Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ - Ἡ πικρία τῆς κολάσεως

«Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ (Ματθ. κε 41). Ἐσεῖς, ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας ἐγίνατε καταραμένοι, πηγαίνετε μα- κρυὰ ἀπὸ ἐμένα στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του. 
Λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας: 
«Κάθε ἡμέρα, πρὶν πιάσης δουλειά, νὰ θυμᾶσαι ποῦ βρίσκεσαι καὶ ποῦ πρόκειται νὰ πᾶς, ὅταν χωρισθῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
Νὰ θυμᾶσαι πάντα καὶ νὰ ἔχης μπροστὰ στὰ μάτια σου τὰ αἰώνια κολαστήρια καὶ ὅσους βασανίζονται καὶ ὑποφέρουν ἐκεῖ. Καὶ νὰ θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕνα ἀπὸ ἐκείνους μᾶλλον παρὰ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς». 
Ὁ δὲ Ἅγιος Νικόδημος λέγει: 
«Συλλογίσου ἀγαπητὲ ἀδελφέ, τὴν δεινότητα τῆς φυλακῆς ἐκείνης τοῦ ἅδου, στὴν ὁποία καταδικάζεται ἡ ταλαίπωρη ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ σκέψου τὸν τόπον αὐτῆς, ποὺ εἶναι κάτω ὅλης τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. 
Τόπος φοβερός, τόπος σκοτεινός, τόπος ἀπόκρυφος, ὅπου μόνον νὰ τὸ φαντασθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀνατριχιάζει καὶ παγώνει ἀπὸ τὸ φόβο του. 
Καὶ τὶ ἄλλο εἶναι ὁ τόπος ἐκεῖνος παρὰ ἕνα χωρίον ἀφεγγές, σκότους αἰωνίου καὶ ζόφου πεπληρωμένον, καθὼς τὸ ὀνομάζει ὁ θεῖος Νεῖλος. 
Τί ἄλλο εἶναι ὁ τόπος ἐκεῖνος παρὰ ἕνα καταστάλαγμα κάθε θλίψεως καὶ κάθε πικρίας, ποὺ ἂν τὴ συγκρίνης μὲ τὴν πικρὰ λίμνη τῆς Μερρᾶς, εἶναι αὐτὴ γλυκυτάτη μποστὰ στὴν πικρία τῆς κολάσεως. 
Εἶναι ἕνας τόπος ποὺ ὅλος πικρίζει καὶ φαρμακίζεται καὶ γι᾽ αὐτὸ δίκαια πρέπει νὰ ὀνομάζεται ὄχι τόπος πικρός, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ πικρία, «διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου πικρία» (Ἔξοδ. ιε´ 23). 
Πόση δὲ εἶναι ἡ πικρότης τῆς κολάσεως τὸ φανέρωσε ἀπὸ μόνος του ὁ Λάζαρος, ὁ ὁποῖος γιὰ τέσσερις μόνο μέρες, ποὺ ἔμεινε ἡ ψυχή του στὸν τόπο τοῦ ἅδου, τόσο πικράθηκε, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ φάη ψωμὶ ἢ ἄλλο φαγητό, χωρὶς νὰ φάη μετὰ καὶ κάποιο γλυκὸ στὰ τριάντα ὁλό- κληρα χρόνια, ποὺ ἔζησε μετὰ τὴν ἀνάστασί του. Ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι ὁ Λάζαρος μετὰ τὴν ἀνάστασί του, ποτὲ δὲν γέλασε, παρὰ μόνο μία φορά, ὅταν εἶδε κάποιον νὰ κλέβη ἕνα πήλινο ἀγγεῖο. Τότε γέλασε καὶ εἶπε τὸ χαρακτηριστικό. “Τὸ ἕνα χῶμα κλέβει τὸ ἄλλο”». 
* * * 
Διαβάζομε στὸν Εὐεργετινὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ περιστατικὰ περὶ τῆς κολάσεως: 
«Ἔζη, κάποτε, ἕνας νέος ὀνομαζόμενος Θεόδωρος. Οὗτος ἦτο πάρα πολὺ ἀκατάστατος καὶ ἠκολούθησε τὸν ἀδελφόν του, Μοναχὸν ὄντα, εἰς τὸ Μοναστήριον ἀπὸ ἀνάγκην καὶ ὄχι ἀπὸ προσωπικήν του κλίσιν καὶ θέλησιν. 
Ἐὰν κανεὶς τοῦ ἔλεγε κανένα καλὸν λόγον διὰ τὴν σωτηρίαν του, αὐτός, ἐπειδὴ ἦτο πάρα πολὺ ἀπείθαρχος, ὄχι μόνον δὲν ἦτο διατεθειμένος νὰ ἐκτελέση τὴν συμβουλήν, ἀλλ’ οὔτε κἄν νὰ τὴν ἀκούση, πολὺ περισσότερον δὲν ἐδέχετο ποτὲ νὰ γίνη Μοναχός. 
Συνέβη λοιπὸν ὁ νέος αὐτὸς νὰ προσβληθῆ καὶ αὐτὸς εἰς τὸν μηρὸν ἀπὸ θανατηφόρον ἀσθένειαν καὶ νὰ φθάση εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. 
Κοντά του συνεκεντρώθησαν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μοναστηρίου· καθὼς δὲ τὸν ἔβλεπαν νὰ τελειώνη σιγὰ σιγὰ (τὸ σῶμα του πλέον εἶχε παγώσει καὶ εἶχεν ἐναπομείνει εἰς τὸ στῆθος του μονάχα ὀλίγη θερμότης ζωῆς) ἤρχισαν νὰ προσεύχωνται μετ᾽ ἐπιμονῆς χάριν αὐτοῦ καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῆ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἐκ τοῦ σώματός του. 
Ἔξαφνα, ἐνῷ οἱ ἀδελφοὶ προσηύχοντο, ὁ Θεόδωρος ἤρχισε νὰ κραυγάζη μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ νὰ διακόπτη τὰς προσευχὰς τῶν Μοναχῶν καὶ νὰ λέγη φύγετε ἀπὸ κοντά μου, ἀπομακρυνθῆτε, διότι ἐγὼ παρεδόθην πλέον εἰς τὸν δράκοντα νὰ μὲ κατασπαράξη. Αὐτὸς ὁ δράκων δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὲ φάγη τελείως, ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας σας. 
Ἤδη ὁλόκληρος ἡ κεφαλή μου εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸ στόμα του. Δώσατε λοιπὸν τόπον εἰς τὴν ὀργὴν αὐτήν, διὰ νὰ μὴ μὲ βασανίζη περισσότερον καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει νὰ κάνη, νὰ τὸ κάνη μίαν ὥραν ἐνωρίτερα. Ἀφοῦ εἶναι ἀποφασισμένον νὰ μὲ φάγη αὐτὸς ὁ δράκων, πρὸς τί νὰ ὑπομένω καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ἀργοπορίας; Μόλις ἤκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ κατετρόμαξαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ τοῦ εἶπαν: 
— Σφράγισε, ἀδελφέ, τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Θεόδωρος μὲ σπαρακτικὴν κραυγὴν ἀπήντησε: 
— Θέλω νὰ σφραγισθῶ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ, διότι ὁ σίελος τοῦ δράκοντος αὐτοῦ μοῦ βαραίνει τὸ χέρι. Μετὰ τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν ὁ μὲν Θεόδωρος περιέπεσεν εἰς λήθαργον, οἱ δὲ Μοναχοὶ ἐγονάτισαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἤρχισαν μὲ θερμὰ δά-ρυα νὰ προσεύχωνται ἐντονώτερον διὰ τὴν λύτρωσιν τοῦ Θεοδώρου ἀπὸ τὸν φοβερὸν δράκοντα. 
Ἀφοῦ ἐπέρασεν ἕνα διάστημα ἐπιμόνου προσευχῆς καὶ δεήσεως τῶν ἀδελφῶν, ἔξαφνα ὁ ἄρρωστος Θεόδωρος ἐτινάχθη ἐπάνω καὶ ἀνέκραξε μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του: 
—Ἀδελφοί μου, εὐχαριστήσατε τὸν Θεόν, διότι ὁ δράκων ποὺ μὲ εἶχεν ἁρπάσει, διὰ νὰ μὲ κατασπαράξη, ἔφυγε μὲ τὰς προσευχάς Σας καὶ καθόλου δὲν ἠμπόρεσε νὰ σταθῆ ἐδῶ. Τώρα λοιπόν, σᾶς παρακαλῶ, μὲ θερμότητα προσευχηθῆτε νὰ μὲ συγχωρήση ὁ Θεὸς διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. 
Κατόπιν αὐτοῦ τοῦ φοβεροῦ ποὺ μοῦ συνέβη, εἶμαι ἕτοιμος νὰ μετανοήσω καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τελείως τὴν κοσμικὴν ζωήν. 
Πράγματι, ἀφοῦ συνῆλθε καὶ ἀνέκτησε τὰς δυνάμεις του, ἐπέστρεψε μὲ ὅλην του τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἤλλαξε τελείως γνώμην, διότι ἐνουθετήθη ἀποτελεσματικὰ μὲ τὴν σωφρονιστικὴν μάστιγα ποὺ τοῦ ἔστειλεν ὁ Θεός. 
Εὐαρεστήσας δὲ ἐπ’ ἀρκετὸν τὸν Θεὸν ἐξῆλθεν ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ὁ μὲν Θεόδωρος εἶδε τὴν μετὰ θάνατον τιμωρίαν, πρὸς ὠφέλειάν του· ἄλλοι ὅμως, ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, βλέπουν τὰς μετὰ θάνατον τιμωρίας ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἐνῷ ἀκόμη ἀναπνέουν, καὶ τὰς διηγοῦνται χάριν τῆς ἰδικῆς μας πνευματικῆς οἰκοδομῆς, δι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκπνέουν ἀμέσως μετὰ τὴν διήγησιν τῶν φοβερῶν ποὺ εἶδον».
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος (20 - 11 - 2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου