Του Νίκου Βαραλή - Από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια - Μαρτίου.
Ήταν μικρός ακόμη. Έφυγε από την Κάπουρνα, τι ήταν; Ένα χωριό της λάσπης μακριά από τον Βόλο. Τυράννια. Ο πατέρας του ο Αυγερινός στα χωράφια, πέτρες και χώματα η ζωή τους ολόκληρη. Ηρθε κι ο φόρος, ο έκτακτος, δεν άντεξε ο πατέρας.
«Πάμε, Νικόλα» είπε. «Πάμε σε άλλο χωριό, πιο γόνιμο». Πήραν στους ώμους τους τη μέχρι τότε ζωή τους, δεν ήταν πολύ βαριά, και φύγαν.
Ο νεαρός που τούρκεψε, αλλά, όταν συνάντησε τον Θεό, τα παράτησε όλα και έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος με το όνομα Γεδεών.
«Πάμε, Νικόλα» είπε. «Πάμε σε άλλο χωριό, πιο γόνιμο». Πήραν στους ώμους τους τη μέχρι τότε ζωή τους, δεν ήταν πολύ βαριά, και φύγαν.
Η μάνα του είχε αδελφό στο Βελεστίνο, παντοπώλη. Τον έστειλαν μπας και κάνει προκοπή. Δούλευε εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ψείρα, λίγο φαΐ και λέρα πολλή. Μόνο τώρα όλα γίνονταν πιο δύσκολα, γιατί ο Νικόλας έβλεπε.
Εβλεπε τους Τούρκους άρχοντες που αγόραζαν απ’ όλα, που είχαν πλούτη, γυναίκες, εξουσία και δύναμη. Αυτός, όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα και να μεγάλωνε, τη μόνη εξουσία που θα μπορούσε να έχει ήταν στην ψείρα του - και γι' αυτή δεν ήταν σίγουρος.
Εβλεπε τους Τούρκους άρχοντες που αγόραζαν απ’ όλα, που είχαν πλούτη, γυναίκες, εξουσία και δύναμη. Αυτός, όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα και να μεγάλωνε, τη μόνη εξουσία που θα μπορούσε να έχει ήταν στην ψείρα του - και γι' αυτή δεν ήταν σίγουρος.
Ο Τούρκος λέγονταν Αλή, καλός άνθρωπος, τον συμπάθησε. Πήγε στο αφεντικό και τον ζήτησε. «Τον θέλω να έρθει σπίτι μου» είπε. Δεν συμφωνούσε ο μπακάλης, αλλά ο Αλής ήταν εξουσία και δεν λογάριαζε. Ο Νίκος κρυφά μέσα του ήθελε. Ετσι και πήγε. Και για πρώτη φορά έφαγε και ήπιε και έβαλε ρούχα καθαρά, κοιμόταν σε κρεβάτια μαλακά και γύρω του όλο γυναίκες.
Πέρασε ένας χρόνος, είχε συνηθίσει πια, ήταν το σπίτι του, όταν ήρθε ο γιος του αφεντικού. «Τι κάνεις;» λέει του πατέρα του. «Ρωμιό έβαλες μες στο χαρέμι; Είσαι καλά;» «Είναι καλό παιδί», του είπε ο πατέρας, «έναν χρόνο είναι μαζί μου, είναι καλός». Πήγε ο γιος, τον έπιασε. «Ελα δω, Νικόλα, καλό παιδί είσαι, θα γίνεις μουσουλμάνος, γιατί οι Ρωμιοί είναι κακοί και βρόμικοι... τι δουλειά έχεις μ' αυτούς; Γίνεσαι μουσουλμάνος και έχεις όλη τη γη στα πόδια σου. Μια αυτοκρατορία ολόκληρη. Ως χριστιανός τι θα κάνεις; Επειτα από λίγο καιρό θα σε διώξουμε, θα γυρίσεις στις λάσπες που ήσουν και σε λίγα χρόνια θα γεράσεις, θα σαπίσεις όπως σαπίζουν κι οι άλλοι οι Ρωμιοί εκεί έξω».
Ο Νίκος το σκέφτηκε όλο το βράδυ. Είχε δίκιο. Του πατέρα τον ιδρώτα σκέφτηκε και της μάνας το σκύψιμο. Δέχτηκε. Του κάνανε την περιτομή, του δώσανε το όνομα Ιμπραήμ και γύριζε κορδωμένος στο παλάτι. Τα είχε όλα.
Μια φορά ένα βράδυ του Δεκεμβρίου ένιωσε στο στήθος του μαύρο πράγμα να τον πατάει, του κοπήκανε τα πόδια, σκιάχτηκε. Πετάχτηκε και πήγε στον κήπο και κάθισε κάτω από μια μηλιά, στην παγωνιά, μονάχος. Εκεί έγινε κάτι που κανείς δεν ξέρει. Πάντως πριν ξημερώσει έφυγε όπως ήταν. Πήγε στον πατέρα. «Φύγε», του λέει, «θα μας σφάξουν όλους. Πήγαινε στο Κεραμίδι, είναι από πίσω απ’ το βουνό, μπας και γλιτώσουμε».
Σκαρφάλωσε το βουνό, μέσα στο χιόνι, κινδύνεψε για να χαθεί, έφτασε μια φορά στο Κεραμίδι. Πέρασε ο χειμώνας και ο Νίκος πήγε κοντά σε κάτι χτίστες κι έμαθε τέχνη. Τον πήραν μετά στην Κρήτη για δουλειά. Μαύρες μέρες απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ. Κουβάλαγε... και να 'ταν μόνον αυτό, οι βρισιές και οι σφαλιάρες ήταν φαΐ της κάθε μέρας. Δεν μπόραγε.
Μια μέρα το 'σκασε και πήγε σε μια εκκλησιά και κάθισε. Τον είδε ο παππάς και τον συμπόνεσε. Ο Νίκος κάθισε, τον αγάπησε αυτόν τον παππούλη που όλο χαμογελούσε. Κάθισε κοντά του. Υστερα από λίγα χρόνια πέθανε ο παπάς κι έμεινε ο Νίκος πάλι μόνος του. Τα μάζεψε κι έφυγε για το Ορος. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Πήγε στην Καρακάλου, έγινε μοναχός, πήρε το όνομα Γεδεών. Μιλιά δεν έβγαζε. Πέρασαν 35 ολόκληρα χρόνια και δεν κατάλαβαν ούτε τη σκιά του.
Μια μέρα πήγε και βρήκε τον πνευματικό του. Τι του είπε δεν ξέρουμε, ξέρουμε πως άδεια του έδωσε κι έφυγε πάλι για το Βελεστίνο. Τριγυρνούσε αγρίμι στα χωράφια και στους δρόμους, άπλυτος και κουρελής. Τους κορόιδευε τους Τούρκους μπας και τον πιάσουν. Ηθελε να τον σκοτώσουν. Τον αγνοούσαν. Τον πιάσανε δυο τρεις φορές, τον μαύρισαν στο ξύλο, αλλά τι να σκοτώσουν; Ηταν τρελός. Πήγε στην Αγριά Μεγάλη Βδομάδα κι εκεί άρχισε να βρίζει τον Μωάμεθ. Τότε τον έπιασαν και τον πήγαν στον Τύρναβο, όπου τον βασάνισαν και τελικά τον σκότωσαν. Ήταν 30 Δεκεμβρίου.
Τι ήταν όμως αυτό που συνέβη εκείνη τη νύχτα και τον έκανε να παρατήσει τα πάντα για να ριχτεί σ’ αυτή την περιπέτεια; Αλλοι λένε ότι Τον συνάντησε κάτω από το δέντρο και του χαμογέλασε. Δεν του είπε τίποτα, όπως συνήθιζε. Το βλέμμα Του όμως ήταν γεμάτο από συμπόνια που άρχισε να κλαίει. Τότε, λέει, έσπασε κάτι στην καρδιά του κι άρχισε, λέει, να χορεύει σαν τρελός μέσα στα δέντρα.
Να μάθουμε δεν είναι δυνατόν. Πάντως όσοι τον είδαν μετά τον θάνατό του είχε στο πρόσωπο τέτοια χαρά, που δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να καταλάβει. Τον είπαν άγιο, αλλά δεν δείχνει να τον νοιάζει. Περιπλανιέται ακόμα ανάμεσα σε Κάπουρνα και Βελεστίνο, χαρίζοντας το γέλιο του στον ουρανό. Κάποιες φορές τον βλέπουν τα παιδιά να σκάβει με τα μάτια τον ουρανό και τότε αρχίζουν τα κοτσύφια το τραγούδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου