Ἕνα πνευματικοπαίδι τοῦ Γέροντα, ποὺ τὸν βοηθοῦσε πάντα, μὲ μεγάλη προθυμία, στὶς ἐργασίες τοῦ Μοναστηριοῦ, εἶχε μιὰ ἀδυναμία, ποὺ δὲν κατάφερνε νὰ τὴ χαλιναγωγήσει. Ἀγαποῦσε τὸ καλὸ φαΐ καὶ τὸ καλὸ κρασί.
Μοῦ διηγήθηκε τὸ ἀκόλουθο περιστατικό: «Κάποιο βράδυ, βρέθηκα σὲ φιλικὸ σπίτι, μὲ οἰκογενειακὴ συντροφιά. Στὰ τραπέζι ποὺ μᾶς ἔκαναν, εἶχε νόστιμο κουνέλι, ἄλλα ὡραῖα φαγητὰ καὶ πολὺ καλὸ κρασί. Φάγαμε, ἤπιαμε μὲ τὸ παραπάνω, καὶ ἀργά, λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα, φύγαμε. Φθάσαμε στὸ σπίτι, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Ποῦ νὰ κλείσω μάτι! Γύριζα στὸ στρῶμα ἀπ᾿ἐδῶ, γύριζα ἀπ᾿ἐκεῖ, τίποτα. Τὸ στομάχι ἦταν βαρύ, τὸ κεφάλι βούιζε. Παιδευόμουν ἔτσι ἀρκετὲς ὧρες καὶ στενοχωριόμουν. Κατὰ τὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἀκούω νὰ χτυπᾶ τὸ τηλέφωνο.
Ποιὸς νὰ εἶναι τέτοια ὥρα; Κάποιο λάθος θὰ κάνανε, σκέφθηκα. Σηκώνω τὸ ἀκουστικὸ καὶ τί ἀκούω! Τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα: «Ἔ εὐλογημένε», μοῦ λέει, «δὲν σοῦ εἶπα ἐγώ, μωρέ, τόσες φορές, νὰ μὴν παρασύρεσαι ἀπὸ τὸ καλὸ φαΐ καὶ τὸ κρασί; Νά, τώρα τί ἔπαθες. Καὶ σὲ βλέπω νὰ ὑποφέρεις καὶ ὑποφέρω κι ἐγὼ μαζί σου. Κάνω προσευχὴ νὰ σοῦ περάσει. Κάνε κι ἐσὺ προσευχὴ κι ἄλλη φορὰ νὰ προσέχεις περισσότερο». Ἀπὸ τότε, κάθε φορὰ ποὺ βρίσκομαι σὲ τραπέζι, θυμᾶμαι ἐκεῖνο τὸ μεταμεσονύκτιο τηλέφωνο τοῦ Γέροντα καὶ συγκρατῶ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ μὴν γαστριμαργήσω πάλι καὶ προπάντων γιὰ νὰ μὴν ξαναστενοχωρήσω τὸν Γέροντα.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου