Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Πολύ με πειράζει η συνείδηση μου, που δεν κράτησα σημειώσεις με λεπτομέρειες για τους ενάρετους Πατέρες, που έζησαν τώρα τα τελευταία χρόνια, για τους οποίους μου διηγούνταν οι ευλαβείς Γεροντάδες, όταν ήμουν αρχάριος μοναχός, όπως επίσης και στην
συνέχεια, για την μεγάλη μου αμέλεια, που δεν κράτησα, έστω στην μνήμη μου, όλα τα θεία γεγονότα, τα οποία έζησαν εκείνα τα άγια Γεροντάκια και μου τα διηγούνταν με πολλή απλότητα, για να με βοηθήσουν πνευματικά.
Οι Πατέρες εκείνης της εποχής είχαν πολλή πίστη και απλότητα και οι περισσότεροι ήταν με λίγα μεν γράμματα, αλλά, επειδή είχαν ταπείνωση και αγωνιστικό πνεύμα, δέχονταν συνέχεια τον θείο φωτισμό. Ενώ στην εποχή μας, που έχουν αυξηθεί οι γνώσεις, δυστυχώς η λογική κλόνισε την πίστη των ανθρώπων από τα θεμέλια και γέμισε τις ψυχές από ερωτηματικά και αμφιβολίες. Έτσι, επόμενο είναι να στερούμεθα τα θαύματα, γιατί το θαύμα ζήται και δεν εξηγείται με την λογική.
Το πολύ αυτό κοσμικό πνεύμα που επικρατεί στο σημερινό άνθρωπο, ο οποίος έχει στρέψει όλη την προσπάθεια στο πώς να ζήσει καλύτερα, με μεγαλύτερη άνεση και λιγότερο κόπο, δυστυχώς έχει επιδράσει και στους περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν πώς να αγιάσουν με λιγότερο κόπο –πράγμα που δεν γίνεται ποτέ, γιατί “οι Άγιοι έδιναν αίμα και ελάμβαναν Πνεύμα”.
Και ενώ χαίρεται κανείς τώρα για την μεγάλη αυτή στροφή προς τους Αγίους Πατέρες και τον Μοναχισμό και θαυμάζει τους αξιόλογους νέους που αφιερώνονται με ιδανικά, συγχρόνως όμως και πονάει, γιατί βλέπει όλο αυτό το καλό υλικό να μη βρίσκει το ανάλογο πνευματικό προζύμι, και έτσι δεν ανεβαίνει η πνευματική αυτή ζύμη και καταλήγει να γίνει σαν το λειψό ψωμί.
Παλαιότερα, πριν και από είκοσι χρόνια, έβρισκε κανείς ακόμη την απλότητα απλωμένη στο Περιβόλι της Παναγίας, και εκείνο το άρωμα της απλότητας των Πατέρων μάζευε τους ευλαβείς ανθρώπους, που μιμούνταν τις μέλισσες, και τους έτρεφε, και αυτοί μετέφεραν και στους άλλους από την πνευματική αυτή ευλογία, για να ωφεληθούν. Από όπου δηλαδή και αν περνούσες, θα άκουγες να διηγούνταν θαύματα και ουράνια γεγονότα, πολύ απλά, γιατί τα θεωρούσαν πολύ φυσιολογικά οι Πατέρες.
Ζώντας λοιπόν σε αυτή την πνευματική ατμόσφαιρα της Χάριτος, ποτέ δεν περνούσες λογισμό αμφιβολίας για όσα άκουγες, γιατί και ο ίδιος κάτι θα έβλεπες από αυτά. Αλλά ούτε και περνούσε λογισμός, για να σημειώσεις ή να κρατήσεις στην μνήμη σου εκείνα τα θεία γεγονότα για τους μεταγενέστερους, γιατί νόμιζες ότι θα συνεχισθεί εκείνη η Πνευματική κατάσταση.
Πού να ήξερες ότι μετά από λίγα χρόνια ο περισσότερος κόσμος θα παραμορφωθεί από την πολλή μόρφωση –επειδή διδάσκεται με το πνεύμα της αθεΐας και όχι με το πνεύμα του Θεού, για να αγιάσει και την εξωτερική μόρφωση- και η απιστία θα φθάσει σε τέτοιο σημείο, που να θεωρούνται τα θαύματα για παραμύθια της παλιάς εποχής; Φυσικά, όταν είναι ο γιατρός άθεος, όσες εξετάσεις και αν κάνει σε έναν Άγιο με τα επιστημονικά μέσα (ακτίνες κ.λπ.), δε θα μπορέσει να διακρίνει τη χάρη του Θεού. Ενώ, εάν έχει αγιότητα και ο ίδιος, θα δει τη θεία χάρη να ακτινοβολεί.
Για να δώσω μια ζωντανότερη εικόνα της χάριτος, και για να καταλάβουν καλύτερα οι αναγνώστες το πνεύμα το Πατερικό που επικρατούσε πριν από λίγα χρόνια, θεώρησα καλό να αναφέρω, σαν παραδείγματα, μερικά περιστατικά από απλά γεροντάκια της εποχής εκείνης.
Όταν ήμουν αρχάριος στην Μονή Εσφιγμένου, μου είχε διηγηθεί ο ευλαβής Γέρο-Δωρόθεος ότι στο Γηροκομείο ερχόταν και βοηθούσε ένα Γεροντάκι με τέτοια μεγάλη απλότητα, αφού νόμιζε ότι η Ανάληψη, που εορτάζει η Μονή, ήταν μια μεγάλη Αγία όπως η Αγία Βαρβάρα και, όταν έκανε κομποσχοίνι, έλεγε: “Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών”! Μια μέρα είχε έρθει στο Γηροκομείο ένας φιλάσθενος αδελφός, και, επειδή δεν υπήρχε κανένα δυναμωτικό φάρμακο, το Γεροντάκι κατέβηκε γρήγορα-γρήγορα τα σκαλιά, πήγε στο υπόγειο και από το παραθυράκι που έβλεπε προς την θάλασσα, άπλωσε τα χέρια του και είπε:
“Αγία μου Ανάληψη, δωσ’ μου ένα ψαράκι για τον αδελφό”. Και ω του θαύματος! πετάχτηκε ένα μεγάλο ψάρι στα χέρια του, το πήρε πολύ φυσιολογικά, σαν να μη συνέβη τίποτε, και χαρούμενος το ετοίμασε, για να τονώσει τον αδελφό.
Ο ίδιος Γέροντας μου είχε διηγηθεί και για άλλον Πατέρα (νομίζω Παχώμιο), ο οποίος είχε πάει στην Καψάλα για ανώτερη άσκηση και είχε φθάσει σε μέτρα πνευματικά. Μια μέρα ένας πατέρας της Μονής είχε οικονομήσει δυο ψάρια και τα καθάριζε, για να πάει να τον δει και να του τα δώσει ευλογία. Την ώρα όμως που τα ετοίμαζε, ένας κόρακας ξαφνικά του πήρε το ένα ψάρι και το πήγε στον π. Παχώμιο στην Καψάλα (απόσταση πεντέμισι ώρες).
Ο π. Παχώμιος είχε λάβει πληροφορία από τον Θεό για την επίσκεψη του αδελφού και τη στιγμή που σκεφτόταν τι να τον φιλέψει, ο κόρακας του άφησε το ψάρι. Όταν ήρθε μετά ο αδελφός και το έμαθε αυτό, δόξασε και αυτός το Θεό, που τρέφει και στην εποχή μας τους ανθρώπους Του με τον κόρακα, όπως και τον Προφήτη Ηλία.
Επίσης στην Μονή Κουτλουμουσίου, πριν από λίγα χρόνια, ζούσε ένας Γέροντας, ο π. Χαράλαμπος, πολύ απλός αλλά και πολύ “βιαστής” όχι μόνο στα πνευματικά αλλά και στα διακονήματα, σε όλα ήταν προθυμότατος. Ο π. Χαράλαμπος θα έβγαζε τις περισσότερες δουλειές, γιατί στα τελευταία χρόνια είχαν μείνει λίγοι Πατέρες στην μονή και αυτοί γέροι. Είχε δε και την Βιβλιοθήκη, αλλά τον έβγαλαν, επειδή δεν έκλεινε ποτέ την πόρτα. Συνήθιζε να λέει: “Αφήστε τους ανθρώπους να διαβάζουν τα βιβλία”. Δεν του περνούσε λογισμός ότι υπάρχουν και άνθρωποι που κλέβουν βιβλία. Είχε πολλή αγνότητα και απλότητα.
Εκτός από τα πολλά διακονήματα που είχε, φύτευε ακόμα και δέντρα για τους μεταγενέστερους, γιατί πίστευε ότι η Μονή Κουτλουμουσίου πάλι θα επανδρωθεί. Τα μεν χέρια του συνέχεια εργάζονταν για τους άλλους, ο δε νους του και η καρδιά του εργάζονταν στα πνευματικά διά της αδιαλείπτου προσευχής Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με. Στην Ακολουθία πάντα πρώτος. Κρατούσε μάλιστα τον ένα χορό ως ψάλτης. Την ώρα δε που ο Κανονάρχης πήγαινε στον άλλο χορό να κανοναρχήσει, ο π. Χαράλαμπος έλεγε γρήγορα-γρήγορα την ευχή, για να μη διακόπτει την αδιάλειπτη προσευχή του.
Έτσι εργατικότατος και πνευματικότατος έζησε, χωρίς να το ρίξει κάτω. Αλλά, δυστυχώς, μια βαριά γρίπη μόνο τον έριξε στο κρεβάτι, και ο γιατρός είπε στους Πατέρες να μην απομακρυνθούν από κοντά του, γιατί σε λίγη ώρα θα τελειώσει η ζωή του. Ο Πατήρ το άκουσε κάτω από τις κουβέρτες και απήντησε:
– Τι, λες; Εγώ δεν πεθαίνω, αν δεν έρθει το Πάσχα να πω το Χριστός Ανέστη.
Πράγματι, πέρασαν δυο μήνες σχεδόν, ήρθε το Πάσχα, είπε το Χριστός Ανέστη, κοινώνησε και μετά αναπαύθηκε. Το φιλότιμο απλό Γεροντάκι είχε γίνει πραγματικό παιδί του Θεού και μαζί με τον Θεό καθόρισε την ημέρα του θανάτου του.
Στην Σκήτη των Ιβήρων, ο Γέρο-Νικόλαος από τη συνοδεία των Μαρκιανών μού διηγήθηκε για έναν Πατέρα, που είχε και αυτός παιδική απλότητα, ότι κάποτε, όταν είχε στερέψει το πηγάδι τους, είχε κατεβάσει την εικόνα του Αγίου Νικολάου στο ξεροπήγαδο, με το σχοινί δεμένη από τον χαλκά, και είπε:
– Άγιε Νικόλαε, να ανέβεις μαζί με το νερό, εάν θέλεις να σου ανάβω το καντήλι, αφού μπορείς να το κάνεις αυτό. Βλέπεις, έρχονται τόσοι άνθρωποι, και δεν έχουμε λίγο κρύο νερό να τους δώσουμε.
Ω του θαύματος! το νερό ανέβαινε σιγά-σιγά, και η εικόνα του Αγίου έπλεε επάνω, μέχρι που την έπιασε με τα χέρια του, την ασπάσθηκε με ευλάβεια και την πήγε στον Ναό. (Αυτό έγινε πριν από πενήντα χρόνια περίπου).
Στη ίδια Σκήτη, λίγο πιο πάνω από αυτή την Καλύβη, είναι οι “Άγιοι Απόστολοι”, όπου μένουν τώρα δυο Πατέρες, που είναι και κατά σάρκα αδέλφια. Στη Συνοδεία αυτή ήταν και ο Γέρο-Παχώμιος, στον οποίο έβλεπε κανείς ολοφάνερα την αγιότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Το Γεροντάκι αυτό ήταν πολύ απλό και τελείως αγράμματο αλλά πολύ χαριτωμένο. Στο Κυριακό της Σκήτης, όταν ερχόταν για να εκκλησιασθεί τις εορτές, ποτέ δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά πάντα όρθιος στεκόταν, ακόμα και στις ολονυχτίες, και έλεγε την ευχή. Όταν τύχαινε να τον ρωτήση κανείς “πού βρίσκεται η ακολουθία”, απαντούσε:
– Ψαλτήρια-ψαλτήρια λένε οι Πατέρες.Όλα ψαλτήρια τα έλεγε. Ούτε και από ψαλτικά ήξερε καθόλου, εκτός από το Χριστός Ανέστη, που έψαλε το Πάσχα. Πάντα πρόθυμος να κάνει τα θελήματα των άλλων, χωρίς να έχει καθόλου θέλημα δικό του.
Όση στενοχώρια και αν είχε κανείς, άμα έβλεπε τον Πατέρα Παχώμιο, του έφευγε. Όλοι τον αγαπούσαν, ακόμα και τα φίδια, που του είχαν εμπιστοσύνη και δεν έφευγαν, όταν τον έβλεπαν. Στην περιοχή της Καλύβης ήταν πολλά φίδια, γιατί υπήρχαν νερά. Οι άλλοι δυο Πατέρες πολύ φοβούνταν τα φίδια, ενώ ο Γέρο-Παχώμιος τα πλησίαζε χαμογελαστός, τα έπιανε και τα έβγαζε έξω από τον φράχτη τους.
Μια μέρα ενώ πήγαινε βιαστικός στην Καλύβη των Μαρκιανών, στο δρόμο βρήκε ένα μεγάλο φίδι, το οποίο τύλιξε στην μέση του σαν ζώνη, για να τελειώση πρώτα την δουλειά του και μετά να το βγάλει έξω από την περιοχή τους. Ο Πατήρ Ιακώβος, μόλις τον είδε, τρόμαξε, και ο Πατήρ Παχώμιος παραξενεύτηκε για αυτό. Μετά μου έλεγε:
– Δεν ξέρω γιατί φοβάται από τα φίδια. Εκείνος ο δικός μας ο Πατήρ Ανδρέας φοβάται ακόμα και τους σκορπιούς! Εγώ τους μαζεύω στην χούφτα μου τους σκορπιούς από τα ντουβάρια και τους πετάω έξω από την Καλύβα. Τώρα που τρέμουν τα χέρια μου από το πάρκινσον, τα μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τα βγάζω έξω.
Ρώτησα τον Γέροντα:
– Γιατί δεν σε δαγκώνουν εσένα τα φίδια, Πάτερ Παχώμιε;
Μου απάντησε:
– Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σε ένα χαρτί “εάν έχεις πίστη, πιάνεις και τα φίδια και τους σκορπιούς, και δε σε πειράζουν”.
Το άγιο αυτό Γεροντάκι, ο Πατήρ Παχώμιος, είχε αναπαυθή στις 22-10-1967, ένα χρόνο πριν από τον Γέροντα Παπά-Τύχωνα, για τον οποίο θα αναφέρω στη συνέχεια, καθώς και για άλλους Οσίους Πατέρες, που αγωνίσθηκαν φιλότιμα στο Περιβόλι της Παναγίας, και εξαγνίσθηκαν με τη βοήθεια της Καλής μητέρας, της Αγνής Παρθένου. Έγιναν Στρατιώτες του Χριστού, νίκησαν τα πάθη τους, εξόντωσαν τον εχθρό διάβολο, αυτοί οι “Λοκατζήδες της Εκκλησίας μας”, και στεφανώθηκαν από τον Χριστό με άφθαρτο στεφάνι.
Πολλούς από αυτούς είχα γνωρίσει και από κοντά, αλλά, δυστυχώς, δεν τους μιμήθηκα και έτσι βρίσκομαι πολύ μακριά τους. Εύχομαι όμως με όλη την καρδιά μου να τους μιμηθούν όσοι θα διαβάσουν τα θεία κατορθώματα τους και παρακαλώ να εύχονται και εκείνοι για μένα τον ταλαίπωρο Παΐσο. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου