Ὁ Γέροντας διέγνωσε, παρακολούθησε καὶ θεράπευσε τὶς ἀρρώστειες πολλῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ ἀρκετῶν ἀγνώστων, ποὺ δὲν τὸ ἔμαθαν ποτέ, γιὰ νὰ τὸ μάθουν τελικὰ στοὺς οὐρανούς.
«Ἕνα ἀπόγευμα καλοκαιριοῦ, ἀρκετοὶ ἐπισκέπτες καθόμασταν στοὺς πάγκους, ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα στὰ Καλλίσια, περιμένοντάς τον νὰ ἔρθει καὶ τελικὰ δὲν φάνηκε. Δὲν πέρασαν ὅμως οἱ ὧρες τῆς ἀναμονῆς μας πληκτικά.
Εἴχαμε στήσει κουβεντολόι κι᾿ ὁ καθένας ἔλεγε, ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες του, γιὰ τὸν Γέροντα, ποὺ, ἂν καὶ ἀπών, ἦταν παρὼν ἐν πνεύματι καὶ μᾶς μετέδιδε ψυχικὴ εὐφροσύνη. Κάποια στιγμὴ μιλοῦσα ἐγὼ καὶ τοὺς ἔλεγα ὅτι ὁ Γέροντας θεράπευε καὶ ἀσθένειες. Μία ἄγνωστη κυρία, ποὺ καθόταν δίπλα μου, μὲ ρώτησε: «Σοβαρὲς ἀσθένειες;» «Τί σοβαρές, μὲ ρωτᾶτε κυρία», τῆς λέω, «ἀφοῦ καὶ καρκίνο ἀνίατο θεράπευσε μὲ τὶς προσευχές, ὅπως βάσιμα πληροφορήθηκα». Ἡ κυρία μὲ κοίταξε ἐπίμονα καὶ χαμογέλασε. «Μὲ συγχωρεῖτε, κυρία», τῆς εἶπα, «γιατί χαμογελᾶτε, νομίζετε ὅτι σᾶς λέω παραμύθια;». «Καθόλου παραμύθια, ἀπήντησε ἐκείνη, διότι αὐτὴ ποὺ θεράπευσε ὁ Γέροντας, μὲ τὶς προσευχές του, ἀπὸ ἀνίατο καρκίνο εἶμαι ἐγώ». Μείναμε ὅλοι ἐμβρόντητοι. «Ἐσεῖς εἶσθε;» εἴπαμε μὲ μιὰ φωνή. «Πέστε μας τὸ περιστατικό, πῶς ἔγινε;» Ἡ κυρία δίσταζε νὰ μιλήσει, ἀλλὰ ὑπεχώρησε στὶς παρακλήσεις μας, μὲ τὴ συμφωνία νὰ μὴ κοινολογήσουμε τὸ ὀνομά της.
Εἴχαμε στήσει κουβεντολόι κι᾿ ὁ καθένας ἔλεγε, ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες του, γιὰ τὸν Γέροντα, ποὺ, ἂν καὶ ἀπών, ἦταν παρὼν ἐν πνεύματι καὶ μᾶς μετέδιδε ψυχικὴ εὐφροσύνη. Κάποια στιγμὴ μιλοῦσα ἐγὼ καὶ τοὺς ἔλεγα ὅτι ὁ Γέροντας θεράπευε καὶ ἀσθένειες. Μία ἄγνωστη κυρία, ποὺ καθόταν δίπλα μου, μὲ ρώτησε: «Σοβαρὲς ἀσθένειες;» «Τί σοβαρές, μὲ ρωτᾶτε κυρία», τῆς λέω, «ἀφοῦ καὶ καρκίνο ἀνίατο θεράπευσε μὲ τὶς προσευχές, ὅπως βάσιμα πληροφορήθηκα». Ἡ κυρία μὲ κοίταξε ἐπίμονα καὶ χαμογέλασε. «Μὲ συγχωρεῖτε, κυρία», τῆς εἶπα, «γιατί χαμογελᾶτε, νομίζετε ὅτι σᾶς λέω παραμύθια;». «Καθόλου παραμύθια, ἀπήντησε ἐκείνη, διότι αὐτὴ ποὺ θεράπευσε ὁ Γέροντας, μὲ τὶς προσευχές του, ἀπὸ ἀνίατο καρκίνο εἶμαι ἐγώ». Μείναμε ὅλοι ἐμβρόντητοι. «Ἐσεῖς εἶσθε;» εἴπαμε μὲ μιὰ φωνή. «Πέστε μας τὸ περιστατικό, πῶς ἔγινε;» Ἡ κυρία δίσταζε νὰ μιλήσει, ἀλλὰ ὑπεχώρησε στὶς παρακλήσεις μας, μὲ τὴ συμφωνία νὰ μὴ κοινολογήσουμε τὸ ὀνομά της.
«Εἶχα προσβληθεῖ ἀπὸ καρκίνο», ἄρχισε νὰ μᾶς διηγῆται, «ποὺ ἔκανε μεταστάσεις καὶ ἦταν διάσπαρτος σ᾿ ὅλο μου τὸ σῶμα. Νοσηλεύτηκα σὲ ἀρκετὰ Νοσοκομεῖα, ἀλλὰ ἡ κατάστασή μου διαρκῶς χειροτέρευε. Πονοῦσα φοβερά, δὲν μποροῦσα νὰ φάω καὶ εἶχα γίνει πετσὶ καὶ κόκαλο. Οἱ γιατροὶ μὲ ξέγραψαν. Μερικοὶ συγγενεῖς μὲ πῆγαν στὸ Λονδίνο. Οὔτε ἐκεῖ δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τίποτε. Μ᾿ ἔστειλαν πίσω, γιὰ νὰ πεθάνω τουλάχιστον στὴν πατρίδα μου. Μὲ ἔφεραν στὴ Πολυκλινική. Ἤμουν ἐντελῶς ἐξαντλημένη καὶ ἀπελπισμένη. Ἐκεῖ κάποια γνωστή μου, μοῦ μίλησε γιὰ ἕνα γέροντα ἱερομόναχο, ποὺ βρισκόταν δίπλα, στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου καὶ ἔκανε θαύματα. Δὲν πίστευα στὰ θαύματα, δὲν ἤμουν πολὺ τῆς ἐκκλησίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔδωσα σημασία.
Μιὰ μέρα μὲ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἀσπρομάλλης γέροντας καὶ μοῦ εἶπε, μὲ ἀγάπη, νὰ μὴ στενοχωριέμαι, ἀλλὰ νὰ προσεύχομαι στὸ Χριστὸ καὶ θὰ γίνω καλά. Μοῦ φάνηκαν ἀπίστευτα αὐτά, ὅμως κάτι ἄλλαξε τὴν ὥρα ἐκείνη στὴν ψυχή μου. Ρώτησα, πῶς τὸν λένε καὶ μοῦ εἶπε π. Πορφύριο.
Ὅταν ἔφυγε, δοκίμασα δειλὰ νὰ προσευχηθῶ στὸ Χριστὸ καὶ αἰσθάνθηκα μιὰ ἀνακούφιση. Ξαναῆρθε μιὰ ἄλλη μέρα καὶ μοῦ εἶπε, ὅτι ὁ καρκίνος θὰ ἐπεκταθεῖ καὶ στὰ κόκαλα, ἀλλὰ νὰ μὴ στενοχωρηθῶ, μόνο νὰ προσεύχομαι συνεχῶς καὶ θὰ γίνω καλά. Ἔνοιωσα ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιὰ δύναμη μέσα του, ποὺ μοῦ τὴν μεταδίδει. Ἄρχισα νὰ προσεύχομαι διαρκῶς, νὰ πιστεύω, νὰ ἐλπίζω καὶ νὰ χαίρομαι γιὰ πρώτη φορά. Σὲ λίγες μέρες οἱ γιατροὶ διαπίστωσαν καρκίνο στὰ ὀστά μου. Ἐγὼ χαμογελοῦσα καὶ οἱ γιατροὶ νόμισαν ὅτι ὁ καρκίνος πείραξε καὶ τὸ μυαλό μου. Ἀπὸ τότε, λίγο-λίγο, ὁ καρκίνος ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ, τὸ αἰσθανόμουν. Τὸ ἀντιλήφθηκαν κι᾿ οἱ γιατροί, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἐξηγήσουν. Ἐγὼ ὅμως ἤξερα τὴν αἰτία, ἀλλὰ δὲν τοὺς τὴν ἔλεγα. Ἡ βελτίωση ἐξακολούθησε, ὥσπου σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Ἡ ἐπικοινωνία μου μὲ τὸν π. Πορφύριο συνεχίσθηκε. Ἐρχόμουν κι᾿ ἐδῶ πάνω, στὰ Καλίσσια.
Μιὰ μέρα, ἤμουν ἐδῶ, ἔξω στὴν αὐλή, περιμένοντας μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς μου. Ὁ π. Πορφύριος ἔστειλε μιὰ κυρία καὶ μὲ εἰδοποίησε νὰ πάω στὸ κελλί του. Πῆγα, μὲ ρώτησε πῶς πάω, τοῦ εἶπα ὅλο καὶ καλύτερα καὶ τότε μοῦ εἶπε νὰ βγῶ ἔξω στὸν μικρὸ κῆπο, νὰ ψάξω νὰ βρῶ καὶ νὰ τοῦ φέρω δυὸ φράουλες. Βγῆκα, ἔψαξα, βρῆκα καὶ τὶς πῆγα. Ὁ π. Πορφύριος προσευχήθηκε, τὶς εὐλόγησε καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ μία νὰ τὴν φάω. Μόλις τὴ δάγκωσα, ἔβγαλα μιὰ δυνατὴ κραυγή, ποὺ τὴν ἀκοῦσαν ἔξω οἱ συγγενεῖς μου καὶ ἀνησύχησαν γιὰ μένα».
«Γιατί φωνάξατε ἔτσι;» διέκοψα τὴ διήγησή της, ρωτώντας ἀπορημένος.
«Φώναξα» ἀπήντησε ἐκείνη, «διότι δὲν μποροῦσα νὰ κάνω διαφορετικά. Διότι, μόλις δάγκωσα τὴ φράουλα, αἰσθάνθηκα νὰ διαποτίζει ὅλο τὸ σῶμα μου μιὰ τέτοια γλυκύτητα, μιὰ τέτοια ἀπερίγραπτη εὐτυχία, ποὺ ποτέ μου, ὣς τότε, δὲν εἶχα αἰοθανθεῖ: Ἦταν ἡ τελειωτικὴ θεραπεία μου ἀπὸ τὸν καρκίνο. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη, δὲν μὲ ξαναενόχλησε πλέον. Μόνο ἄφησε ἕνα πρήξιμο στὸ ἀριστερό μου χέρι, ὅπως βλέπετε. Ὁ π. Πορφύριος μοῦ εἶπε, ὅτι εἶναι τὸ σημάδι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴ ξεχνῶ τὴν εὐεργεσία Του καὶ νὰ Τὸν ἀγαπῶ.
Σ᾿ ὅλους μας, ἔκανε βαθιὰ ἐντύπωση ἡ ἱστορία τῆς κυρίας, μιὰ ἱστορία ἀληθινή, μὰ τόσο θαυμαστή, ποὺ ἔμοιαζε μὲ παραμύθι. Στὴν ἐπιστροφή μας, μέσα ἀπὸ τὸ μικρὸ δάσος, ἡ κυρία ἦταν εὐκίνητη, ὁμιλητικὴ καὶ εὐχάριστη, τόσο, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ φαντασθεῖς τὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας, ἀπ᾿ ὅπου πέρασε καὶ βγῆκε σώα, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, δι’ εὐχῶν τοῦ π. Πορφυρίου. Ὅσο γιὰ μᾶς, δὲν εἴχαμε παράπονο γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Γέροντα. Τὸν ἀνεπλήρωσε, μὲ τὸ παραπάνω, ἡ παρουσία τῆς πρώην καρκινοπαθοῦς κυρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου