, η πενιχρότητα της ανέσεώς σας, πόσο αδύναμοι είμαστεχωρίς τη βοήθεια της χάριτος... θα έχετε καρδιά, που θα συμπάσχη και δεν θα κατακρίνη κανέναν για τίποτα. Με μεγάλη αγάπη θα επιθυμείτε τη σωτηρία κάθε ανθρώπου χωρίς προσωποληψία και θα προσεύχεσθε για τον κόσμο, για όλον τον Αδάμ. Όποιος και αν προσφύγη σε σας κατόπιν θα τον δέχεσθε με ανοικτή ψυχή, με καρδιά γεμάτη αγάπη και συμπόνια. Τότε θα είσθε σε θέση να σώζετε ανθρώπους, να κάνετε θαύματα ανασταίνοντας νεκρές ανθρώπινες ψυχές στην αιώνια ζωή. Για να εκπληρώση κάποιος τον νόμο του Χριστού, ιδιαίτερα ο ποιμένας, είναι απαραίτητο να αποκτήση την αγάπη αυτή».

Το έργο τoυ ιερέως ποιμένος- είναι άκρως σοβαρό και συνάμα φοβερό, γιατί προσέρχονται σε αυτόν οι άνθρωποι αναμένοντας να ακούσουν από αυτόν καθαρά τον λόγο του Θεού και το θέλημα του Θεού. Κατά την εποχή μας, εποχή μαζικής αποστασίας από τον Χριστιανισμό, η ιερατική διακονία γίνεται συνέχεια δυσκολότερη διαπιστώνει ο άγιος Γέροντας. Ο ιερέας πνευματικός ποιμήν κατά τον αγώνα του για να αναγάγει τους ανθρώπους από τον άδη, τον οποίον εδημιούργησαν με τα αντιφατικά πάθη τους, αδιάλειπτα παλαίει με τον ίδιο τον θάνατο που έπληξε αυτούς τους ιδίους.

Δεν είναι ασύνηθες το φαινόμενο οι άνθρωποι να θλίβουν τους ιερείς, να τους κατηγορούν, να τους εξουθενώνουν και να δυσχεραίνουν το έργο και την παρουσία του ιερέα ανάμεσά τους.

Μαζί με όλα αυτά διαπιστώνει ο Γέροντας πως «καθίσταται εμφανής και μια άλλη πτυχή της διακονίας ημών. Προς τον ιερέα συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, ως και προς τον Θεόν. Απορρίπτουν αυτόν μετά τρομεράς ευκολίας ως τι το άχρηστον, μετά βεβαιότητος ότι, ευθύς ως θα έχουν την ανάγκην αυτού, θα καλέσουν αυτόν και ούτος δεν θα αρνηθή να έλθη «Πάτερ ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσιν». Όλοι οι λόγοι του Γέροντα Σωφρονίου είναι βγαλμένοι μέσα από τη μακρά πείρα της θεοδίδακτης διά πόνων και κόπων πολλών ζωής του. Έτσι στη συνέχεια θίγει ένα πάρα πολύ βασικό στοιχείο, λεπτό στη διάκρισή του και στον χειρισμό του, που τόσο όμως όλους μας τραυματίζει, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Λέγει λοιπόν «ουδόλως είναι απλούν εις τον μοναχόν να βαστάση τον κόπον της πνευματικής πατρότητος. Και τούτο, διότι είναι μεν ευεργετική εις αυτόν προσωπικώς η περί αυτού λίαν αρνητική γνώμη των ανθρώπων. Δεδομένου ότι η εκ μέρους αυτών κατάκρισις βοηθεί αυτόν να ταπεινούται και ούτως εκ της εμπόνου αυτού καρδίας να προσφέρη εις τον Θεόν θερμοτέραν προσευχήν... εάν όμως ούτος τελή το διακόνημα του πνευματικού πατρός (ιερέως ποιμένος) πας αρνητικός λόγος περί αυτού εμπνέει δυσπιστίαν εις τους ανθρώπους οι όποιοι έχουν ανάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας και στηριγμού. Η λύπη αυτού γίνεται διπλή: λυπείται δι’ εαυτόν, διότι ζη αναξίως προς την κλήσιν αυτού, λυπείται και διά την ζημίαν, την οποίαν υφίσταται όλη η Εκκλησία, όλη η ανθρωπότης, όταν καταστρέφηται το κύρος των ιερουργών. Η ανυπακοή εις τον λόγον των πνευματικών πατέρων είναι ισοδύναμος προς την απόρριψιν του λόγου του ιδίου του Χριστού. «Ο ακούων υμών Εμού ακούει και ο αθετών υμάς Εμέ αθετεί» (Λουκ. ι΄, 16). Είναι εξαιρετικά σημαντικόν, όπως μεταξύ των Ιερέων και των Επισκόπων υπάρχη γνήσιος σεβασμός και αμοιβαία εκτίμησις, όπως αίρωνται μεταξύ αυτών αι κατηγορίαι του ενός διά τον άλλον, καταπαύη η πάλη διά την εξουσίαν, ο φθόνος προς εκείνους, οίτινες υπερέχουν διά των χαρισμάτων αυτών. Και εάν εισέτι υπάρχουν ανεπάρκειαι τινές εις τον έναν ή τον άλλον λειτουργόν της Εκκλησίας (και τις είναι τέλειος εκ των ανθρώπων;) κάλλιον είναι να εμπνεύσωμεν εις τους πιστούς εμπιστοσύνην προς εκείνους τους ιερείς, προς τους οποίους θα ήτo εύκολον πρακτικώς να απευθύνωνται ένεκα των γεωγραφικών συνθηκών ή άλλου τινός λόγου. Αυτή η εμπιστοσύνη των Χριστιανών προς τους λειτουργούς θα αποβή πηγή εμπνεύσεως δια τους τελευταίους, ώστε να ειπούν αληθινόν λόγον. Γνωρίζαμεν εκ των λόγων του ιδίου του Κυρίου ότι «επί της Μωυσέως καθέδρας» εκάθηντο ανάξια πρόσωπα και όμως ο Χριστός προέτρεπε τον λαόν να ακούη των ποιμένων αυτού, να τηρή τα εντελλόμενα υπ’ αυτών, μη μιμούμενος τον τρόπον της ζωής ή των πράξεων αυτών». Πόσο σύγχρονα, πόσον πραγματικά και πόσον μας πονούν όντως αυτοί οι λόγοι του μακαρίου Πατρός!

Πολλά θα μπορούσαμε ακόμα να αλιεύσωμε από τον ωκεανό των θείων νοημάτων των γραφών του αγίου Γέροντος, αλλά ο χρόνος της παρούσας διάλεξης δεν μας το επιτρέπει. Τελειώνοντας τον πτωχό τούτο λόγο αντιγράφω την υπό του ιδίου του γέροντος περιγραφή της θεόθεν εμπειρίας του, για να καταλάβομε από πού έγραψε και πώς μίλησε ο αοίδιμος αυτός μύστης της χάριτος του Θεού. Λέγει λοιπόν ο Γέρων: «... συνέβη εις εμέ (γεγονός) κατά την επίκλησιν του ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ’ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του ονόματος. Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, ετέλει εν τρόμω εκ της εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον της Ιερουργίας. Την επομένην ημέραν ετέλουν την Λειτουργίαν και ο Χριστός - Θεός ήτο εντός μου και μετ’ εμού και εκτός εμού και εν τοις αγίοις μυστηρίοις του Σώματος και του Αίματος Αυτού. Το δε όνομα του Θεού και οι λόγοι των λειτουργικών κειμένων εξήρχοντο εκ του στόματος μου ως πυρ. Εν τοιαύτη καταστάσει παρέμεινα επί τρεις ημέρας, εν συνεχεία δε εμειώθη η έντασις του βιώματος τούτου. Την μνήμην όμως περί αυτού ενεχάραξε ο Κύριος ως διά σμίλης εις τον νουν και την καρδίαν μου...» .

Βλέποντας και διαβάζοντας αυτά όλα ένα μόνο έχουμε να πούμε. Μια εκ βαθέων ευχαριστία προς τον Κύριο, γιατί στις μέρες μας τις χαλεπές και πονηρές, έδωσε στην Εκκλησία Του τέτοιους γίγαντες της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και γιατί και εμάς τους ευτελείς, παρά την αναξιότητά μας, μας έκανε τέκνα της αυτής Αγίας Εκκλησίας Του που ζει και συνεχίζει να διαφυλάττει την εμπειρία του ζώντος Χριστού στα εκλεκτά τέκνα της, όπως στον μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο, που μαρτυρεί με τη ζωή και τον λόγο του τη γνησιότητα της παρουσίας του Χριστού στην Αγία Εκκλησία μας.
(Εισήγηση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας στο Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε η Ι.Μ. Βατοπαιδίου στην Αθήνα για τον Γέροντα Σωφρόνιο με θέμα: «Γέροντας Σωφρόνιος – Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός», 19-21 Οκτωβρίου 2007).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου