Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Γιατί πολεμούν οι άνθρωποι; Εξηγούν οι Τρεις Ιεράρχες

Ανδρέας Αργυρόπουλος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων
Σε μια εποχή σαν την δική μας, όπου εκατομμύρια δολάρια δαπανώνται καθημερινά για πολεμικούς εξοπλισμούς, ενώ την ίδια στιγμή εκατομμύρια συνάνθρωποί μας αφανίζονται από την πείνα και τις αρρώστιες, ο λόγος των Τριών Ιεραρχών για τον πόλεμο και την ειρήνη, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Το ερώτημα είναι: Ποιος τον ακούει;
Στην Ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία, η ειρήνη είναι χάρισμα και δωρεά του Αγ. Πνεύματος, δώρο δηλαδή του ίδιου του Θεού στο εκλεκτό των δημιουργημάτων Του, στον άνθρωπο. Όπως μας λέει ο Απ. Παύλος «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, Ειρήνη». Ο Μ. Βασίλειος θεωρεί την ειρήνη «ουράνιο δώρο του Χριστού προς τους πιστούς». Ο Χριστός είναι για μας ο «άρχων της Ειρήνης». Στην επί του όρους ομιλία Του, στους «Μακαρισμούς», οι ειρηνοποιοί αποκαλούνται «μακάριοι, ευλογημένοι, ευτυχισμένοι, άξιοι για τη Βασιλεία του Θεού», και θα ονομαστούν, όπως αναφέρει ο Ματθαίος, «παιδιά του Θεού» (Ματθ. ε’, 9). Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, συναντάμε δεκάδες αναφορές στην ειρήνη.

Στη Θεία Λειτουργία, που αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής λατρείας, οι ευχές για την ειρήνη είναι συνεχείς. Μιας και η επικράτησή της πρέπει να είναι μέλημα όλων μας («υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», «υπέρ της άνωθεν ειρήνης», «τα έθνη πράυνον τον κόσμον ειρήνευσον», «εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν» κ.λπ.). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Τίποτα δεν αξίζει όσο η ειρήνη και η ομόνοια. Γι’ αυτό και όταν εισέρχεται ο Επίσκοπος, δεν ανεβαίνει στο θρόνο, πριν τους ευλογήσει όλους, για να έχουν ειρήνη, και αφού σηκωθεί, δεν αρχίζει το κήρυγμα, πριν δώσει σε όλους την ειρήνη. Οι ιερείς πάλι, όταν πρόκειται να ευλογήσουν, προηγουμένως εύχονται ειρήνη και ύστερα αρχίζουν την ευλογία. Ο διάκονος, τέλος, προτρέποντας τους πιστούς να προσευχηθούν, μαζί με τα άλλα τους παρακινεί στην αίτηση και για το εξής: να ζητούν άγγελο ειρήνης, και ειρηνική πορεία ζωής.

Ακόμα, όταν τους κατευοδώνει στο τέλος της Λειτουργίας, αυτό τους εύχεται, λέγοντας τους να πορευθούν ειρηνικά. Με δύο λόγια, τίποτα δεν επιτρέπεται, ούτε να πούμε ούτε να πράξουμε, χωρίς την ειρήνη. Αυτή είναι η μητέρα μας, αυτή μας ανέθρεψε, περιβάλλοντάς μας με πολλή αγάπη και επιμέλεια» (PG 48, 870).

Η ειρήνη στους Τρεις Ιεράρχες
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν διστάζουν να μιλήσουν ανοιχτά και να καταγγείλουν τους υπεύθυνους των συγκρούσεων και των πολέμων. Για τον Χρυσόστομο, η πλεονεξία των πλουσίων, που έχει σαν συνέπεια την ανισοκατανομή των αγαθών, είναι η αιτία των κοινωνικών συγκρούσεων. Δεν είναι του Θεού «η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. κγ’, 1).

Αν λοιπόν όσα έχουμε ανήκουν στο Θεό, που είναι ο ίδιος για όλους μας, άρα ανήκουν και στους συνανθρώπους μας. «Κοίταξε, σε παρακαλώ, το σχέδιο του Θεού. Έφτιαξε πολλά πράγματα κοινά, για να φιλοτιμηθεί το γένος των ανθρώπων βλέποντάς τα. Έτσι, τον αέρα, τον ήλιο, το νερό, τη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα, το φως, τ’ αστέρια, τα έδωσε να τα χαίρονται όλοι το ίδιο, σαν αδέλφια. Τα ίδια μάτια έδωσε σε όλους, το ίδιο σώμα, την ίδια ψυχή, όλα όμοια είναι φτιαγμένα… Πρόσεξε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι δεν μαλώνουν για τα κοινά πράγματα, αλλ’ αντίθετα ζουν ειρηνικά. Όταν, όμως, κάποιος επιχειρήσει ν’ αρπάξει κάτι και να το κάνει δικό του, αρχίζει ο τσακωμός, σαν και η ίδια η φύση να αγανακτεί. Γιατί, ενώ ο Θεός με κάθε τρόπο μας αδελφώνει, εμείς, εν τούτοις, τσακωνόμαστε και χωριζόμαστε και αρπάζουμε για ιδιοκτησία και λέμε “το δικό μου” και “το δικό σου”, αυτές τις ψυχρές λέξεις. Έτσι ξεσπούν οι πόλεμοι, έτσι γεννιέται η αδικία στους ανθρώπους…» (Ομιλία 12 στην προς Τιμόθεον Α’, PG 62, 563’562).

Ο Μ. Βασίλειος θεωρεί απαράδεκτο τα αγαθά της ειρήνης να χαίρονται ελάχιστοι άνθρωποι, ενώ χιλιάδες να αποκλείονται από αυτά (ΒΕΠ 55, 309). Σε άλλο σημείο, ο ίδιος ρωτάει: «Μέχρι πότε θα υπάρχει πλούτος, που είναι η αφορμή του πολέμου: Οι εξοπλισμοί γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (ΒΕΠ 54, 74, 6). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών» (ΒΕΠ 59, 141).
Για τον Χρυσόστομο, αιτία της καταστροφής της ειρήνης και της ενότητας των πιστών, είναι «ο έρωτας για τα χρήματα, την εξουσία και τη δόξα». «Τίποτε δεν συμβάλλει τόσο πολύ σε μάχη και σε πόλεμο, όσο ο έρωτας για τα παρόντα, όσο δηλαδή η επιθυμία για δόξα, χρήματα ή για καλοπέραση» (Ι. Χρυσόστομος PG. 55,343). Προϋπόθεση για την επικράτηση της ειρήνης στις σχέσεις ανθρώπων και λαών, είναι η αγάπη, όχι σαν θεωρητικολογία, αλλά σαν στάση ζωής. Η έλλειψη της αγάπης οδηγεί στην κοινωνική αδικία, που έχει ως συνέπειά της την αναστάτωση. «Εάν όλοι αγαπούσαν ο ένας τον άλλον αμοιβαία, σε τίποτα πλέον δεν θα μπορούσε κανείς να αδικήσει, τουναντίον, μάλιστα, και οι φόνοι, και οι μάχες, και οι πόλεμοι, και οι επαναστάσεις, και οι αρπαγές, και οι πλεονεξίες, και όλα τα κακά θα παραμερίζονταν, ώστε να φθάναμε στο σημείο να αγνοούμε ακόμα και ονομαστικά την κακία» (Ι. Χρυσόστομος, ΒΕΠ 61, 271).

Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν «ειρηνολογία», δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η «ειρηνική συνύπαρξη» χωρίς περιερχόμενο. Η ειρήνη, αν μείνει μόνο στα λόγια, λέει ο Μ Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία. Υπογραμμίζουν πως η ειρήνη συμπορεύεται με τη δικαιοσύνη και την αγάπη. Ξεκαθαρίζουν στα κείμενά τους, ότι μιλούν για την αληθινή ειρήνη, αυτή που ενώνει πραγματικά τους ανθρώπους μεταξύ τους και με Θεό. Ο Χριστιανός οφείλει να συγκρούεται με τους «τυράννους» που «νοσούν στη πίστη» (Γρηγόριος Θεολόγος) και όχι να έρχεται σε συμφωνία μαζί τους, χάριν του συμφέροντος.

Σκοπός του Χριστιανού, βέβαια, είναι να ειρηνεύει με όλους, όταν αυτό είναι δυνατόν. «Διότι μερικές φορές δεν είναι δυνατόν. Όπως, π.χ., όταν η υπόθεση αφορά την πίστη στο Θεό, ή όταν ο αγώνας γίνεται γι’ αυτούς που αδικούνται. Αν δεις κάπου να κακοποιείται η πίστη, τότε μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά στάσου αντιμέτωπος στο κακό με γενναιότητα, μέχρι θανάτου» (Χρυσόστομος, PG 60, 611). Η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να ταυτιστεί και να συμβαδίσει με την «ειρήνη» των εκμεταλλευτών και των ασεβών, γιατί ακριβώς αυτή δεν είναι πραγματική ειρήνη. Είναι «ειρήνη» των λίγων, και όχι όλων των παιδιών του Θεού. Για τον άγιο Γρηγόριο «είναι προτιμότερος ο αξιέπαινος πόλεμος από την ειρήνη που μας χωρίζει από τον Θεό» (Γρηγόριος ο Θεολόγος, ΒΕΠ 58, 274,7).


Και στην περίπτωση όμως αυτή, κατά τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο πιστός οφείλει να κάνει διάκριση μεταξύ προσώπων και αντιλήψεων. Να πολεμά δηλαδή και να συγκρούεται με καταστάσεις, αλλά όχι να μισεί και να αποστρέφεται ανθρώπους. Να μη μετατρέπει, δηλαδή, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, την ψυχή του σε πεδίο μάχης.

Εσωτερική ειρήνη
Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι για να επιτευχθεί η εξωτερική ειρήνη, ο άνθρωπος πρέπει προηγούμενα να έχει πετύχει την ειρήνευση του εσωτερικού του κόσμου. Για τους Τρεις Ιεράρχες, είναι ανώφελο κάποιος να αγωνίζεται να ειρηνεύσει τους άλλους, ενώ δεν έχει κατορθώσει να πετύχει την εσωτερική γαλήνη και ηρεμία. Μόνο κατορθώνοντας την εσωτερική ειρήνη ο Χριστιανός, γίνεται πραγματικά «ειρηνοποιός» δηλαδή, «Υιός Θεού». Μόνο τότε, οι όποιοι αγώνες του για την ειρήνη του κόσμου θα έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για τους άλλους. Μόνο τότε, το όραμα του προφήτη Μιχαία θα αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. «Θα κάνουν τα σπαθιά τους άροτρα και τα δόρατά τους δρεπάνια. Κανένα έθνος δεν θα ξαναϋψώσει πάλι το σπαθί του εναντίον άλλου έθνους, ούτε θα ξαναμάθουν πια να πολεμούν» (Μιχαίας δ’ 3).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου