Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου - H ορθοδοξία σε καταστάσεις κρίσης

Επιχειρώντας να προσεγγίσω το θέμα «Η Ορθοδοξία σε καταστάσεις κρίσης», δεν μπορώ παρά ν' αναφερθώ στην κρίση η οποία αγγίζει τον τόπο μου, την ιδιαίτερη μου πατρίδα την Κύπρο, και πιο συγκεκριμένα ακόμα τη δική μου Μητρόπολη, της οποίας η έδρα και η μισή
περιφέρεια βρίσκονται, από το 1974 υπό την κατοχή τουρκικών στρατευμάτων, το δε ποίμνιο της έχει από τότε εκδιωχθεί από τις εστίες του. Πριν ωστόσο καταθέσω τη δική μου εμπειρία, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικά γενικότερα ερωτήματα που αναπόφευκτα, νομίζω, εγείρει το θέμα.

Και πρώτ' απ' όλα: Υπάρχουν στο σύγχρονο κόσμο συγκεκριμένες καταστάσεις ή περιοχές κρίσης; Ή μήπως ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται πια σε κατάσταση γενικευμένης κρίσης; Φοβάμαι πως το δεύτερο εκφράζει καλύτερα τη σημερινή πραγματικότητα. Η έκρηξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και η εδραίωση του ατομισμού ως αξίας οικουμενικής, έχουν μετατρέψει τον κόσμο σ' ένα ενιαίο πεδίο κρίσης. Η οποία δεν αφορά πλέον μεμονωμένες κοινωνίες, ούτε και εντοπίζεται αποκλειστικά σε περιοχές του πλανήτη όπου εκδηλώνονται πολεμικές συγκρούσεις. Πάει παντού, όπως το διαδίχτυο. Ο πλανήτης τελεί υπό το φάσμα ενός ακήρυχτου πολέμου και δεν υπάρχουν, όπως παλιά, καθορισμένα πεδία των μαχών. Και κατά περίεργο τρόπο, τα θύματα του πολέμου αυτού, είναι κατά κανόνα άμαχοι.

Αυτό μας οδηγεί στο επόμενο ερώτημα: Μπορούμε να σκεφτούμε αυτήν την κρίση θεολογικά; Πολλοί από τους πρωταγωνιστές της κρίσης το επιχειρούν ήδη, με τον τρόπο τους. Εν ονόματι του Θεού, οι μεν ανατολίτες κινούν για ιερό πόλεμο ενάντια στους σταυροφόρους, οι δε δυτικοί ρίχνουν έξυπνες βόμβες για να εκμηδενίσουν τον άξονα του κακού. Ποια είναι λοιπόν η θέση και ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εν τω μέσω της καμίνου του σύγχρονου κόσμου; Θα προσπαθήσω να δώσω μερικές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, αναφερόμενος στην ψηφίδα του μωσαϊκού της παγκόσμιας κρίσης που έλαχε σε μένα και στους συντοπίτες μου, η οποία ονομάζεται Κύπρος.

Όπως πολλές άλλες κοινωνίες στις οποίες ένα έθνος-κράτος κλήθηκε να στεγάσει ανθρώπους διαφορετικής θρησκευτικής ή άλλης ταυτότητας, έτσι και η Κύπρος, από τις αρχές του περασμένου αιώνα και εντεύθεν, γεύεται τους πικρούς καρπούς μιας παρατεταμένης κρίσεως. Οι δύο κοινότητες της Κύπρου, μέσα από εξελίξεις που δρομολογούνταν σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, οδηγήθηκαν από την ειρηνική συνύπαρξη σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση.

Οι παράγοντες και οι δυνάμεις που έριξαν λάδι στη φωτιά αυτής της σύγκρουσης, είναι λίγο πολύ γνωστές. Και για να μην παρεξηγούμαστε, δηλώνω από την αρχή πως δεν παραγνωρίζω το ρόλο που έπαιξαν όλοι αυτοί οι παράγοντες, εξωγενείς και ενδογενείς. Ωστόσο, σκοπός μου δεν είναι να κάνω μια ιστορική ανάλυση. Θέλω να σταθώ στον κυρίαρχο ρόλο που έπαιξε η εθνικιστική ιδεολογία η οποία καλλιεργήθηκε και στις δύο αυτές κοινότητες της Κύπρου, ως προς την εδραίωση του μίσους και της καχυποψίας. Και γιατί να σταθώ σ' αυτή την ιδεολογία;

Ο εθνικισμός άρχισε να εμφανίζεται στην Κύπρο περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ως φυσικό επακόλουθο της διαδικασίας που ονομάζεται εκσυγχρονισμός. Λόγω της απουσίας μια αστικής τάξης ή άλλου αξιόπιστου θεσμού, η ιδεολογία του εθνικισμού βρίσκει ως κύριο όχημα την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Κύπρου. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, αρχίζει ως αλυτρωτισμός να εισέρχεται στο σώμα της και λίγο αργότερα, περί τα μέσα του αιώνα, ταυτίζεται πλήρως μαζί της. Η Μικρασιατική Καταστροφή του '22, που είχε ως αποτέλεσμα να αποκοπεί η Κύπρος από το φυσικό της χώρο, από τη γειτονιά της, και να αποκτήσει στενότερη επαφή με την Αθήνα, επιτάχυνε τα πράγματα. Ο ανώτερος κλήρος της Κύπρου, οι μελλοντικοί ηγούμενοι των μεγάλων μονών, αντί να σπουδάζουν πλέον στη Χάλκη, την Αλεξάνδρεια ή τα Ιεροσόλυμα, στρέφονται προς την Αθήνα. Από εκεί, από το «εθνικό κέντρο», όπως ονομάζεται πλέον, μέσω του κλήρου και των λιγοστών σπουδαγμένων, μεταλαμπαδεύονται στο νησί τα εθνικά ιδεώδη.

Αναφέρω ένα γεγονός που συνέβη στις αρχές του εικοστού αιώνα, για να σχηματίσουμε μια άποψη για την βαθειά μετάλλαξη πνευμάτων που συντελείτο τότε. Ένα γεγονός που προαγγέλλει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο την πορεία που θα ακολουθούσε η Ιεραρχία της Κύπρου στη συνέχεια: ομάδες τουρκοκυπριακών χωριών, ζητούν από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου να βαπτιστούν μαζικά. Εκείνος αρνείται να τους δεχτεί στο σώμα του Χριστού, για να μη νοθευτεί η καθαρότητα της φυλής.

Λόγω της απόστασης που μας χωρίζει από τα γεγονότα αυτά, αλλά και λόγω των ματαιώσεων που υπέστη ο εθνικισμός μας με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, μπορούμε σήμερα νομίζω εμείς οι Κύπριοι ιεράρχες να κάνουμε μια αυτοκριτική και να δούμε το παρελθόν στις σωστές, τις θεολογικές, του διαστάσεις. Η ταύτιση της κυπριακής Ορθοδοξίας με το έθνος μπορεί να ωφέλησε το έθνος (και σίγουρα τις πολιτικές δυνάμεις που έχτισαν πάνω στην ιδέα του έθνους) αλλά -σήμερα μπορούμε να το λέμε χωρίς φόβο και πάθος- ότι δεν ωφέλεσε την ιεραρχία, τον κλήρο και τον πιστό λαό της Εκκλησίας της Κύπρου.

Γεγονότα όπως αυτό που ανέφερα, δείχνουν ότι το ανήκειν στο ελληνικό έθνος, συχνά τέθηκε πάνω από το ανήκειν στο σώμα του Χριστού ή εν πάση περιπτώσει θεωρήθηκε ως ισοδύναμο. Και όχι μόνο αυτό. Πολλές φορές, στο πλαίσιο της εθνοκεντρικής οπτικής, η Εκκλησία εννοήθηκε ως ένα παρελκόμενο της εθνικής ταυτότητας, ένας μακραίωνος θεσμός που δουλεύει για το μεγαλείο του έθνους. Έτσι λοιπόν, φτάσαμε κάποια στιγμή στο τραγικό σημείο -το οποίο και οι εξ Ελλάδος αδελφοί καλώς γνωρίζουν, βλέπε το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και όχι μόνον- φτάσαμε στο σημείο η πίστη στον Χριστό να θεωρείται ως πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης. Έτσι, η πίστη θεωρήθηκε όχι ως οδός προς τον Λυτρωτή Χριστό, αλλά σαν δρόμος που οδηγεί σε κάτι μεγαλύτερο, στην Ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, ή εν γένει προς την πραγμάτωση των εθνικών ιδεωδών.

Με την ανάλωση δυνάμεων στον εθνικό αλυτρωτισμό, η Εκκλησία αντί να κάνει αυτό που έκανε πάντα, αντί δηλαδή να αποκαλύπτει στο ποίμνιο της ποιο είναι το νόημα της ζωής και του θανάτου, να μαθαίνει τους ανθρώπους πώς να αγαπούν, πώς να χαίρονται, πώς να προσεύχονται και πώς να γνωρίζουν τον Θεό, όλα αυτά τ' άφησε κάπως στο περιθώριο και επιδόθηκε στα πάρεργα. Όμως, μια Εκκλησία που δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στα ουσιώδη, που έχει αφήσει το «εν ού εστί χρεία» (Λουκ. 10, 42) έχει ήδη χάσει «την αγαθήν μερίδα», δηλαδή τον κύριο στόχο της.

Δεν παραγνωρίζω, βέβαια, πως όλα αυτά πρέπει να τα δούμε σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη εποχή και τις προσλαμβάνουσες που επικρατούσαν τότε. Ούτε και θέλω να υπονοήσω ότι η Εκκλησία πρέπει να παραμένει αδιάφορη για τα εθνικά θέματα. Βεβαίως και ενδιαφέρεται αφού, ως στρατευόμενη, βρίσκεται πάντα ανάμεσα στη Βασιλεία του Θεού και το βασίλειο του Καίσαρα. Υπάρχει όμως ένα λεπτό όριο, το οποίο έθεσε ο ίδιος ο Χριστός, με τη στάση Του και τον λόγο Του, όσον αφορά στη σχέση της Εκκλησίας με την πολιτική σφαίρα αυτού του κόσμου: «τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Μαρκ. 12, 17).

Στο παρελθόν, η Εκκλησία της Κύπρου κλήθηκε να αναλάβει έναν εθναρχικό ρόλο τον οποίο και έπαιξε με επιτυχία στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Και υπήρξαν πολλά παραδείγματα φωτισμένης εθναρχίας, μεταξύ των οποίων μνημονεύω εδώ δύο Αρχιεπισκόπους, τον Χρύσανθο, επί Τουρκοκρατίας, και τον Κύριλλο τον Γ΄, επί Αγγλοκρατίας. Άνθρωποι χαμηλών τόνων και οι δύο, αλλά με μεγάλες ψυχικές δυνάμεις, στήριξαν τον σκλαβωμένο λαό, ενίσχυσαν την παιδεία και τα γράμματα σε κείνους τους δύσκολους καιρούς και με το ποιμαντικό τους έργο στάθηκαν πραγματικοί πατέρες για το λαό τους.

Από ένα σημείο και μετά, όμως, η Ιεραρχία της Κύπρου άρχισε να χάνει αυτή τη χρυσή τομή, αυτή την ευλογημένη ισορροπία ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Τρόπον τινά, από τη Θεανθρωπότητα του Σώματός της, προέκρινε το αθρώπινον, παραγκωνίζοντας το Θείον. Αντί να προσλάβει και να λογοποιήσει την ανθρώπινη σάρκα -στην προκειμένη περίπτωση το έθνος- εντέλει σαρκοποίησε τον λόγο της. Έτσι, από το 1930 και μετά, η Εκκλησία παρουσιαζόταν λίγο πολύ ως ένας πολιτικός οργανισμός, που το κύριο του έργο ήταν κατ' αρχήν το εθνικό και όλα τα άλλα μπορούσαν και να λείπουν, ή τελοσπάντων ακολουθούσαν ως δευτερεύοντα.

Επιβιώσεις αυτού του ήθους, βλέπουμε ακόμα και στις μέρες μας, παρ' όλο που οι καιροί άλλαξαν. Συναντούμε για παράδειγμα, το εξής οξύμωρο: άνθρωποι που δηλώνουν άθεοι, που δεν κοινωνούν ποτέ, ή που τελοσπάντων είναι πλήρως αδιάφοροι για το πραγματικό περιεχόμενο της Εκκλησίας, να θεωρούν ότι η Εκκλησία έχει έναν σοβαρό πολιτικό ρόλο να διαδραματίσει στα εθνικά θέματα. Απογοητευμένοι από τα πολιτικά κόμματα, στρέφονται προς την Εκκλησία αναμένοντας να ακούσουν τον ορθό εθνικό λόγο, όχι τον λόγο της αληθείας.

Το αποτέλεσμα του αυτοεγκλεισμού της κυπριακής Εκκλησίας στην ιδεολογία, ήταν να αφήσει να περάσουν ανεκμετάλλευτες δύο μεγάλες ευκαιρίες που της πρόσφερε η ιστορία: από τη μια να γίνει ο καταλύτης στην επαφή της κοινωνίας μας με την Δύση· να φιλτράρει δηλαδή μέσα από θεολογικό λόγο τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη, ώστε αυτή η συνάντηση να γινόταν δημιουργικά. Από την άλλη, απέτυχε να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της δόθηκε από την ιστορία για μια ειρηνική, έμπρακτη συμβίωση με ανθρώπους μιας άλλης θρησκείας, τους Μουσουλμάνους της Κύπρου. Οι οποίοι, σημειωτέον, σε πολλές περιπτώσεις ήσαν εξ ανάγκης Μουσουλμάνοι και όχι εκ πεποιθήσεως και που εν τω μεταξύ έχουν καταλήξει να είναι αγνωστικιστές περισσότερο παρά οτιδήποτε άλλο.

Σήμερα, που η ιστορία μάς προσγείωσε ανώμαλα και η πραγματικότητα στο νησί μας μάς πιέζει απ' όλες τις πλευρές, βλέπουμε ακόμα εντονότερα τις λυπηρές συνέπειες που άφησε αυτή η πορεία από το 1930 μέχρι το 1974:

Α) τη μη τακτική προσεύλευση στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας

Β) την απουσία συγχωρητικού ήθους

Γ) τη λανθασμένη κατανόηση του μυστηρίου της θείας Εξομολογήσεως

Έπρεπε να υποστούμε την ιδεολογική και όχι μόνο, ματαίωση του 1974, για να αρχίσει μια άλλη πορεία στα θέματα αυτά. Αλλά, διαπιστώνουμε καθημερινά και από την ποιμαντική μας εμπειρία, υπάρχει ακόμα μια κάποια δυσκολία να πεισθεί ο πιστός να προσέρχεται συχνά στη Θεία Κοινωνία ή να προεκτείνει τη Λειτουργία μέσα στη ζωή του. Κι αυτό είναι κατανοητό, αφού από το 1930 και μετά, προείχε η λατρεία της Ελλάδος, ενώ η λατρεία του Χριστού ήταν απλώς το συμπλήρωμα. Επίσης, βλέπουμε πόσο απέχουμε ακόμα από του να εμπεδωθεί το ορθόδοξο ήθος, που είναι ταυτόχρονα ασκητικό, λειτουργικό και συγχωρητικό. Όμως, πώς θα φτάσουμε να συγχωρήσουμε τους άλλους αν δεν αναγνωρίσουμε τα λάθη που διαπράξαμε ως Χριστιανοί; Ακόμα και η λεγόμενη φιλοκαλική αναγέννηση που παρατηρήθηκε μετά το '70, προερχόμενη και πάλι από την Ελλάδα -η οποία ήταν μάλλον μια εκδοτική αναγέννηση παρά οτιδήποτε άλλο- προώθησε την έννοια μιας νοεράς προσευχής που αποσκοπεί να θηρεύσει το ατομικό βίωμα, την κατάνυξη, την αίσθηση ότι τα βρίσκω με τον Θεό μου. Εξακολουθεί να απουσιάζει η συγχωρητική προσευχή, η προσευχή για τον εχθρό, γι' αυτόν που μας αδικεί. Βλέπουμε κόσμο που ενώ τηρεί ανελλιπώς τα «θρησκευτικά του καθήκοντα», όπως κατάντησαν παλαιότερα να ονομάζουν τη μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, σκανδαλίζεται σφόδρα όταν του ζητήσεις να συγχωρέσει το σύζυγο, το γείτονα, τον αδελφό που του έφταιξε.

Πρέπει λοιπόν η σημερινή ποιμένουσα Εκκλησία της Κύπρου να βοηθήσει τον σύγχρονο απογοητευμένο και φοβισμένο άνθρωπο να ανακαλύψει την εσώτερη του ταυτότητα, όχι αυτήν που αναγράφεται στα δελτία πολιτικών ταυτοτήτων. Θα πρέπει να του δείξει δρόμους κατάφασης, που είναι τόσο αναγκαίοι για κάθε πνευματική ανάπτυξη.

Όσον αφορά τη σχέση με τους μη-Ορθοδόξους, τους Τουρκοκύπριους, αλλά και τις άλλες θρησκευτικές μειονότητες της Κύπρου, τους Μαρωνίτες, τους Αρμένιους, η Εκκλησία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί την ταυτότητα σαν μέσο χωρισμού. Τον χωρισμό, μάς τον επιβάλλει η ιστορία. Η ιστορία του Ηρώδη και του Πιλάτου. Η Εκκλησία όμως φέρει εντός της ιστορίας μια αντι-ιστορία, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι: «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην» (Ματθ. 5, 5), «μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5, 9). Ή ακόμα: «άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. 5, 24). Το θυμόμαστε άραγε αυτό κάθε φορά που προσφέρουμε τα τίμια δώρα στο θυσιαστήριο;

Όταν πήγα για πρώτη φορά στην κατεχόμενη έδρα της Μητροπόλεώς μου, με το άνοιγμα των κατοχικών οδοφραγμάτων το 2003, μου είχε προξενήσει τεράστια εντύπωση η καχυποψία που έτρεφαν οι Τούρκοι για το ράσο. Καχυποψία που είχε τροφοδοτηθεί από την εικόνα που δίναμε προς τα έξω για πολλές δεκαετίες. Την πρώτη φορά που εισήλθα στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μάμαντος, όταν άρχισα να ψάλλω το απολυτίκιο του αγίου, επιστράτευσαν ψευδοαστυνομικούς και μας πέταξαν έξω. Συνέχισα βέβαια να πηγαίνω στον Άγιο Μάμα, κάθε βδομάδα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι εντυπώσεις και η συμπεριφορά των ανθρώπων που ήσαν εκεί, άλλαξαν άρδην. Το ίδιο διαπίστωσα και από τις περιοδείες μου σε διάφορες περιοχές της κατεχόμενης Κύπρου. Την αρχική επιφύλαξη ή καχυποψία, σύντομα διαδέχεται μια πιο ανοιχτή συμπεριφορά. Θα έλεγα μάλιστα ότι διαπιστώνω αρκετές φορές και σεβασμό απέναντι στο ράσο. Έτσι, μέσα από αυτή την επαφή, είχα την ευκαιρία να δω να επιβεβαιώνεται εμπράκτως ότι η θεολογία της καταλλαγής, αποτελεί μια υπέρβαση της παραδοσιακής χριστιανικής ιεραποστολής. Βλέποντας δε στο πρόγραμμα της διοργάνωσης ότι αυτό αποτελεί το θέμα της εισήγησης του κυρίου Βασιλειάδη, χάρηκα πολύ γι' αυτή την τόσο εύστοχη διατύπωση.

Διαφαίνεται λοιπόν, ότι σ' αυτό τον αιώνα της γενικευμένης κρίσης, ο πρωταρχικός ποιμαντικός μας στόχος, δεν μπορεί να είναι πλέον να διατηρήσουμε, πάση θυσία, τη διαφορά της μικρο-ομάδας στην οποία ανήκουμε· ούτε να ορίζουμε την ταυτότητά μας σε αντιπαράθεση με τον άλλον, όποιος κι αν είναι αυτός, ο δυτικός ή ο μουσουλμάνος. Στην πολύπλοκη εξίσωση της σύγχρονης πραγματικότητας, πρέπει, ως Εκκλησία, να βρούμε τον κοινό διαιρέτη της Καθολικότητας. Η οποία μάς ανοίγει, χωρίς συμπλέγματα ή συμβιβασμούς, στην αδελφοσύνη με όλους τους ανθρώπους γενικά, και ιδιαιτέρως με εκείνους που έχουν λάβει το άγιο βάπτισμα.

Ο Θεός μού έδωσε τη χάρη να είμαι Επίσκοπος μιας ημικατεχόμενης Μητρόπολης. Η Μητροπολιτική μου περιφέρεια είναι χωρισμένη στα δυο, από μια γραμμή πολυβολείων και συρματοπλεγμάτων. Υπό μία ορισμένη οπτική, αυτό είναι ένας μεγάλος πόνος, μια χαίνουσα πληγή που μας ταλαιπωρεί για τριάντα τρία τώρα χρόνια. Από άλλη σκοπιά, όμως, από ορθόδοξη σκοπιά, η κατάσταση αυτή είναι μια ευκαιρία που μου δόθηκε. Μια ευκαιρία να εννοήσω με ποιο τρόπο η Εκκλησία αναιρεί το συρματόπλεγμα: Με το να διδάσκει στους πιστούς της το υπάρχειν και το συνυπάρχειν. Με το να είναι για τους ενοικούντες στην απ' εδώ μεριά του συρματοπλέγματος μητέρα σπλαχνική, κιβωτός ταυτότητας, στήριγμα, εμψύχωση και παρηγορία. Αλλά και με το να είναι για τους ενοικούντες στην από κει μεριά του συρματοπλέγματος, μια καρδιά ανοιχτή, με τη διάθεση της αγάπης, της αλληλοπεριχώρησης, της συγχώρεσης, για να χωρέσουμε όλοι στο μικρό τόπο που μας έδωσε ο Θεός. Να υπάρχουμε δηλαδή σ' αυτό τον τόπο ως Έλληνες, της ημετέρας παιδείας μετέχοντες, και να συνυπάρχουμε ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί με τις θρησκευτικές κοινότητες που ζουν στο ίδιο αυτό νησί. Κατ' αυτό τον τρόπο, άγοντας «ταναντία εις ταυτό», η Ορθόδοξη Εκκλησία δείχνει ένα μέλλον αντάξιο της ιερότητας του ανθρώπου.
Σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου