1) Κάποια φορά, ένας νέος Ιερέας πού πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα Αμβρόσιο, όπως και τη Γερόντισσα Παρθενία, τον πήρε και επισκέφθηκαν το Μοναστήρι του Όσιου Λουκά στο Στείριο Βοιωτίας.
Αφού ευχαριστήθηκαν στο προσκύνημα, ξεκίνησαν χαρούμενοι να επιστρέψουν στο Μοναστήρι του Δαδιού, ανεβαίνοντας πάλι στο βουνό ψηλά, με την προοπτική να κατεβούν στη Δαύλεια.
–Με συγχωρείτε πάρα πολύ, μπορείτε να με πάρετε ως τη Δαύλεια; τους ρώτησε,
–Γέροντα, τί λέτε, να τον πάρω; ρώτησε σιγά ό ιερέας τον Γέροντα.
–Μα, βέβαια, συμφώνησε αυτός.
Μπήκε μέσα ό άνθρωπος, κάθισε σεμνά στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν. Στο μισό περίπου της διαδρομής, πριν φτάσουν μέχρι κάτω, ρώτησε ό Γέροντας τον ξένο:
–Δεν μου λες, γεροντάκι, έχεις ανέβει ποτέ εσύ στα βουνά εδώ πάνω;
–Πώς, βεβαίως, τα έχω επισκεφθεί, του απάντησε ό άλλος.
Όταν έφτασαν στο σημείο πού τους ζήτησε, ό ξένος άνοιξε την πόρτα, γύρισε και τους είπε:
–Να είναι ευλογημένη ή ώρα του ταξιδιού σας! Κι έφυγε.
Λίγο πιο κάτω, στράφηκε παραξενεμένος ό νέος ιερέας και είπε:
–Γέροντα, να σε ρωτήσω κάτι;
Αλλά εκείνος τον κοιτούσε.
–Δεν κατάλαβες τίποτα;
–Τί να καταλάβω, Γέροντα; Το μόνο πού μπορώ να σου πω είναι ότι ή μάνα μου, όταν έφευγα από το νησί για να σπουδάσω, πέταγε νερό στην έξοδο μου και έλεγε: «Καλό ταξίδι! Ή Παναγιά μαζί σου!» και άλλες ευχές. Άλλα αυτή τη ρήση, «Ευλογημένη ή ώρα του ταξιδιού σας», μόνο από πνευματικό μπορείς να την ακούσεις. Δεν το έχω ξανακούσει, και αυτό με παραξένεψε.
–Ά, βρε, δεν εννοούσε μόνο το ταξίδι πού θα πάμε, αλλά όλη τη διαδρομή, όλη μέρα, όλο το ταξίδι θα είναι ευλογημένο, όπου και να πάμε.
–Γέροντα, ναι, αλλά ποιός μπορεί να δώσει μια τέτοια ευχή; και μη μου πεις τί υποψιάζομαι…
–Ναι, παιδί μου, ό Άγιος Λουκάς είναι, πού πήρε τη μορφή αυτή, για να μην τρομάξεις. Ευχαριστήθηκε με την επίσκεψη μας και ήρθε να μας το δείξει εδώ.
Αλλά όταν έφτασαν στο Μοναστήρι, τον Ιερέα τον περίμενε μία ακόμη έκπληξη. Μόλις τον είδε ή Γερόντισσα Παρθενία, τον ρώτησε μ’ εκείνη την παράξενη φωνή πού απέκτησε μετά την ασθένεια της:
–Τί έπαθες, μωρέ; Είδες τίποτα; Μήπως είδες τον Άγιο Λουκά και σε συνόδευσε;
2) Κάποτε η πόρτα στο κελάρι του Μοναστηρίου δεν άνοιγε. Το μεγάλο κλειδί δεν γύριζε στην κλειδαριά, κι έτσι οι μοναχές δεν μπορούσαν να μπούν μέσα για ένα απόγευμα. Την άλλη μέρα το πρωί, ένα πνευματικό παιδί τού Γέροντα ξαναπροσπάθησε, αλλά πάλι δίχως αποτέλεσμα. Οπότε πήρε το κλειδί, ανέβηκε στο κελί του και ζήτησε να το σταυρώσει. Εκείνος το πήρε στα χέρια του με φυσικότητα, προσευχήθηκε για λίγο σιωπηλά, το σταύρωσε και το έδωσε πίσω.
– Πήγαινε ν’ ανοίξεις! είπε με βεβαιότητα. Ό άνθρωπος έβαλε μετάνοια εκ νέου και κατέβηκε. Με το πού γύρισε το κλειδί, ή κλειδαριά άνοιξε αμέσως. Ωστόσο, όταν λίγο μετά την άλλαξαν και έβαλαν καινούρια, διαπίστωσαν πώς όλα ήταν σπασμένα μέσα της και λογικά δεν μπορούσε να λειτουργεί…
3) Ό Γέροντας είχε ακόμα το χάρισμα να βρίσκει νερό στο έδαφος, και μάλιστα να γνωρίζει το βάθος στο όποιο είναι και την ποιότητα του! Έκανε έναν μορφασμό με τα χείλη και τη γλώσσα σαν να το γευόταν και σου έλεγε τη γεύση του!
Είχε πει, πώς τού είχε μεταδώσει αυτή την ικανότητα ο Γέροντας Πορφύριος ακουμπώντας τον στον ώμο. Κι αυτό το πετύχαινε, είτε περπατώντας σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και απλώνοντας προς το έδαφος το χέρι του, πού έτρεμε ολόκληρο ανεξέλεγκτα και με μεγάλη δύναμη λες και είχε εξαρθρωθεί, είτε τοποθετώντας την παλάμη του πάνω σ’ ένα χάρτη, ή και σ’ ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα.
Επίσης, μπορούσε να βρίσκει σε ποιο μέρος είχε πολλά ψάρια. Έτσι, όταν μερικοί από τη Θεσσαλονίκη τού πήγαν κάποτε ένα χάρτη, πέρασε από πάνω το χέρι του και στα σημεία οπού τρεμόπαιζε τούς αποκάλυψε ότι ήταν ψαρότοποι !
Οι άνθρωποι διαπίστωσαν αργότερα ότι όλες οι περιοχές πού έδειξε ήταν γεμάτες, αλλά και προστατευόμενες από την Ελληνική πολιτεία, οπότε απαγορεύεται το ψάρεμα. Τους φανέρωσε όχι μόνο για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά και για όλα τα νησιά του Αιγαίου!
Ακόμη, είχε και το χάρισμα να βρίσκει τις ασθένειες κάποιου, όταν ήταν δίπλα του, αφού μόλις περνούσε ψηλά από το σώμα του ανθρώπου σαν μαγνητική τομογραφία το χέρι του, αυτό σταματούσε εκεί πού ο άλλος έπασχε, ενώ συγχρόνως παλλόταν ανάλογα με την ασθένεια και τη σοβαρότητα της, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση.
4) Ένα πνευματικό του παιδί από την Αμφίκλεια, θέλησε κάποτε ν’ αλλάξει το αυτοκίνητο πού είχε, ένα Nissan παλαιάς τεχνολογίας, και να πάρει ένα καινούριο.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και αποφάσισε να πάει στη Λαμία μαζί με την οικογένεια του, να κάνουν και τα ψώνια τους. Σκέφτηκε όμως πρώτα ν’ ανεβεί στο Μοναστήρι, να πάρει την ευχή του Γέροντα, και μετά να κάνουν το ταξίδι ( 65 χιλιόμετρα είναι το Δαδί από τη Λαμία). Τότε άκουσε τον Γέροντα να του λέει:
— Τι να σε κάνω; Πρέπει να θυμάσαι αυτή τη μέρα.
Ό άνθρωπος δεν κατάλαβε. Έβαλε την οικογένεια του στο αυτοκίνητο, πήγαν στη Λαμία, παράγγειλαν το καινούριο όχημα, ψώνισαν και επέστρεψαν. Άλλα τότε, όταν προσπάθησε να παρκάρει στη συνηθισμένη του θέση στο σπίτι, διαπίστωσε έκπληκτος πώς ο ιμάντας του αυτοκινήτου ήταν κομμένος και πεταμένος στο έδαφος.
Δηλαδή, είχε κάνει τη διαδρομή των 65 χιλιομέτρων χωρίς αυτόν. Τούτος, ο εξωτερικός ιμάντας (κίνησης δυναμό και αντλίας νερού) εάν κοπεί, τότε δεν γυρίζει ούτε ή αντλία ούτε το δυναμό, με αποτέλεσμα να σηκώνει θερμοκρασία, αφού δεν γυρίζει ή αντλία νερού, και να μην έχει ενέργεια ή μπαταρία. Όποτε πήγε σ’ ένα γνωστό του μηχανικό αυτοκινήτων και ανέφερε το γεγονός. Ό μηχανικός τού μίλησε «συνωμοτικά»:
–Μην το πεις σε άλλους αυτό, γιατί θα σε κοροϊδέψουν. Αυτό δεν γίνεται ούτε με θαύμα.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνος ρώτησε ακόμη δύο ειδικούς στα αυτοκίνητα. Και εκείνοι, όταν άκουσαν το περιστατικό, δεν το πίστεψαν. Αυτός όμως, και ή οικογένεια του πού έζησε το θαυμαστό περιστατικό γνώριζαν την αλήθεια…
5) Τον χειμώνα του 1996 επισκέφθηκαν τον Γέροντα στην Αθήνα μια μητέρα με την 3χρονη κόρη της. Ό παππούς πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά του και άρχισε να του λέει αργά και καθαρά το «Θεοτόκε Παρθένε».
Μόλις τελείωσε, ζήτησε να το πουν μαζί. Το παιδί, κοιτώντας τον στα μάτια, άρχισε να το επαναλαμβάνει μετά από κάθε φράση του. Όταν τελείωσαν, της ζήτησε να το πει μόνη της. Και ή μικρή, πού καλά-καλά δεν μιλούσε, το απήγγειλε όλο δυνατά και καθαρά χωρίς διακοπή.
6) Υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων, πού βεβαιώνουν ότι ο Γέροντας μπορούσε να παρίσταται σωματικά σε δύο μέρη συγχρόνως, ή ότι μπορούσε να μετακινείται στον χώρο δίχως να επηρεάζεται από τα καιρικά φαινόμενα, όπως να πηγαίνει από ένα μέρος σε άλλο με βροχή και απροστάτευτος, αλλά να φθάνει στον προορισμό του εντελώς στεγνός.
Στο μετόχι της Αθήνας ήταν μια μέρα ο Γέροντας, ή Γερόντισσα Παρθενία, ή αδελφή Γαλήνη ( νυν Γερόντισσα ), και άλλοι τέσσερις λαϊκοί, τρεις γυναίκες και ένας άνδρας.
Οι οικοδεσπότες, που ήταν πάντοτε πολύ φιλόξενοι, προσκάλεσαν επιμόνως τους επισκέπτες να φάνε. Είχαν λίγο κοτόπουλο και χόρτα, τα όποια όμως δεν έφταναν παρά για δύο, το πολύ τρία άτομα. Έστρωσαν το τραπέζι.
— Ευλόγησον, Γέροντα, είπε ή Γερόντισσα Παρθενία.
Εκείνος ευλόγησε κι έπειτα ή μοναχή μοίρασε το φαγητό. Ήταν πεντανόστιμο. Όλοι έφαγαν και όλοι χόρτασαν.
Ένα παρόμοιο με το προηγούμενο συμβάν έγινε πιο παλιά, γύρω στο1970-71. Ήταν Πάσχα και στο Μοναστήρι υπήρχε πολύς κόσμος. Για φαγητό είχαν μόνο ένα αρνί και πατάτες. Αλλά οι υπηρέτες της Μονής και των ανθρώπων δεν ανησυχούσαν. Ό Γέροντας Αμβρόσιος ευλόγησε την τράπεζα, έτσι το φαγητό έφτασε για όλους και περίσσεψε.
7) Όταν τον Οκτώβριο του 1999 είχαν φέρει την εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, μία γυναίκα προσπάθησε δύο φορές να πάει να την προσκυνήσει, όμως στάθηκε αδύνατον. Ό κόσμος ήταν πολύς και θα χρειαζόταν ώρες να το καταφέρει. Λόγω σωματικής αδυναμίας, δεν το μπόρεσε. Τηλεφώνησε στον Γέροντα και εκείνος την προέτρεψε να μη χάσει την ευκαιρία:
— Να ξαναπάς, παιδί μου. Να, μία ώρα θα χρειαστείς να περιμένεις στη σειρά. Να πας τώρα. Είναι μεγάλη ευλογία.
Εκείνη, από υπακοή, το ξαναπροσπάθησε. Διαπίστωσε πώς ο κόσμος ήταν εξίσου πολύς, σχηματίζοντας ουρά χιλιομέτρων. Και πήγε, και περίμενε, και σε μία ώρα ακριβώς βρισκόταν μπροστά στην Εικόνα, αλλά και στο Τίμιο Ξύλο πού είχε βγει απ’ την Ί. Μ. Βατοπεδίου. Προσκύνησε με μεγάλη ευλάβεια, όμως δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πώς έγινε και ο χρόνος μειώθηκε τόσο μπροστά στη μεγάλη επιθυμία της.
Μια Κυριακή του Θωμά (πιθανόν το 1998), με έκπληξη ή αδελφή Νεκταρία διαπίστωσε πώς το ακάνθινο στεφάνι πού είχαν τοποθετήσει στο κεφάλι του Κυρίου είχε ανθίσει. Ήταν ξεραμένο και το είχαν ήδη χρησιμοποιήσει τις δύο προηγούμενες χρονιές. Τώρα είχε βγάλει μικρά κόκκινα και πράσινα ανθάκια. Πήγε στη Γερόντισσα Παρθενία.
— Γερόντισσα, επάνω στον Εσταυρωμένο υπάρχουν λουλουδάκια, την πληροφόρησε.
Το είδε και ο Γέροντας. Όμως, επειδή δεν του άρεσε η κοσμοσυρροή στο Μοναστήρι και ή προσέγγιση του Θείου μόνο από τα θαυμαστά και τα υπερφυσικά, είπε στις αδελφές:
— Δείτε το, πιστέψτε το, είναι θαύμα, αλλά μην το πείτε. Δεν θέλω να έρχονται στο Μοναστήρι γι’ αυτό. Να το κρατήσουμε για εμάς. Το στεφάνι έμεινε ανθισμένο για 20 μέρες περίπου.
9) Μια φορά, ο Γέροντας βρισκόταν με άλλους σ’ ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο και πήγαιναν προς την περιοχή του Διονύσου. Ανέβαιναν για προσκύνημα σε κάποιο Μοναστήρι, όταν σε μια στροφή κατέβαινε με Ιλιγγιώδη ταχύτητα από την αντίθετη πλευρά ένα αυτοκίνητο, το όποιο κατευθυνόταν επάνω τους.
Ό Γέροντας μόλις πού πρόλαβε να πει «Πανάγια, βοήθα μας!» και κάτι σαν τεράστιο χέρι τους σήκωσε όλους μαζί με το αυτοκίνητο και τους έβαλε πάλι στην άσφαλτο, σώζοντας τους από βέβαιο τρακάρισμα, από το όποιο κανείς δεν ξέρει ποιός θα ζούσε και πώς.
10) Τον Μάιο του 2005 ένα ζευγάρι πού πολύ αγαπούσε τον Γέροντα πήγαιναν προς το Μοναστήρι. Ή γυναίκα του έφερνε από τα Ιεροσόλυμα ένα σταυρό, τον όποιο της είχαν δώσει Άγιοταφίτες. Ό σύζυγος της όμως οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα και στην Εθνική Οδό, στο Ύψος της Θήβας, κινδύνεψαν σοβαρότατα.
Το αυτοκίνητο τους βρισκόταν ανάμεσα σε δύο νταλίκες, όταν ο άνδρας ήταν έτοιμος να προσπεράσει. Άλλα εκείνη την ώρα ανασηκώθηκε το καπό, ακούστηκε ένας θόρυβος σαν έκρηξη, ράγισε το παρμπρίζ και βούλιαξε ο ουρανός του αυτοκινήτου.
Ξαφνικά, δεν έβλεπε μπροστά του σχεδόν τίποτα. Ή γυναίκα κραύγασε «Παναγία μου!» και, χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν δεξιά. Πίσω τους ακριβώς είδαν ένα όχημα Οδικής Βοήθειας, λες και τους περίμενε. Στην καφετέρια πού ήταν κοντά, οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησαν τούς είπαν πώς «είχαν άγιο».
Τηλεφώνησαν στο Μοναστήρι, για να πουν το γεγονός και να μην τους περιμένουν γρήγορα. Άκουσαν τότε τη μοναχή να τους λέει:
— Ά, γι’ αυτό ο Γέροντας ήταν ανήσυχος και έλεγε: «Τρέξε, Κύριε!Τρέξε, Κύριε!».
Όταν έφτιαξαν το αμάξι, πήγαν στο Μοναστήρι και διηγήθηκαν με λεπτομέρειες όσα πέρασαν. Ό Γέροντας είπε:
— Πρόσεξε Τι θα σου πω. Όταν ξεκινάς να πηγαίνεις κάπου, θα σταυρώνεις το τιμόνι 3 φορές και θα λες: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Δεν θα παθαίνετε τίποτα. Άκου τώρα τι έγινε.
Την ώρα πού συνέβη αυτό, εγώ το είδα. Και είδα την Υπεραγία Θεοτόκο να φεύγει απ’ το Μοναστήρι, να πιάνει το τιμόνι και αυτός να σκάει. Δεν την είδες εσύ την Υπεραγία Θεοτόκο;
11) Ζούσε ακόμη ή Γερόντισσα Παρθενία, όταν ρώτησε κάποιος τον Γέροντα σχετικά με τον φοβερό πόνο πού είχε στο μάτι:
— Γέροντα, Τι να κάνουμε με το μάτι σου;
— Παιδί μου, του απάντησε εκείνος, ξέχασε το. Δεν θα φύγει αυτός ο πόνος και οι γιατροί δεν πρόκειται να βρουν ποτέ Τι έχω.
— Γιατί, παππούλη;
— Γιατί παρακάλεσα εγώ τον Κύριο να μου δώσει αυτόν τον πόνο.Του είπα: «Κύριε, εσύ τόσα έκανες για μένα. Δώσε μου έναν πόνο ανυπόφορο, να υποφέρω κι εγώ για Σένα, για χάρη Σου».
Και μου είπε ο Κύριος: «θα τον αντέξεις αυτόν τον πόνο πού θα σου δώσω;».
Του είπα: «Εάν με βοηθήσεις, για την αγάπη Σου θα τον αντέξω». Και από εκείνη τη στιγμή μου ήρθε ο πόνος αυτός..
12) Λίγο μετά την κοίμηση του αγαπημένου φίλου του, του μακαριστού Επισκόπου Σισανίου και Σιατίστης Αντωνίου, μία γυναίκα πού τους αγαπούσε πολύ και τους ευλαβείτο, ανέβηκε στη Μονή Δαδιού. Ήταν έγκυος στον 5ο μήνα και ήθελε τη συμβουλή του σχετικά με μια θεραπεία πού της είχε συστήσει ο γιατρός. Ό Γέροντας ήταν άρρωστος και κλινήρης. Της είπε:
– Εγώ θα φύγω για το νοσοκομείο σήμερα. Εσύ θα μείνεις έως το βράδυ, για να διαβάσεις.
— Καλά, Γέροντα, απάντησε αυτή, χωρίς να καταλαβαίνει,
Και κατέβηκε στην κουζίνα, για ν’ ασχοληθεί με κάτι. Πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά, τον αισθάνθηκε ολοζώντανο δίπλα της να της λέει:
– Ανέβα επάνω, να με χαιρετίσεις. Φεύγω.
Ή γυναίκα δεν έδωσε σημασία, γιατί νόμισε ότι είναι πειρασμικό, και συνέχισε να καθαρίζει χόρτα. Όμως σε λίγο τον άκουσε ξανά:
– Παιδί μου, δεν ακούς; Ανέβα να με χαιρετίσεις.
Εκείνη έκανε πάλι να μη δώσει σημασία, όμως την τρίτη φορά ή φωνή του στ’ αυτιά της ήταν επιτακτική:
– Ανέβα επάνω τώρα!
Τότε έσπευσε να τον συναντήσει. Είχε έρθει το ασθενοφόρο, τον είχαν βάλει στο φορείο και μόλις τον έβγαζαν από το κελί. Καθώς την είδε, την τράβηξε από το χέρι και τη ρώτησε:
— Τι θέλεις;
– Τίποτα, Γέροντα.
- Τι θέλεις; επανέλαβε γνωρίζοντας τον λόγο πού ήθελε πολύ να τον δει. Τα πνευματικά του παιδιά τα πρόσεχε και τα φρόντιζε, αλλά ήθελε και να τού λένε το αίτημά τους…
– Ξέρεις, μου είπε ο γιατρός να κάνω μια συγκεκριμένη θεραπεία,αλλά εγώ φοβάμαι, απάντησε τότε αύτη.
– Θα κάνεις ότι σου είπε ο γιατρός, της είπε και φεύγοντας την ευλόγησε.
Πράγματι, έτσι έγινε. Ή γυναίκα ακολούθησε τη θεραπεία του γιατρού, αυτή ήταν επιτυχημένη, και τώρα χαίρεται στην αγκαλιά της τον μικρό της γιο.
13) Ένας νέος άντρας έζησε την ακόλουθη συγκλονιστική εμπειρία:
Ό Γέροντας ήταν βαριά άρρωστος, κοιμόταν και δεν υπήρχε ή δυνατότητα να τον δει, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος, με αποτέλεσμα να μην τον ακούσει. Αυτός όμως, όπως είπε, είχε την «ανθρώπινη και εγωιστική ανάγκη» να πάρει την ευλογία του. Βγήκε λοιπόν από το Μοναστήρι, πήγε από την πλευρά του δρόμου πού ήταν το παράθυρο του κελιού του κλειστό, και άρχισε να προσεύχεται μες στο κρύο…
Ξαφνικά, άρχισαν να βγαίνουν ζεστές φωτεινές σφαίρες στο μέγεθος μπάλας του τένις από το παράθυρο του κελιού του, οι όποιες τον γέμιζαν ενέργεια και ζεστασιά. Ένα πούλμαν με προσκυνητές, σταματημένο πιο πάνω, έμειναν άναυδοι κοιτώντας το ανεξήγητο αυτό γεγονός. Μόλις συνήλθε από την εμπειρία και τους είδε, έφυγε συγκλονισμένος γρήγορα και διακριτικά, για να μην πάρει διαστάσεις το θέμα. «Όλο αυτό κράτησε περίπου δύο λεπτά…
14) Τον επισκέφθηκε ένας ιερέας και μία γυναίκα, την οποία ο Γέροντας είχε πολύ βοηθήσει. Μπήκαν στον θάλαμο, αλλά δεν του μίλησαν. Ή γυναίκα του άφησε μία μικρή εικόνα της Αγίας Παρασκευής πού είχε πάρει μαζί της και ξεκίνησαν να φύγουν αμέσως. Όμως πρόλαβαν να δουν τον Γέροντα, ο όποιος υποτίθεται ότι δεν είχε καμιά επαφή με το περιβάλλον, να σηκώνει το χέρι του και να τους ευλογεί. Βρισκόταν τότε στο νοσοκομείο της Λαμίας και ήταν σε καταστολή.
15) Στα θαυμαστά γεγονότα, τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε το γεγονός ότι ο Γέροντας ευωδίαζε. Οι μαρτυρίες γι’ αυτό είναι πολλές. Το βεβαιώνουν οι μοναχές της Μονής, οι όποιες τον ζούσαν στις διάφορες στιγμές του. Αυτό μπορούσε να συμβαίνει ξαφνικά, ακόμη και όταν ήταν νηστικός επί μέρες, είτε στο Μοναστήρι είτε στο νοσοκομείο. Το στόμα του, το σώμα του, και ο χώρος γύρω ευωδίαζαν…
Αλλά και με άλλους είχε συμβεί κατ’ επανάληψιν. Το ένιωθε ή γυναίκα πού έραβε τα ράσα του, μόλις τον πλησίαζε να του πάρει μέτρα. Το ένιωσε μια άγνωστη πού τον συνάντησε στον δρόμο κάτω από το μετόχι στην Αθήνα και πήγε να πάρει την ευχή του.
Το ένιωθαν πνευματικά παιδιά του πού τον βοηθούσαν ν’ αλλάξει τη μουσκεμένη από τον Ιδρώτα φανέλα του, όταν βρισκόταν στα διάφορα νοσοκομεία, όπως όταν ήταν άρρωστος με ειλεό και τον θεράπευσε ο Άγιος Νεκτάριος. Αλλά και όταν κοιμήθηκε, επί όση ώρα ήταν ανοιχτό το στόμα του διαχεόταν από αυτό ευωδιά έντονη, ενώ, τέλος, κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να ευωδιάζουν το ίδιο έντονα.
Εδώ αξίζει να μνημονεύσουμε δύο περιστατικά πού συνέβησαν στο νοσοκομείο της Λαμίας, σε κάποια από τις τελευταίες νοσηλείες του εκεί. Το ένα άφορα μία καθαρίστρια, ή οποία έμπαινε κάθε τόσο μέσα στον θάλαμο με τη σκούπα και τη σφουγγαρίστρα. Κάποια στιγμή, αφού το έκανε και για δεύτερη μέρα, τη ρώτησε το πνευματικό παιδί πού διακονούσε τον Γέροντα αν θέλει κάτι.
-Συγγνώμη πού σας ενοχλώ, απάντησε εκείνη, αλλά έρχομαι εδώ για να αναπνεύσω. Τι μυρωδιά είναι αυτή πού έχει το δωμάτιο; Δεν την έχει κανένα άλλο. Έμπαινε μέσα, γιατί μοσχομύριζε ο θάλαμος.
Και το δεύτερο περιστατικό ήταν, όταν το ίδιο πνευματικό παιδί πού τον φρόντιζε τη νύχτα φώναξε κάποια στιγμή ένα νοσοκόμο να βοηθήσει ν’ αλλάξουν τον Γέροντα, ο όποιος ήταν ιδρωμένος. Μόλις έβγαλαν τη φανέλα, του την έδωσε να μυρίσει. Ευωδίαζε.
– Τι κολόνια έχεις βάλει; ρώτησε ο άνθρωπος πού δεν ήξερε.
Του είπε να σκύψει και να μυρίσει τον κατάκοιτο Πατέρα Αμβρόσιο.
– Θέλω κι εγώ ν’ αγαπήσω τον Θεό και τον ψάχνω, αλλά δεν ξέρω πώς να τον βρω, είπε συγκινημένος ο νοσηλευτής. Και άρχισε να πηγαίνει κοντά του τα βράδια. Έπειτα, πολύ σύντομα, το αποφάσισε. Άρχισε να εξομολογείται και να κοινωνά, καί όταν μάλιστα έφτασε ή ώρα, παρευρέθηκε και στην κηδεία του Γέροντα.
Το διορατικό του χάρισμα…
Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορισμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων, είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέπουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο, ή πίσω άπ’ το βουνό…
Κι΄ αυτό, όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη !
Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο.
1) Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
– Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου ! ( τά παιδάκια σου )…
2) Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία και φώναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε καί ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
– Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του.
3) Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Αλλά μια μέρα πού τον είχε πάρει τηλέφωνο γιά να ζητήσει ευχή για τον ίδιο και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
– Δεν μου λες, ποιός είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος; Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
– Κανένας, Γέροντα.
– Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυρίου Εσταυρωμένου.
– Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, άπ’ Αυτόν να ζητάς την ευχή και την προστασία, και σ’ Αυτόν να γονατίζεις και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, χωρίς ποτέ του νά έχει ιδεί πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.
4) Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα. Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε άπ’ έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι και βγήκαν. Γελούσαν και ειρωνεύονταν…
Αυτή απόρησε και μπήκε μέσα, να δεί τί είχε συμβεί. Ό Γέροντας τής είπε:
– Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν και κούτσουρα έφυγαν…
5) Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κατά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.
– Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Να περάσουν;
– Όχι, να φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς…
Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα Γαλλικά), έμεινε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
– Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει…
6) Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ήταν η κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της και συζητούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τόπος. Ακόμη καί χιλιάδες άνθη και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ’ εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο και επέστρεψε.
– Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός, για να γεμίσει τον Παράδεισο και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία Του. Κατάλαβες;
7) Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιόταν αν αυτά ήταν αληθινά, ή τού τα έλεγε για ευχές… Βγήκε έξω ζαλισμένος. Συνάντησε μια μοναχή και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφιβολία του:
– Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά, ή τα λέει για να τα πει;
– Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
– Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
– Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετίσω και να φύγω.
– Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
– Τι ποιός είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν από λίγο, είπε ο άνθρωπος και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος, ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
– Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
– Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ’ ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια. Να ξέρεις όμως πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου αλλά Αυτός μού τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ.
Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πονούσε, ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί…
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάποτε μια οικογένεια, γύρισε στον 12χρονο γιό και του είπε:
– Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
– Πάω.
– Εξομολογείσαι;
– Εξομολογούμαι.
– Ά, καλά. ‘Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς.
–Μά δέν πάει, είπε ο πατέρας.
–Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας. Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται νά ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο τότε είπε με συστολή:
-Έ… Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν…
– Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα, πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων…
«Εκεί ο διάβολος είναι ακράτητος και σκορπά τόν θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά…
9) Κάποια γυναίκα στο Ηράκλειο της Κρήτης εξομολογείτο στον Πνευματικό της και συχνά του εξέφραζε μια μεγάλη επιθυμία:
– Πώς θα γίνει, πάτερ, ν’ αγαπήσω τον πλησίον μου, όπως τον εαυτό μου; Αυτό είναι δύσκολο πράγμα. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω.
Και εκείνος τη συμβούλευε σχετικά για τον τρόπο πού έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ώστε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Αλλά μια φορά, πού είχε πάει με τον άντρα της και τον αδελφό της στο Δαδί, αφού είδαν τον Γέροντα, μίλησαν αρκετά και ήρθε η ώρα να φύγουν, τον άκουσε να την αποχαιρετά, σχεδόν στο αυτί, με τα έξης λόγια:
– Άντε, και σου εύχομαι ο Θεός να σε βοηθήσει ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου…
10) Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Παναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετάνοια, στην εξομολόγηση, και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως άπ’ τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
– Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα…
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος, και του είπε έντονα:
– Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του και βγαίνοντας άπ’ το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέχει και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του και να συνέλθει…
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορθώσεις. Και τον πήρε παράμερα και τον συμβούλεψε…
11) Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ’ ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
-Τους βλέπεις όλους; Μόνο αυτός σώθηκε…
12) Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτερη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθάνοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
– Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.
13) Το 1990, στη διάρκεια μιας Θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν και ευλογηθούν καί τους γνώριζε προσωπικά. Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει…
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
– Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας και αυτή ή μάνα έχουν μεγάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. ‘Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!
14) Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθενά το παραμικρό για την ενέργεια του και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
– Αυτά πού έδωσες, ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρωπος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ’ έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο από ένα «τυχαίο» κέρδος…
15) Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστερούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατάσταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
– Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέσως, χωρίς να φέρει εμπόδιο…
16) Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, όπου αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρμένο και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα και οι πειρασμοί». Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, τού γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα;». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να παρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
– Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι’ αυτούς καί γι΄ αυτούς τούς λόγους…
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.
17) Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο οποίος με το πού τον είδε του είπε:
– Την ευχή σου, Γέροντα.
– Εσύ τι κάνεις, τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως και τον ρώτησε.
– Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
– Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
– Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τουςΠατέρες κ.λπ.
– Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστήρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε και του είπε κάνοντας μιά χαρακτηριστική κίνηση με την παλάμη του, καί βάζοντάς την στον λαιμό του:
– Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν’ αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι και ίσα πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει:
– Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
– Ποιός είναι αυτός;
– Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.
——————————-
Στο τέλος Αυγούστου 2001, κάποιος τον παρακάλεσε να προσευχηθεί στον Άγιο Νεκτάριο, για να τον βοηθήσει.
Και ο Γέροντας:
- Άστον, παιδί μου, τον Άγιο. Αυτός είναι στην Αμερική. Τρέχει να σώσει ζωές.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πει ότι εκείνο που πρόκειται να συμβεί στην Αμερική θ’ αλλάξει τον ρου της Ιστορίας:
- Μεγάλο κακό θα βρει την Αμερική, και όχι μόνο, μέσα στον Σεπτέμβριο. Αλλοίμονο!
Αυτό το είχε προαναγγείλει επίσης και στον μακαριστό Επίσκοπο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο σε μία από τις επισκέψεις του τελευταίου, και ήταν παρόντες κι άλλοι, χωρίς όμως να δώσει εξηγήσεις:
- Σεβασμιώτατε, να δείτε τί θα πάθουν οι Αμερικανοί σε δύο μήνες, είχε πει. (σελ. 119)
Το 1990 είχε πει ότι σύντομα ο Θεός, επειδή θέλει να στηρίξει τους ανθρώπους, θα αποκαλύπτει τους Αγίους Του οφθαλμοφανώς. Επειδή οι πειρασμοί θα είναι μεγάλοι και τα βάσανα δυσβάσταχτα, θα παραχωρήσει ο Κύριος να εμφανίζονται Άγιοι, και μάλιστα μεγάλοι, όπως ο Άγιος Δημήτριος ή ο Άγιος Γεώργιος.
Θα ακούν οι άνθρωποι ότι τη μία εβδομάδα παρουσιάστηκε ο τάδε Άγιος στην Κρήτη, την άλλη ο τάδε στη Μακεδονία, άλλος εδώ, άλλος εκεί (σελ. 122).
- Τί να κάνω με τα παιδιά μου, γέροντα, που είναι δύσκολα; Μου φωνάζουν, κοιτάζουν τα επικίνδυνα προγράμματα της τηλεόρασης και επηρεάζονται.
- Μόνο ο Κύριος διορθώνει την κατάσταση, θα λες: «Κύριε, σώσε εμένα, διόρθωσέ με, και φώτισε και τα παιδιά μου να είναι κοντά Σου».
Και ο Κύριος θα σε ακούσει και θα σου δώσει εκείνο που πρέπει.
- Μας ακούει, όμως, ο Κύριος; Φτάνει η φωνή μας εκεί;
- Δεν ξέρω… τον περασμένο μήνα τον πονούσαν τ’ αυτιά (!)
- Θα έρθουν χρόνια δύσκολα, αλλά μη φοβάστε. Τα παιδιά Του ο Θεός δεν τα εγκαταλείπει, θα τα φυλάει σκανδαλωδώς.
- Δηλαδή, Γέροντα;
- Τί δηλαδή; Να, άμα δεν θα έχεις να φας, θα ξυπνάς το πρωί, θα βρίσκεις μια φραντζόλα πάνω στο τραπέζι και θα λες: «Αυτό από που ήρθε»; Αλλά πρέπει να έχεις πίστη. Χωρίς πίστη, δεν γίνεται τίποτα. (σελ. 178)
- Από εδώ και πέρα, δεν έχεις διανοηθεί τί θα δεις και τι θα ακούσεις. Δεν έχουνξαναγίνει ποτέ στον κόσμο, είπε μια μέρα το καλοκαίρι του 2005.
- Στην Ελλάδα θα συμβούν;
- Σε όλο τον κόσμο και σ’ εμάς. Και γιατί; Γιατί εμείς, λέει, είμαστε ο φάρος της Ορθοδοξίας, αλλά καταντήσαμε από την αμαρτία χειρότεροι από τους άθεους. (σελ. 178)
ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ…
Ο Γέροντας έλεγε για τη συντέλεια του κόσμου ότι θα διαρκέσει όσο κρατάει ο Εξάψαλμος,λίγα λεπτά. Την ώρα πού θα κρινόμαστε, στον ουρανό θα ψέλνουν τον Εξάψαλμο οι Άγγελοι…
Όλοι οι άνθρωποι πού θα ζουν εκείνη τη στιγμή, θα βιώσουν τον θάνατο ακαριαία και αμέσως μετά θα αναστηθούν, θα είμαστε όλοι με τα σώματα μας άϋλα, δεν θα πιάνουμε χώρο, ο ένας θα βλέπει το σώμα του άλλου και όλοι θα είναι στην ηλικία των 33 χρόνων.
Ο Κύριος θα κρατά το βιβλίο της ζωής, το Ευαγγέλιο, και αυτομάτως θα πηγαίνουμε δεξιά ή αριστερά από μόνοι μας, γιατί θα ξέρουμε αν είμαστε για τον Παράδεισο ή όχι. Γι’ αυτό και στο Δεσποτικό, πού κάθεται ο Δεσπότης, στην εικόνα του Χριστού είναι ανοιχτό το βιβλίο και δεν υπάρχει καντήλι επάνω – δηλώνει ότι δεν υπάρχει έλεος στη Δευτέρα Παρουσία. Ενώ στο τέμπλο είναι κλειστό το βιβλίο πού κρατάει ο Χριστός και υπάρχει καντήλι, διότι ακόμη έχουμε έλεος. (σελ. 183)
Επειδή έρχονται πολύ δύσκολες μέρες για την ανθρωπότητα, ο Θεός πήρε ορισμένους ανθρώπους και τους έκανε αξιωματικούς. (σελ. 210)
Όπως θα θυμούνται όλοι, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2004 κατέπεσε στη θαλάσσια περιοχή του Σιγγιτικού κόλπου, οκτώ ναυτικά μίλια από το Άγιον Όρος, το ελικόπτερο Σινούκ, το οποίο μετέφερε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο και τους 16 ανθρώπους πού ήταν μαζί του, κληρικούς και λαϊκούς.
Το ίδιο βράδυ ο Γέροντας ήταν σε μεγάλη προσευχή. Έβλεπε που είναι και πονούσε γι’ αυτό πού έβλεπε, γιατί το πρόσωπο του μαζευόταν και έκανε γκριμάτσες. Αποκάλυψε μόνο ότι οι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά, γιατί κατάλαβαν ότι πεθαίνουν και πολύ ταλαιπωρήθηκαν…
Κάποιος τον ρώτησε:
- Γέροντα, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο, σ’ αυτό το μέρος, και τόσο πολλοί;
- Τους μάζεψε όλους ο Θεός, παιδί μου, γιατί έτσι ήταν το θέλημα Του, απάντησε.
Αλλά έπειτα από κάποιες μέρες, όταν είχαν πάλι το θέμα αυτό στη συζήτηση, πρόσθεσε και τα εξής:
- Ο τρόπος πού πεθάνανε τους πάει στον Παράδεισο όλους. (σελ. 124)
Πηγές: pigizois.net - apantaortodoxias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου