Η Ερασμία, κόρη των ευλαβών πολύτεκνων Γεωργίου και Ευτυχίας Παρμαξίδου, γεννήθηκε στα θύρα της Σμύρνης στις 23 Απριλίου 1921.
Η Μικρασιατική καταστροφή με τις δύσκολες συνέπειες και για την οικογένεια της -επτά συγγενείς της σαν στην αγχόνη- ήταν η αιτία ώστε να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Πρόσφυγες ήρθαν στον Πειραιά στις 14 /09/1922 και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Δράμα.
Στην όμορφη αυτή πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου ήταν Μητροπολίτης ο Νεομάρτυς και Ίερομάρτυς Χρυσόστομος Επίσκοπος Σμύρνης, μεγάλωσε η μικρή Ερασμία. Χρωστούσε την κατά Θεό μόρφωσή της στην βαθειά και αυθεντική ορθόδοξη ευλάβεια της μητέρας και της γιαγιάς της. Στα δεκατρία της μόλις χρόνια αποφάσισε να μην παντρευτεί και να αφιερωθεί ακόμη περισσότερο στον Θεό με προσευχή και προσφορά στον συνάνθρωπο. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε για την πνευματική της καθοδήγηση. Έτσι με την μητέρα της ανέβηκαν με τα πόδια στο χωριό Σίψα (τώρα Ταξιάρχες), που είναι κοντά στην πόλη της Δράμας, για να επισκεφτούν το καινούριο μοναστήρι της Θείας Αναλήψεως τού Σωτήρος.
Εκεί συνάντησαν τον Όσιο Γέροντα Γεώργιο (Καρσλίδη), τον νέο Ομολογητή και ήδη νεοφανή Άγιο της Εκκλησίας μας, τον κτήτορα και ιδρυτή της Μονής αυτής.
Όταν εξομολογήθηκε στον Όσιο Γεώργιο, εκείνος κατάλαβε τις αγνές προθέσεις της, πρόβλεψε την κατά Θεό πραγματοποίηση τού Ιερού της πόθου και της έδειξε πνευματική αγάπη. ’Αν και ήταν δεκαπέντε χρόνων, ο Όσιος την αποκάλεσε «Μάνα-Ερασμία» προβλέποντας τον ηγετικό-μητρικό της ρόλο μέσα στην Εκκλησία. Της όρισε θέση στο αναλόγιο της Μονής του και την έμαθε να ψάλλει τον «Πολυέλεο» και όποιους άλλους ύμνους γνώριζε στην ελληνική γλώσσα.
Νέες δοκιμασίες έρχονται στην Ελλάδα με την Ίταλογερμανική Κατοχή. Ή νεαρή Ερασμία μετακομίζει οικογενειακώς στην Θεσσαλονίκη.
Με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και περίσσια ανδρεία προσφέρει τις υπηρεσίες της στην πολυαγαπημένη της πατρίδα, πρωτοστατώντας στα συσσίτια πού οργανώνει η αδελφότης «Ζωή» στην περιοχή τού Λαγκαδά. Τολμηρή και ανδρεία και με κίνδυνο για την ίδια της την ζωή ανέλαβε την τροφοδοσία των Ελλήνων στο στρατόπεδο Παύλου Μελά πού κρατούνταν από τούς Γερμανούς. Από εκείνα τα χρόνια συνδέθηκε πνευματικά με τον επίσης κρατούμενο Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο. Στην αγνή ψυχή της κατέγραψε πολλά από την διδαχή τού Αγίου αυτού Επισκόπου και έγινε αυτόπτης μάρτυρας της αρνήσεως του να σώσει την ζωή του.
Επέστρεψε στην πόλη της με την λήξη τού πολέμου και της Βουλγαρικής κατοχής. Το πρόγραμμά της ήταν μοιρασμένο στην προσευχή, την μελέτη, την εργασία στους οικογενειακούς κήπους και τα χωράφια και την προσφορά διακονίας στους συνανθρώπους της. ’Ήταν ένας πρότυπος κοινωνικός εργάτης στην εξάσκηση της αγάπης, διότι προστάτευε και κατηχούσε κορίτσια πού βρίσκονταν σε ανάγκη κατά την μετακατοχική εκείνη περίοδο. Οργάνωσε την Χ.Ε.Ν. Δράμας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν ήταν ψυχρή κατηχήτρια, αλλά ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή πού εμψύχωνε τις κοπέλες και τις βοηθούσε να μορφωθούν, να αποκατασταθούν να γίνουν σωστές Ελληνίδες χριστιανές και μητέρες. Τις έμαθε να ψάλλουν ύμνους της Εκκλησίας μας, να εξομολογούνται και να κοινωνούν, να έχουν μία γνήσια πνευματική ζωή μακριά από μια τυπική συμπεριφορά. Την υπηρεσία αυτή δεν προσέφερε μόνο στην πύλη της. αλλά με τα μέσα της εποχής όργωσε την επαρχία για να μεταδώσει το φώς τού Χριστού πού είχε πλημμυρίσει το είναι της.
Όταν χώρισε η αδελφότητα «Ζωή» και ιδρύθηκε η αδελφότητα «Σωτηρ» αποσύρθηκε, και με πίστη στον Θεό και την τόλμη που την διέκρινε στις επιλογές της μαζί με μία ομάδα νέων γυναικών ίδρυσε αδελφότητα στην Δράμα και αγοράστηκε το σπίτι τους με τον ολοήμερο κόπο και ίδρωτα τους. Την δεκαετία του 1950 οργάνωσε συσσίτια στην Δράμα για να αντιμετωπιστούν οι πληγές της Βουλγαρικής κατοχής και ξεκίνησε τις κατασκηνώσεις της Μητροπόλεως στον Γρανίτη. Παράλληλα όλη η αδελφότητα εργαζόταν ακατάπαυστα ως δασκάλες, νοσοκόμες, μοδίστρες και συγκέντρωναν τα χρήματά τους με σκοπό να ιδρύσουν μοναστήρι για να πραγματοποιήσουν τον ιερό τους πόθο να μονάσουν. Ή Ερασμία γύρισε όλη την Ελλάδα να βρει κατάλληλο τόπο και ξεκίνησε το κτίσιμο της Αγίας Παρασκευής στην Θήβα.
Σε όλο αυτό το διάστημα γνώρισε κάθε δοκιμασία και πειρασμό. Συνάντησε πολλά εμπόδια και αφάνταστες δυσκολίες. Είδε την εγκατάλειψη από τούς εν Χριστώ αδελφούς και πνευματικούς. Είχε περιπέτειες, αντιμετώπισε αρρώστιες. Ακατάβλητη, θωρακισμένη με πίστη και πολλή προσευχή, υποτάχτηκε ταπεινά στο θέλημα τού Κυρίου αποδέχθηκε την στέγαση της αδελφότητας στο μοναστήρι της Σίψας μετά από προτροπή της Μοναχής Άννας Μακκαβαίου, την οποία είχε κάνει μεγαλόσχημη ο Όσιος Γεώργιος.
Στις 25 Μαρτίου 1970 επισκέφτηκε με την αδελφότητα της την εγκαταλειμμένη για ένδεκα χρόνια Ιερά Μονή της Θείας Αναλήψεως. Αμέσως ρίχθηκαν στην δουλειά για να ομορφύνουν τον ιερό χώρο. Για έξι μήνες έκαιγαν σκουπίδια, καθάριζαν πέτρες και βοηθούσαν τούς εργάτες να κτίζουν. Με πολλές στερήσεις και προσωπικό κόπο εργάστηκαν με πρωτοφανή ζήλο και ακούραστα. Τα βράδια έμεναν σε εγκαταλειμμένα σπίτια πού ήταν κοντά στην Μονή. Στις 25 Απριλίου τού 1971 τέλεσαν τα εγκαίνια με την βοήθεια τού Μητροπολίτη Διονυσίου (Κυράτσου).
Στις 17 Ιουλίου 1970 και σε ηλικία 50 ετών πήρε το μέγα και αγγελικό σχήμα και ονομάσθηκε Ακυλίνα μοναχή. Από τότε επιδίδεται σε ανώτερους πνευματικούς κόπους για την κατάρτιση της ψυχής της και την καθοδήγηση των μοναχών της. Ταυτόχρονα εργάζεται για το κτίσιμο και το μεγάλωμα της Μονής. Ολόκληρο το κτιριακό οικοδόμημα της Μονής είναι κόπος της δραστηριότητάς της μαζί με την πρώτη αδελφότητα αλλά και τις νεώτερες αδελφές, πού κράτησε 36 χρόνια. Στελέχωσε την ‘Ιερά Μονή με πολυμελή αδελφότητα πού την αγάπησαν σαν αληθινή τους μητέρα.
Το κέντρο της ζωής και της διδαχής της ήταν η ενεργοποίηση της εντολής της αγάπης. Η αγάπη στον Νυμφίο της Ιησού Χριστό και η εφευρετική για τον συνάνθρωπο αγάπη και στοργή.
Υπήρξε σιωπηλή ευγενής, αδιαλείπτως προσευχόμενη και πολύ ελεήμων. Ήταν τύπος δυναμικός και υπερβολικά έξυπνος, πού ήξερε να χειρίζεται τις καταστάσεις για την ωφέλεια των ψυχών και σύμπτυξη τού ποιμνίου της. Ή συμπεριφορά της χαρακτηρίσθηκε από την αφάνεια την ταπεινοφροσύνη, την απέχθεια για τούς επαίνους και την ανθρώπινη αναγνώριση. Για όλα αυτά ο Θεός της χάρισε το προορατικό και διορατικό χάρισμα, ώστε η αδελφότητα και τα πνευματικά παιδιά της Μονής να οδηγούνται στην σωτηρία.
Η άξια αυτή πνευματική μητέρα ήταν για όλους και Γερόντισσα και μητέρα και αδελφή και φίλη. Η μεγάλη και αδιάπτωτη αγάπη της δεν άφησε κανέναν να περάσει τα όρια. Σε όλους ενέπνεε τον σεβασμό, ακόμη και στους εχθρούς της τούς όποιους αποκαλούσε ευεργέτες της ψυχής της.
Λίγο πριν από το τέλος της αξιώθηκε να προσκυνήσει την τίμια κάρα του Όσιου Γεωργίου κατά την ανακομιδή πού έκανε ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος (Άποστολίδης).
Στον απλό και απέριττο τάφο της γράφηκε από την Κλίμακα τού Αγίου Ιωάννου τού Σιναίτου το εξής:
«Αγάπη Πνεύματος έλλαμψις αγάπη, προφητείας χορηγός».
Με την προσευχή και την γνήσια μοναχική της μαρτυρία κόπιαζε νύχτα και ημέρα για τις ψυχές πού της χάρισε ο Κύριος, ενώ συγχρόνως οικοδομούσε, στήριζε, παρηγορούσε και ευεργετούσε αμέτρητο αριθμό πονεμένων, απελπισμένων και φτωχών. Κοιμήθηκε εν Κυρίω σε μεγάλη ηλικία στις 16 Νοεμβρίου 2006 άφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό όχι μόνο στην συνοδεία της, άλλα και στην Εκκλησία.
Την Γερόντισσα Άκυλίνα σέβονταν και αγαπούσαν όλοι οι σύγχρονοι Γέροντες και Γερόντισσες:
* Ο Άγιος Παίσιος ο Αγιορείτης καθώς και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός την εκτιμούσαν ιδιαίτερα αποκαλώντας την «Γερόντισσα των Γεροντισσών». Ό Γέροντας Γαβριήλ ο Διονυσιάτης διανυκτέρευε στην Μονή της, όταν βρισκόταν στην Δράμα.
* Ο Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης την εκτιμούσε και την επισκεπτόταν.
* Ο Γέροντας Θεόφιλος από την αδελφότητα «Λυδία» εκτιμούσε την προσφορά και την κοινωνική της δραστηριότητα.
* Ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθείτης, Προηγούμενος πού βρίσκεται σήμερα στην Αριζόνα όταν κατά τα δύο πρώτα χρόνια επισκεπτόταν την Μονή, της έβαλε τα θεμέλια της «ευχής».
* Ο Προηγούμενος της Μονής Γρηγορίου μακαριστός Γεώργιος Καψάνης, ο Γέροντας Γρηγόριος Παπασωτηρίου του Ησυχαστηρίου Τιμίου Προδρόμου Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής και ο Γέροντας Γρηγόριος Χατζηεμμανουήλ τού Ιερού Κελλίου τού Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου την γνώριζαν καλά.
* Ο Γέροντας Αιμιλιανός, ο Σιμωνοπετρίτης Προηγούμενος και η Ηγουμένη Νικοδήμη της Μονής της Όρμυλίας καθώς και η μακαριστή Ηγουμένη Φεβρωνία της Μονής τού Πανοράματος ήταν φίλοι της Μονής και διατηρούσαν πνευματικές σχέσεις με την Γερόντισσα Άκυλίνα.
* Ο ‘Άγιος Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης σε μία μοναχή της Μονής της Σίψας πού τον επισκέφτηκε την αποκάλεσε «Χερουβείμ με χρυσά φτερά».
* Γενικά η αοίδιμη Γερόντισσα ήταν κεφάλαιο της Μοναχικής Πολιτείας, μία μεγάλη μορφή, τομή στον γυναικείο Μοναχισμό, πού η ευρύτητα τού νου της με την αγιοπνευματική της μεταμορφωμένη προσωπικότητα αποτέλεσε σταθμό και πρότυπο ζωής. Δεν υπέκυψε στην εκσυγχρονιστική τάση της εποχής και με και καλή «αγωνία» έψαχνε πρότυπα παλαιών μοναχών και μοναζουσών από το νέο και παλαιό εορτολόγιο. Το ενδιαφέρον και ο πόνος της καρδιάς της που ήξερε να αγαπάει ήταν να μεταμορφώσει αγιοπνευματικά τις μοναχές της σε αληθινές νύμφες Χριστού και να μεταδώσει το φώς τού Χριστού στα πνευματικά παιδιά της Μονής.
Την Γερόντισσα Ακυλίνα γνώρισε και ο γράφων : Αρχοντική μορφή, αρχοντικό περπάτημα, αρχοντικό ύφος. Το καθαρό της πρόσωπο έδειχνε εξαϋλωμένο. Μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστήριων αλλοιωμένη και φωτεινή. Όταν σου ευχόταν. «αίρουσα όμματα και χείρας εις τον ουρανόν», θεωρούσες ότι είχες μπροστά σου μία βιβλική μορφή της Παλαιάς Διαθήκης, μία Δικαία πού ευαρέστησε εις Κύριον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου